Παλιά, κάθε Πάσχα, αφού τρώγαμε το ψητό αρνί, την επόμενη μέρα, την Δευτέρα της Διακαινησίμου, μου χάριζαν τα τέσσερα κότσια, τους αστράγαλους δηλαδή του ζώου. Κι εγώ τα χαιρόμουν έτσι που ήταν άσπρα και καθαρά, με τις τέσσερις διαφορετικές τους επιφάνειες. Η κάθε επιφάνεια είχε το δικό της όνομα, που πλέον δεν θυμάμαι.
Οι γιαγιάδες μού έμαθαν να παίζω μ´αυτά ένα παιχνίδι που έμοιαζε με τα ζάρια. Παιχνίδι πανάρχαιο. Βάζει ο παίκτης στοίχημα για το πώς θα πέσουν το κότσια, ποιοι συνδυασμοί θα γίνουν. Μικρό παιδί, πετούσα δυο- δυο τα κότσια ψηλά και ανάλογα με τη μεριά που έπεφταν, έκανα τους συνδυασμούς. Συχνά, σαν μοναχοπαίδι που είμαι, έπαιζα με αντίπαλο τον εαυτό μου. Το παιχνίδι των αστραγάλων μπορεί να το παίξει κανείς μόνος, παρατηρώντας τους τυχαίους συνδυασμούς ή ανταγωνιστικά με έναν ή και παραπάνω παίκτες, όπως παίζονται τα ζάρια.
Τα είδα τα κότσια ξανά σε προθήκες μουσείων, άλλα φτιαγμένα από πηλό κι άλλα ολόιδια με τα δικά μου, απομεινάρια του σώματος των ζώων, που οι άνθρωποι κρατούν κάνοντάς τα παιχνίδια, όπως το άλλο κόκαλο, εκείνο από το στήθος της κότας που παίζουμε το γιάντες.
Ο καιρός πέρασε, εγώ μεγάλωσα, τα παιχνίδια της προϊστορικής εποχής και της προσχολικής μου ηλικίας πετάχτηκαν στα σκουπίδια, λησμονήθηκαν. Όπως λησμονήθηκε και το σώμα του αμνού, που είχαμε κατασπαράξει με κέφι, γέλια και χαρά γιορτάζοντας την Ανάσταση.