You are currently viewing Νίκος Κωσταγιόλας: πεζό – ποιήματα

Νίκος Κωσταγιόλας: πεζό – ποιήματα

I

Έτσι κάθε καλοκαίρι, όλο και πιο μασημένοι από το χρόνο μα αναπόσπαστοι. Όλο και πιο βαθιά να θρέφει μες τα σπλάχνα μας το απέριττο, το λιγοστό, το αυτάρκες.

 

Ίχνη στις πατούσες κυανά, στο τριχωτό της κεφαλής οι κόκκοι χρυσαφένιοι και ο ίσκιος των αρμυρικιών ισχνός να τον αναρριχάται η θύμηση. Μαύρο μοναχά διάσπαρτο βελόνες, όπως πάντοτε, στην κόγχη των μηρών.

 

Χτες μού’ δειξες εκείνη την πληγή που σού’ κανε στον πήχη κι έκλαψα. Έκλαψα όπως δεν είχα κλάψει εννέα χρόνια μοναξιάς. Έκλαψα για σ έ ν α και για μ έ ν α. Ήταν κυρτή κι είχε την όψη μισοφέγγαρου. “Εδώ μόνο η αφή πλουτίζει”, σκέφτηκα.

 

Σήμερα το πρωί σε ξανακοίταξα: Η σελήνη όδευε στην έκλειψη. Ο ήλιος ξημέρωνε στο γέλιο σου.

 

IV

Ήλιος πολύς, αφιλότιμος, δε σου χαρίζονταν. Αυλόπορτ’ από σίδηρο κι αρμπουρωμένα κυπαρίσσια και λευκό, προπάντων σπάταλο λευκό στις πλάκες, γαλαντόμο. Οι δύο άξονες του καρτεσιανού πανόπτες, η πάλαι ποτ’ αιματοβαμμένη τετρακτύς του κρανιότοπου, δυο χιλιετίες και βάλε.

 

Πήρα την κούρτη όλο ευθεία κι έφτασα στη βρύση. Με το γεμάτο ως επάνω λατί βάλθηκα να ξεπλένω όσες ακαθαρσίες είχαν συναχθεί ερήμην μου από τα πουλιά, παρασέρνοντας μαζί κι ένα ξερό, σκελεθρωμένο σαμιαμίθι θαρρείς που ακόμα σπαρταρούσε οιονεί θαραπαμένο απ’ το νερό. “Κάτι ανώτερο μποδάει τη ζωή δω χάμω” αναλογίστηκα.

 

Μπουγέλωσα τον τάφο λούτσα για δεσπέτο κι έβγαλ’ από τη σακούλα τα συμπράγκαλα. Λίγα τσερίνια, λίγο λιβάνι, τα καρβουνάκια μετρημένα. “Δεν περισσεύει τίποτα για τους νεκρούς”. Άναψα το θυμιατό, λιβάνισα, έκαμα το σταυρό μου, όλ’ η ακολουθία ευλαβικά, ως έπρεπε. Παλιννοστούσε η μνήμη αιμοδιψής. Τα βλέφαρ’ αγωνίζονταν να μη σκιρτήσουν. Κάνε κράτει. Όχι ακόμα.

 

Σε λίγο ο Άη Γιαννόπουλος ξεμάκραινε. Άφησα ένα “και του χρόνου νά’ μαστε καλά” εθιμοτυπικό να δραπετεύσει. Άξαφνα στα μάγουλά μου έτρεξε νερό θυμητικό εξαγνίζοντας.

 

V

Στενά καντούνια και μπουγάδες κρεμασμένες, σα χειραψίες αλληλέγγυων σπιτιών, καταμεσήμερο Αυγούστου. Μ’ οδήγησες μες το λαβύρινθο σαρτεύοντας σαν το τραγί, ήξερες καλά τα μονοπάτια, τα σπούδαζες. Δε φοβήθηκα ποτέ μήπως χαθούμε μα, θέ μου, πώς το ευχόμουνα!

 

Φτάσαμε στην Κρεμαστή. Γύρω απ’ το σκαλιστό, βενετσιάνικο πηγάδι θαρρούσες όλα πως συμβαίνανε με το δικό τους, αθόρυβο ρυθμό, κάτ’ απ’ την βουκαμβίλια. Σιωπηρά, να μην τ’ ακούσει ο διάολος και ζηλέψει.

 

Ένα καντηλέρι εκκρεμούσε ολομόναχο, κάτω από τ’ ασβεστωμένο υπόστεγο το εδώ κι εκεί ρυτιδωμένο από πανάρχαιες φαιές πορείες βροχών πού’ χαν στεγνώσει. Η εκκλησία μού’ πες σπάνια λειτρούγαγε, γάμων εξαιρουμένων.

 

Κάθισα στο φιλιατρό του πηγαδιού. Έτοιμος ο κόσμος γύρω να μουχρώσει μα ο ήλιος πάνωθε σκερτσάδος το βιολί του. Δάγκωνε πότε από το σκούρο τετραγωνισμένο σύκο των  σπιτιών, πότ’ από τ’ αγίνωτο ροδάκινο κι ύστερα λιγωμένος, με τα ζουμιά να τρέχουνε ακόμα απ’ το πηγούνι του, πίσω απ’ τα σύννεφα κρουβήνονταν κρυφοκοιτώντας μας με νόημα.

 

Όσο που να πέσει η νύχτα του κρατούσα αμάχη. Ύστερα τον συγχώρησα. Είχε βρει η αγκαλιά το ταίρι της κι εκείνος πια μονάχα έμμεσα μπορούσε να κοιτάζει.

 

VI

Ήταν πανσέληνος και το φεγγάρι φόραγε μια προσωπίδα ερυθρόδερμη. Το αδερφάκι του άφηνε στη θάλασσα μια πυρκαγιά μακρόστενη σα μιναρέ.

 

Ο κόλπος της Γαρίτσας δεξιά, η Κόντρα Φόσσα απ’ τα ευώνυμα κι εμείς στο κέντρο να μικραίνουμε ρεμβάζοντας το Απόλυτο, το διάρρηκτο ξεγκαστρωμμένο ρόδι του κόσμου. Πιο κει οι καταμαρτυρώντας το Άρρητο, οι αγρικώντας τον τριγμό της πλάσεως, οι θωρητές του άθωρου αγιασμού, κάτι στρωτοί λεβέντηδες αδιόρατοι.

 

Διαγώνια στραφτάλιζαν οι πόρπες της νυκτός, ο Δίας κι ο έκπτωτος πατέρας του που ίσα που φαίνονταν, γόνοι αλλόμορφων θεών πεκάδων κι ομπιασμένων. Από καιρού εις καιρόν μου κάθονταν πως μπόραγα ν’ αφουγκραστώ το χρόνο που έπηζε μετέωρος για μια στιγμή κι ύστερα πάλι κατρακύλαγε βουώντας προς τις Στήλες.

 

Τα ρέστα τ’ άστρα τα ετεροθαλή στο βάθος σπάραζαν.

 

VIII

Καθίσαμε κατάκοποι απ’ το πολύ περπάτημα και παραγγείλαμε δυο τσιτσιμπίρες. Κόσμος πολύς που πηγαινόρχουνταν σαν άοκνη αποικία υμενόπτερων κι εμείς ακίνητοι σ’ ένα μικρό καφέ απέναντι απ’ το Δημαρχείο. Εμείς κι οι Άλλοι, το φαντάζεσαι;

 

Πήρα το ιδρωμένο μπουκάλι και σε κέρασα. Άφησα το χέρι μου λιγάκι παραπάνω αναπαμένο στο ποτήρι, ν’ απαντηθεί με το δικό σου καθώς έπαιρνες να πιεις. Μου χαμογέλασες. Σ’ έκαψε λίγο η πιπερόριζα.

 

Είναι τα λάφυρ’ από τη ζωή μας πενιχρά.

 

IX

Κάθε πρωί ξυπνώ με τα κρωξίματα των γλάρων τα κρεμάμεν’ αρμαθιές απ’ το μικρό φεγγίτη. Κατόπιν και τσιτώνοντας τ’ αυτιά μου κατορθώνω να διακρίνω ανάμεσα στα λόγια τους, πότε χαρούμενα και πότε θλιμμένα, ένα “έλα” να επαναλαμβάνεται κι ευθύς ανθίζουν πάνω στην καρδιά μου χιλιάδες πολύχρωμα, σουβλερά τριαντάφυλλα.

 

X

Πόσο αμάραντες κι ανάλεκτες οι Πέμπτες του Αυγούστου!

 

Εγώ σαν οριζόντιο ταύ κι εσύ σαν άπειρο ορθό ή σαν οχτάρι μοναχά με τα βαφτιστικά σου ρούχα και με μια πλημμυρίδα φως φορώντας σα βροχή κρησαρισμένη απ’ τους ευκάλυπτους.

 

Όλα πρέπει τώρα γ ρ ή γ ο ρ α να γίνουν.

 

Γρήγορα, προτού Κείνοι γυρίσουν κι η αποδέλοιπη βδομάδα καταπιεί το μόλις όνειρο.

 

XV

Και ιδού σκαρφαλωμένο στην κορφή του χαμηλού λοφίσκου το Γαρδίκι, μάχονταν να παραβγεί του χρόνου ακόμα με ρομφαίες και σάρισες. Εκείνος πάλι, κατάτι προσαρμοστικότερος, κουβάλουνε στις πλάτες του τ’ απομεσήμερο πάνω σε καναδέζες. Από κάπου πέρ’ ακούγονταν οι ξανθωποί απόγονοι κάποιων Βαράγγων, να βλαστημάνε στα κορφιάτικα.

 

Πιο δω, ανάμεσα στους ρημαγμένους πύργους και τα μπεντένια που ακόμη κάπνιζαν, δακρύζανε κάτι Παλαιολόγοι.

 

 

 

XVI

Κι εκεί βρισκόμουνα κάτ’ απ’ το σούρουπο με δίπλα μου το ενετικό κουφάρι, να φτύνει κουτσοδόντικο στο Κάπο Σίδερο τ’ απομεινάρια του.

 

Απέναντι το διάπυρο κουβάρι του ήλιου όλο μπατάριζε και πλάι του το Άφθαρτο του Παρμενίδη βαθμιαία ν’ απεκδύεται το κοσμικό κουκούλι του, μια φλούδα τη φορά επ’ άπειρον. Ο αέρας γύρω μου ο αρτιγενής ανέδιδε κάτι από νέσπολες κι ουρανοσύνη.

 

XVIII

Βαρύς από του κόσμου τ’ ανισόπεδο έσγουψα κάτω από το πετραχήλι του Άστρου κι εξομολογήθηκα. Έμεινα στο νερό όσο που εγρούβιανα κι ύστερα πάλε διάφανος – σχεδόν λ ε υ κ ό ς – προσάραξα στον πόντε. Έσταζ’ από πάνω μου όλ’ η σοφία γδυτή και μπήγονταν ανάμεσα στις πέτρες ώσπου στέγνωνε, αφήνοντας βαθιά, ανέσπερα βουλιάγματα. Μια καβουρομάνα με ζύγιαζε, πότε μπαίνοντας και πότε βγαίνοντας στη Μαύρη Τρύπα, ασίγουρη.

 

Ξάφνου μου κάστηκε πως πρόβαλε μες απ’ το πούσι ωσεί κατάφορτο γκαζάδικο ή τάνκερ χαλκοφορεμένο το τοκάδο τέμενος του Ηράκλειτου, κατά πάνω μου ερχόμενο με τα όσα. Έπειτα τίποτα. Μονάχα ένα χωρίο απ’ την Ορέστεια, κι ετούτο ανάστροφο:

 

Π σ α ν νομίζετ’ ετυχεν, πρν ν θάν.

 

XXI

Τι νά’ ναι αυτό που σείει μετά τις τρεις τα παντζούρια και τους πολυελαίους;

 

Να’ ναι κάποιου σιδηρού πετούμενου το πέρασμα ή σάμπως νά’ ν’ εκείνος ο λαγωνικός, ο επάρατος, ο συνομήλικος του ανέμου που αλύπητα σφουράει μες απ’ τα διχαλωτά παράθυρα;

 

Τι τάχα να’ ν’ εκείνο που φεγγρίζει ξημερώματα της Παναγιάς μες στις μολόχες τα δάχτυλ’ ανατρέποντας; Τί κείνο που μας μέμφεται στα κρίνα κορδωμένο; Τι μας ορέγεται πασπατευτά μεσ’ απ’ τα φινιστρίνια του ύπνου;

 

Να’ ν’ οι βαγιοφόροι Αυλητές; Νά’ ναι τ’αρούκατο ασκέρι του Διονύσου; Ή μήπως νά’ ναι κείνο το σερνάμενο, τ’ ακατανόμαστο, το κερασφόρο κτήνος, κείνο που γκώνεται το καταπέτασμα, το με τις μυριάδες απολήξεις;

 

Όχι, μόνον δειλοί πρωτάρηδες λυγίζουν και δαγκάνουνε τη νύχτ’ από τ’ αυτί. Τίποτε για τους άλλους πιο απατηλό απ’ το κενό που φως καμώνεται. Τίποτε για τους άλλους πιο ιερό από το φως που συστρεφόμενο επιστρέφει στο σκοτάδι.

 

 

Ο Νίκος Κωσταγιόλας γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών όπου απασχολείται και σήμερα ως υποψήφιος διδάκτορας στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης και Υπολογιστικής Όρασης καθώς και κάτοχος MSc in Data Science από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του συλλογή, με τίτλο “Παν ο μέγας χρη αποθνήσκειν” κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο από τις εκδόσεις “Φιλύρα”. Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί ηλεκτρονικά σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.