Όταν ήμουν πολύ μικρή και πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι της θείας Σταματίας, πριν φτάσουμε στην εξώπορτα έπρεπε να περάσω πάνω από ένα μικρούτσικο αυλάκι. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν κατάφερνα ποτέ να το δρασκελίσω, παρά μόνο πατούσα πάντα μέσα του, βρέχοντας κάλτσες και παπούτσια, έτσι που έφερνα την μαμά σε απελπισία κι εκείνη στο τέλος κρατούσε πάντα μαζί μας ένα έξτρα ζευγάρι καλτσάκια.
Η θεία μου είχε τρεις κόρες. Με την μικρότερη, την Αντωνία, είχαμε μια μυστική τελετουργία. Πηγαίναμε μέσα στον κήπο, κατεβάζαμε τα βρακάκια μας, καθόμασταν ανακουρκούδα αντικριστά και κατουρούσαμε! Έτσι φτιάχναμε το δικό μας ζεστό αυλάκι που κατέβαινε σε μια μακριά κίτρινη γραμμή στην χωμάτινη κατηφόρα. Κάποια φορά καθίσαμε πολύ κοντά, με αποτέλεσμα να πιτσιλιστούμε. Αυτό υπήρξε και η σιωπηλή συμφωνία του τέλους της ιεροτελεστίας.
Πάνω κάτω την ίδια εποχή, όταν έπαιζα με τα άλλα ξαδέλφια μου τον Βασιλάκη και τον Πέτρο, τους έβλεπα πως σαν ήθελαν να κατουρήσουν έβγαζαν το πουλάκι τους από την άκρη του κοντού παντελονιού και ξελάφρωναν στα όρθια. Όταν τους μιμήθηκα τραβώντας το βρακάκι μου στην άκρη και κατούρησα κι εγώ όρθια, φυσικά τα έκανα μούσκεμα. Τότε κατάλαβα πως όλα τα αυλάκια δεν γίνονται με τον ίδιο τρόπο.