You are currently viewing Νάνσυ Εξάρχου: ένα αφήγημα

Νάνσυ Εξάρχου: ένα αφήγημα

ΑΟΡΑΤΟ ΔΕΙΠΝΟ 

 

Απόψε τρώμε με τον αγαπημένο μου φίλο, τον Τζ, σε ερεβώδες εστιατόριο, στην Κολωνία. Στο περίφημο Unsichtbar-bar. Η λέξη σημαίνει αόρατος και το εστιατόριο ξεκίνησε γύρω στο 2000 σαν εικαστικό δρώμενο, που είχε τόση επιτυχία που τελικά πήρε μορφή κερδοφόρου επιχείρησης. Η ιδέα είναι να δει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον χώρο και τα αντικείμενα οι τυφλοί. 

Μας γοήτευσε η ιδέα και τηλεφωνήσαμε για να κλείσουμε δυο θέσεις σε τραπέζι. 

Στον δρόμο για το εστιατόριο ο φίλος μου χάθηκε, όπως φαντάζομαι εύκολα θα χάνονταν κάποιος που είναι τυφλός. Βρεθήκαμε σε μια περίεργη γειτονιά, με ανθρώπους στους δρόμους που μιλούσαν τουρκικά. Little Istanbul της Κολωνίας. Στρίψαμε σ´ ένα καλντερίμι, μπήκαμε σε ένα γραφικό δρομάκι που έβγαζε σε μιαν ωραία πλατεία και νάτο, στην γωνία αριστερά φανερώθηκε με φώτα κίτρινα το Αόρατο – Unsichtbar εστιατόριο.

Μπήκαμε στο υπερφωτισμένο μαγαζί, και αφού πληρώσαμε το δείπνο προκαταβολικά, μας έδωσαν ενα κίτρινο χαρτί με το μενού που ήταν γραμμένο με γρίφους. Ο Τζ. άρχισε να μεταφράζει: Πρώτο πιάτο «Αυτό που κάνει η γυναίκα του Ιταλού όταν έρχεται σπίτι από την δουλειά». Ο νους μου πήγε αμέσως στο πονηρό, αλλά η απάντηση ήταν: αντιπάστο. Μετά μιλούσε για αγέννητα κοτόπουλα, χαρούμενα άσπρα ζώα που τρέχουν στα λιβάδια, για ένα παγόβουνο σαν αυτό που πάνω του προσέκρουσε ο Τιτανικός. 

Ο Τζ. διάλεξε αυτό που κάνει η Ιταλίδα στον σύζυγο της, εγώ το ξένοιαστο αρνάκι, κόκκινο ποτό σαν αυτό που μέθυσε τον Νώε και το άλλο υγρό που από αυτό είναι φτιαγμένα τα δυο τρίτα του σώματος μας. 

Όταν επιστρέψαμε το μενού στην ταμία, μας εξήγησε πως πρέπει να κλείσουμε τα κινητά μας, που έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε, να βγάλουμε το ρολόι με τον φώσφορο και να μην καπνίζουμε.

Σταθήκαμε μπροστά από μια πόρτα. Την άνοιξε ένας τυφλός μαύρος σερβιτόρος και μας καλωσόρισε σε έναν σκοτεινό θάλαμο που τον φώτιζε μια κόκκινη λάμπα, σαν εκείνους που εμφανίζουμε φωτογραφίες. Μας είπε να τον πιάσουμε από τον ώμο και μας οδήγησε έτσι στοιχισμένους στα σκοτάδια. Μπήκαμε σε ένα μαύρο πηχτό σκοτάδι, διάστικτο με βουητό από φωνές και ήχο από μαχαιροπήρουνα. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι κοντά στην είσοδο. Ο Τζ. στ’ αριστερά μου. Αμέσως έκανα αναγνώριση του χώρου με απαλές γρήγορες ψηλαφίσεις. Σουπλάπαρόμοιο με αυτό που έχουμε στο σπίτι μας, βαμβακερό με ανάγλυφες ρίγες παράλληλες που το διατρέχουν από πάνω προς τα κάτω. Αναρωτήθηκα τι χρώμα να είναι. Έμεινα σιωπηλή στο σκοτάδι. Άκουγα κι έβλεπα με τ´ αυτιά μου. Ένιωθα άνετα καθισμένη απέναντι από δυο άγνωστες γυναίκες, δίπλα στον αγαπημένο, επιστήθιο φίλο μου. Αρχίσαμε να αγγιζόμαστε απαλά, ακροθιγώς, με μια διάχυτη τρυφερότητα. Του ψιθύρισα καθώς του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο: «αυτή η επικοινωνία είναι ακριβώς το αντίθετο από την τηλεφωνική».

Μας τύλιγε το σκοτάδι προστατευτικά και αν και ήμασταν καθισμένοι, από όσο καταλάβαινα, στη μέση ενός περάσματος, κοντά σε παρέες που μιλούσαν και γελούσαν κάπου κοντά μας, εμείς αναίσχυντα ανακαλύπταμε στα τυφλά την υφή των σωμάτων μας. Αγκαλιασμένοι με κέφι, με οίστρο, με χιούμορ, κάναμε παιχνίδι. 

Στην Αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι κατέβαιναν στο νεκρομαντείο να συναντήσουν τους νεκρούς τους και να τους μιλήσουν. Στη Γερμανία βρέθηκα στα σκοτάδια με τον πιο καλό μου φίλο, σε μια χαρούμενη συνεύρεση που σαν κι αυτήν δεν έχει ξαναγίνει και που άξιζε σαν εμπειρία τόσο όσο όλα αυτά που έχουμε ζήσει παρέα μια δεκαετία ολόκληρη.

Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας στην υγεία και την μακροζωία της ερωτικής μας φιλίας. Τον ρώτησα τι θα ήθελε να κάνουμε ή να δοκιμάσουμε οι δυο μας, κάτι που να μην έχουμε κάνει ποτέ. 

«Μια κρουαζιέρα», μου είπε. «Να μένουμε κλεισμένοι με τις ώρες σε ένα πλεούμενο, να παίζουμε παιχνίδια, να τρώμε, να διαβάζουμε, να είμαστε μαζί συνέχεια.»

Εγώ του είπα πως θέλω να κοιμηθώ κρατώντας το κεφάλι του στον κόρφο μου. 

Αργότερα όταν ζητήσαμε κι άλλο κρασί αναφέρθηκε σε μένα ως την γυναίκα του και με αποκάλεσε honey.

Μυστικό συμπόσιο, μυστικός γάμος, εδώ στα σκοτάδια, ταΐζοντας στο στόμα ο ένας την άλλη, πίνοντας κρασί, ανταλλάσσοντας φιλιά παντού.

Όσο για το φαΐ, το αυγό έφερε μικρή αντίσταση στα δόντια μου καθώς τα βύθιζα στην λευκή του σάρκα, τα κομματάκια του αρνιού παραδόθηκαν χωρίς καμία αντίσταση στην βία των δοντιών μου, αλλά μου έδωσαν την εντύπωση πως έτρωγα μέρος του σώματος μου και ο αφρός της μαρέγκας διαλύθηκε ηδονικά μέσα στη γλυκιά κουταλιά της σάλτσας που επέπλεε, σαν περιπλανώμενο νησί του παραμυθιού.

 

This Post Has One Comment

  1. Γιαννης Υφαντής

    Η αφήγηση μ’ έκανε αόρατο γι’ αυτούς παρατηρητή, τυφλό συνάμα σαν τον Τειρεσία της Έρημης Χώρας, που όμως δεν χρειαζόταν τα μάτια του: Έβλεπα μες από τις λέξεις, που γίνονταν λόγια, αντικείμενα, φιλιά, σώματα, φαγητά. Ναι, το καλό αφήγημα σε φέρνει στο κέντρο, στον πρωταρχικό κόσμο, όπου όλα είναι κοντά, γνώριμα και φιλικά. Να είσαι καλά Νάνσυ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.