Τρεις μέρες τώρα η κυρά Ευθυμία πηγαίνει πέρα δώθε στην αυλή. Φυσά και ξεφυσά μονολογώντας «όφου και ίντα πάθαμε!» Κατά διαστήματα κάθεται κάτω από την κρεβατίνα και κρατά το κεφάλι της. Άλλοτε πάλι σηκώνεται απότομα και αρχίζει να σκουπίζει τα πεσμένα φύλλα της μουριάς και τα άνθη από τις βιόλες. «Ευθυμία, μωρή Ευθυμία, δε θωρείς που τρέμει συνέχεια η γης; Σήκω να πάμε στον καταυλισμό!» Η κυρά Ευθυμία σουφρώνει πεισματικά τα χείλη και γυρίζει την πλάτη της χωρίς να απαντήσει καν στη γειτόνισσάς της. Όχι και να αφήσει το σπίτι της που ‘χε φτύσει αίμα να το φτιάξει!
Αυτόματα γυρνά πίσω ο νους της, στα νιάτα της, τότε που την έκλεψε ο Κωστής. Βοσκός απ’τον Κρότο, δεν ήταν κατάλληλος γαμπρός για τον πατέρα της Ευθυμίας. «Ίντα μωρέ θα τρώτε; Οκτώ κοπέλια έχουνε οι γονέοι του, έξι αρσενικούς και δυο θηλυκές. Ετρεζάθηκες μωρέ;» Αυτοί όμως ήταν αποφασισμένοι. Κόντρα σ’όλους κλεφτήκανε, αλλάξανε μάλιστα χωριό και πήγανε στον κάμπο. Στα μεροκάματα, μια στο θέρος, μια στον τρύγο, παίρνανε ελιές μισακιές και σιγά σιγά φτιάξανε τρεις κάμαρες μ’έναν καμπινέ στην αυλή. Αγοράσανε και πεντακόσιες ρίζες ελιές κι ένα ψιχάλι αμπελάκι στη ρίζα του βουνού και κάνανε *το κοτσιφάλι τους. Είχε καλό κουμάντο ο Κωστής, νοικοκύρης και μερακλής σε όλα του. Στα γλέντια του χωριού ήτανε ο καλύτερος. Έπιανε πρώτος στον χορό και δεν τον έφτανε κάνεις στις φιγούρες και στα τσαλίμια.
Ποτέ της δε φοβήθηκε τίποτα, ούτε τη φτώχεια ούτε τη γλωσσοφαγιά, ποτέ δε λύγισε. Αμήχανα είχε σταθεί στον αυλόγυρο και κατευόδωσε τον Κωστή σαν πήγε στρατιώτης στον Αλβανικό πόλεμο. Αμήχανα, σαν ξένη, άκαμπτη, σκληρή σαν το γυαλί, δίχως ένα δάκρυ, αποχαιρέτησε το πρώτο της παιδί, το Μιχαλιό της. Ενάμισι χρονώ κοπέλι πήγε στην παραστιά κι έπεσε πάνω στο τσουκάλι με το καυτό γάλα. «Όφου και ίντα σκέφτομαι! Αφού έτσι ήθελε ο θεός! Μα να με ξεσπιτώσει στα ύστερα μου, γριά γυναίκα;»
Την ώρα του μεγάλου σεισμού ήτανε στο κουζινάκι κι έφτιαχνε ανθούς, που ‘χε μαζέψει το χάραμα από το περβολάκι. Κοντά στα έξι Ρίχτερ ήτανε, ανάθεμα τόνε! Κουνούσε το σπίτι και πήγαινε μια αριστερά, μια δεξιά. Εκείνη δε μετακινήθηκε καθόλου από τον νεροχύτη. Μαρμάρωσε σαν το άγαλμα. Ο διάολος να τόνε πάρει, της ρήμαξε το βιος! Την επαύριο ήρθε το κλιμάκιο του δήμου και ‘κρινε ακατάλληλο το κονάκι της. Πέσανε οι τοίχοι, τα φωτιστικά και το μεσακό δωμάτιο. Δεν απόμεινε και τίποτα! Πρόλαβε μόνο να βάλει το καπάκι απάνω στο τσουκάλι και δεν πάθανε πράμα οι ντολμάδες. Ίντα να το κάμεις αφού δεν είχε ρεύμα να τους μαγειρέψει! Να ‘βαζε τουλάχιστον κατιτίς στο στόμα της, να στήλωνε.
«Δε το κουνώ εγώ από το σπίτι μου. Έχω το ντιβανάκι να κοιμούμε όξω, καλό καιρό κάνει ακόμη. Λίγη δροσεράδα είναι τ’αχάραγα, μα θα σκεπάζομαι με δύο τρεις πατανίες, έχει ο θεός! Να με ξεφορτωθούνε! Ίντα θένε κι έρχονται και ξανάρχονται; Μέχρι να χειμωνιάσει, βλέπουμε! Ούτε στη Χώρα θα πάω, στου γιου μου. Έχω τις κότες μου, το περβόλι μου. Θα ξεραθούνε τα δεντρά μου! Το καντηλάκι του Κωστή, ποιος θα τ’ανάβει; Δε το κουνώ γω απ’το σπίτι μου!»
Κουρασμένη από τις σκέψεις και το πηγαινέλα με τη σκούπα, έκατσε στην άκρη του ντιβανιού. «Να αφήσω ασκούπιστη την αυλή να με σουρεύουνε οι γειτόνοι;» Έτσι αποκαμωμένη, έκλεισε τα βλέφαρά της κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Θυμήθηκε μια φορά που πήγε στο Ρέθυμνο, εκδρομή με το Καπή. Στο λιμάνι, σ’ένα εργαστήρι, τους δείξανε πως φτιάχνουνε τα περίτεχνα βάζα. «Χαρώ τα μωρέ πράματα θαυμαστά!»
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει το αίνιγμα που κρύβεται στο **φυσητό γυαλί. «Πού ‘σαι μωρέ Κωστή, να μου σφίξεις τη χέρα και να μου πεις, όλα θα στρώσουμε γριά!»
* Κοτσιφάλι: ποικιλία κρασιού
** Το γυαλί, αφού παρασκευαστεί ως πρώτη ύλη, μετατρέπεται σε φυσητό γυαλί με τη μέθοδο της εμφύσησης.