You are currently viewing Νίκος Παπάνας: Ελένη Παπανδρέου, «Επτά και μισή λύπη» (Εκδόσεις Ιωλκός, 2022)

Νίκος Παπάνας: Ελένη Παπανδρέου, «Επτά και μισή λύπη» (Εκδόσεις Ιωλκός, 2022)

Χορός των χαμένων στιγμών

 

            Με την κοινοτοπία θα ξεκινήσω ότι ο Baudelaire είναι ο πρώτος σύγχρονος ποιητής: μετέφερε το λυρισμό από τα λιβάδια στο τοπίο του μεγάλου αστικού κέντρου και μας έδειξε τα πάθη αλλά και την ανία των νέων συνθηκών ζωής. Αυτή είναι η ατμόσφαιρα στην τρίτη ποιητική συλλογή της Ελένης Παπανδρέου, που τιτλοφορείται «Επτά και μισή λύπη» (Εκδόσεις Ιωλκός, 2022). Περιλαμβάνει 60 ποιήματα, με τα οποία σταχυολογούνται καθημερινές στιγμές και φευγαλέες εικόνες της πόλης από τις 6 το πρωί μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Τα ποιήματα διαθέτουν ενότητα και μπορούν να διαβαστούν ως επιμέρους κινήσεις μιας μεγάλης ποιητικής σύνθεσης. Για το λόγο αυτόν είναι άτιτλα και δεν υπάρχει κατάλογος περιεχομένων.

            Η ενότητα εξασφαλίζεται από τη χρήση ορισμένων μοτίβων που επαναλαμβάνονται. Μπορούμε να διακρίνουμε (κι ας μου επιτραπεί η σχηματοποίηση) μια ομάδα μοτίβων απαισιοδοξίας και μιαν άλλη αισιοδοξίας. Από τ’ απαισιόδοξα το πρώτο είναι ο χρόνος: εκφράζεται ως χρόνος, ρολόι, ώρες, στιγμές. Μας συναντά ο «χορός των χαμένων στιγμών», η «οδύνη των νεκρών λεπτών». Στις οξύτερες περιγραφές του, ο χρόνος κυλά «στην κοίτη της θλίψης» και οι «δείχτες του ρολογιού» ορίζουν το φόβο. Έτσι, οδηγούμαστε στο δεύτερο μοτίβο, εκείνο της θλίψης, της λύπης (όπως μαρτυρεί και ο τίτλος): «η λύπη της στιγμής», «μια λύπη μυστική», «λυπημένη Κυριακή», «ανθίζει μόνο η λύπη», «η θλίψη περπατά στα μάτια του». Η θλίψη σάμπως πηγάζει από το κενό της ζωής μας (τρίτο μοτίβο): «άδειες τσάντες», «θέσεις άδειες», «άδειο σκαλοπάτι», «κενό το απόλυτο», «ένα τίποτα αναπνέει την ώρα», «επιβάτες δεμένους/για το πουθενά». Συναφές είναι και το τέταρτο μοτίβο (κατεξοχήν Μπωντλαιρικό), η μονοτονία, η ανία: «ασκήσεις ανίας» η καθημερινότητα, «πολύ κακό για το τίποτα/η ζωή μας». Με αυτή, λοιπόν, τη διάθεση, ο θάνατος σ’ ένα ποίημα καταλήγει ν’ αποτελεί ενδιαφέρον θέμα συζήτησης και να δίνει νόημα στη ζωή μας ─ εδώ μοιραία θα θυμηθούμε τον Καρυωτάκη. Επόμενο μοτίβο είναι ο τρόμος της πολυκοσμίας, το χάος του πλήθους, που τείνει να μας συντρίψει: «ασφυξία του πλήθους», «το βουβό χάος/μιας πόλης που στενάζει». «Πατρίδα και πόρνη/η πόλη αυτή/δίνεται σε όλους και σε κανέναν».

            Όμως, η Ελένη Παπανδρέου ─ το ξέρουμε από τις προηγούμενες συλλογές ─ δεν είναι απαισιόδοξη ποιήτρια. Όσο κι αν φυσούν οι βοριάδες, στο τέλος μάς υποδέχεται μ’ έν’ άσβηστο λυχνάρι αισιοδοξίας. Έτσι, και σε αυτήν τη συλλογή απαντούμε μοτίβα αισιοδοξίας, τα οποία ισορροπούν με τα προηγούμενα. Τέτοιο είναι το φως, που εκφράζει την ευφροσύνη και τη χαρά της ζωής, ήδη από το πρώτο ποίημα: «και το φως στις γρίλιες/οι φυλλωσιές από τα νησιά μας». Το φως συνδέεται με τη λύτρωση («γεύομαι την αρχή/στο φως μιας άλλης μέρας») και με τον έρωτα: «φως και νερό/και ύστερα πάλι φως./Ήσουν εσύ». Ανάλογα μοτίβα είναι η νοσταλγία της ευτυχίας, η αναζήτηση της σιωπής («Να θέλω/και να μην μπορώ/να γίνω σιωπή»), η θάλασσα και το χαμόγελο: «μέχρι το στρογγυλό χαμόγελο/των απλωμένων χεριών σου». Κεντρικό μοτίβο είναι ο έρωτας: «Απόψε/θα συναντήσω την πλάση/στη σχισμή των αρωμάτων σου/και όλα της τα πλάσματα/στο μυστικό θρόισμα της πνοής σου». Ο έρωτας απελευθερώνει, παρηγορεί, φωτίζει, στηρίζει: «μα είχαμε στα χείλη/το άρωμα των ημερών/που είχαν γεννηθεί μόνο για εμάς.» Σημαντικό μοτίβο είναι και η αρχετυπική παιδική αθωότητα:

Ένα κορίτσι

κρατά στα χέρια του

την τάξη του κόσμου.

Μας καλεί

να πάμε λίγο πιο μπροστά.

            Ο λόγος της Ελένης Παπανδρέου είναι φαινομενικά απλός. Χρησιμοποιούνται λέξεις καθημερινές, άλλοτε για την αφήγηση («Μπαίνω γυμνός στο δωμάτιο./Κανείς δε με κοιτάει./Η κουρτίνα των ρούχων») κι άλλοτε για την περιγραφή («Στη μέση της πλατείας/ένα χελιδόνι ξυπνά»). Ακόμα και η στίξη είναι ─ σχετικά ─ περιορισμένη, π.χ. δίχως πολλά κόμματα. Ωστόσο, η ματιά δεν είναι νατουραλιστική. Με μεγάλη μαεστρία, η ποιήτρια δίνει στην περιγραφή και στην αφήγηση κοσμικές διαστάσεις και μας να αφήνει να γευθούμε το συναισθηματικό απόσταγμα των πραγμάτων. Ας δούμε, για παράδειγμα, ολόκληρο το ποίημα στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως:

Στη μέση της πλατείας

ένα χελιδόνι ξυπνά.

Στα φτερά του κάκτοι στρογγυλοί σαν βράχοι

και ποτάμια της Σαχάρας.

Θα μπορούσε να είναι καλοκαίρι.

 

Κλείνει τα μάτια.

Ακόμα έχει καιρό

να γίνει σύννεφο.

 

            Ή το ποίημα στη σελίδα 14:

Μια γυναίκα άλλαξε πεζοδρόμιο.

Ήταν σκεπτική.

Φυσούσε άνεμος δυτικός.

Ο δρόμος μύριζε πορτοκάλια

που γλιστρούσαν από ένα σάκο ανοιχτό.

Υπήρχε μια θλίψη

στον τρόπο που έσερνε τα λεπτά

σαν να μην ήταν δικά της

αλλά μιας σκέψης

που ανήκε σε κάποιον άλλο

και κυλούσε ανάμεσά μας

αφήνοντας πίσω

άδειες τσάντες.

 

            Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ακόλουθο ποίημα:

Δεν έχω τίποτα να δώσω.

Μονάχα λύπη

που δεν μπορώ να σώσω αυτήν τη μέρα.

Να ελαφρύνω την ψυχή μου

ν’ ανοίξω το παράθυρο

να γίνουμε ένας χαρταετός

που συλλέγει ιστορίες

κι έχει μια πατρίδα.

Τον εαυτό του.

 

            Η λύπη αντιμετωπίζεται μ’ ένα λυτρωτικό πέταγμα, με μια σωτήρια καταφυγή στην εξιστόρηση. Άλλωστε, «πρέπει/έστω και με σπασμένα φτερά/να πετάω», μας έχει εξομολογηθεί ο Μίλτος Σαχτούρης. Αυτός είναι ο ρόλος, αυτή είναι η μαγεία της ποίησης. ακόμη κι αν τα φτερά μάς εμποδίζουν να βαδίζουμε στην καθημερινότητα, για να θυμηθούμε ─ και πάλι! ─ τον Baudelaire. Κι όπως διαβάζουμε εδώ, ο προορισμός είναι η πατρίδα μας. Με άλλα λόγια, είναι η ουσιαστική αυτογνωσία μας; Η ποίηση; Ή και τα δύο;

            Τελικά, η νέα συλλογή της Παπανδρέου μεταμορφώνει τη μοναξιά μέσα στο πλήθος, την αγωνία της σύγχρονης ζωής και το κενό της καθημερινότητας σ’ έναν ιδιότυπο «χορό χαμένων στιγμών», ανακουφίζοντάς μας με την παρήγορη δροσιά μιας κρυφής αισιοδοξίας.

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.