Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού και νιώθω πως είμαι στην ούγια της ζωής μου, με το βάρος του τέρατος που λέγεται χρόνος να ακουμπάει στην πλάτη μου. Αυτό το τέρας που παλιά ήταν γλυκιά απαντοχή καθώς έλεγα: αχ, πότε να μεγαλώσω, να διαλέγω μόνη τα ρούχα μου, τους φίλους, την πόλη, τον τρόπο που θα περνάω την ζωή μου. Κι ο χρόνος ήταν σαν μικρό κουταβάκι που έπαιζα μαζί του, το χαιρόμουν, το άφηνα να τρέχει ελεύθερο. Και μαζί μ´αυτο μεγάλωνα και γω, γνώριζα πρωτόγνωρες χαρές, τον έρωτα, τα ταξίδια, την ελευθερία, την ζωή με τις χαρές της. Την ελευθερια την νίκησε ο έρωτας και βρέθηκα αντί να παίζω με τον χρόνο-κουτάβι, να παίζω και να φροντίζω τα δικά μου κουτάβια που μεγάλωναν. Μεγάλωναν και μου χάριζαν πότε χαρά και πότε έγνοιες, ενώ τα δικά τους δοντάκια, τα πρώτα, εκείνα του γάλακτος, ροκάνιζαν σαν τραγανό κουλούρι τον δικό μου χρόνο. Και γω μεγάλωνα μαζί τους, μέχρι που έβγαλαν δικά τους φτερά και πέταξαν μακριά μου. Κι έμεινα μόνη, με τον χρόνο που από κουτάβι έγινε τώρα ένα αρνί που το κουβαλούσα παντού στους ώμους μου, ταξίδευα μαζί του και ένιωθα παντού την παρουσία του. Το σώμα μου άρχισε να γέρνει από το βάρος του, αλλά εγώ συνέχιζα να ζω όπως πριν, μέχρι που το ζώο άλλαξε πάλι, βάρυνε κι από αρνί μεταμορφωθηκε σε λύκο. Μόνο που εγώ αντί να γίνω Κοκκινοσκουφίτσα, άρχισα να βλέπω το χιόνι να μου σκεπάζει τα μαλλιά, η δύναμη που είχα, άρχισε να μ´ εγκαταλείπει, να δυσκολεύομαι να ‘χω το σπίτι καθαρό, να χαίρομαι την κάθε μέρα, τα βιβλία μου, τα χρώματα μου, να ασχολούμαι όπως πριν με ό,τι αγαπώ. Και το σπίτι άρχισε κι αυτό να γερνάει μαζί μου. Μου έμεινε τις προάλλες το πόμολο της πόρτας στο χέρι, έτσι που αναγκάστηκα να μην μπορώ να βγω μέχρι να το διορθώσω. Τρέχουν οι βρύσες, το ταβάνι έχει υγρασία και πέφτουν οι σοβάδες, τα σκαλοπάτια στις ξύλινες σκάλες τρίζουν, το ψυγείο σταμάτησε να δουλεύει, ο νεροχύτης ξεχυλησε, μυρμήγκια κάνουν παρέλαση στο σαλόνι. Κι ο χρόνος αρκούδα τώρα και βραχνάς με βαραίνει, με συνθλίβει, με παραλύει. Το σπίτι σιγά σιγά χαλάει. Άνθρωποι ξένοι το πλησιάζουν τη νύχτα και γω κρυμμένη στο μικρό μου δωμάτιο μένω ακίνητη σαν κούκλα σε βιτρίνα, πετρωμένη από τον φόβο μου. Είδα στον ύπνο μου τις προάλλες πως είχα φύγει, λέει, για καιρό από το σπίτι και όταν γύρισα, βρήκα τον φράχτη ανοιχτό με ένα κόκκινο πανί δεμένο πάνω του, σημάδι πως το σπίτι είναι άδειο, ορίστε, περάστε, όλα είναι στη διάθεση σας. Τα έπιπλα μου έλειπαν. Τα δωμάτια είχαν παντού στρώματα, στρωσίδια πεταμένα, ένα τσαγερό στο πάτωμα δίπλα σε μια μισάνοιχτη σακούλα ζάχαρη. Τι περίεργο! Δεν είχε πουθενά μυρμήγκια! Τα ράφια και τα συρτάρια της βιβλιοθήκης άδεια. Θα έκαψαν φαίνεται βιβλία και χαρτιά στη σόμπα για να ζεσταθούν αυτοί που ήπιαν το τσάι τους με ζάχαρη. Ψηλά κοντά στο ταβάνι ήταν κολλημένες χάρτινες εικόνες. Η μια έδειχνε την Γέννηση και η άλλη την Σταύρωση. Πάνω από το φως της εξώπορτας κρεμόταν σκονισμένα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Στο μωσαϊκό του διαδρόμου ήταν ξεχασμένο ένα κόκκινο αρκουδάκι, ο χαμένος χρόνος κάποιου αλλού μικρού παιδιού που δεν έχει πια κουτάβι για να παίζει. Μπήκα στην κουζίνα. Τα ντουλάπια έχασκαν ανοιχτά, χωρίς πιάτα, χωρίς ποτήρια, ολόγυμνα και άχρηστα. Έπεσε η μάτια μου στο λουκέτο, το παλιό γερμανικό λουκέτο του μπαμπά. Με το κλειδί επάνω του. Άπλωσα το χέρι, το έκλεισα στη χούφτα μου και βγήκα από το σπίτι. Ηρθε η ώρα να ζήσω στη σπηλιά της αρκούδας σε παρατεταμένη χειμερία νάρκη.