Οι «ΩΡΕΣ» είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ελένης Παπανδρέου. Όπως είναι φανερό από τον τίτλο, ο χρόνος απασχολεί ιδιαίτερα την ποιήτρια σε αυτήν τη συλλογή. Πράγματι, θα βρούμε επανειλημμένες αναφορές στις μονάδες του χρόνου: ώρες, μήνες, λεπτά, χρόνια κλπ. Επίσης, αφθονούν τα χρονικά επιρρήματα (εχθές, σήμερα κλπ) και οι χρονικοί σύνδεσμοι (όταν, πριν κλπ). Μάλλον με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ως δηλωτικά της ροής του χρόνου, λειτουργούν τα ουσιαστικά (βήματα, ταξίδι, σκάλες, σκαλοπάτια) και τα ρήματα (έτρεχε, ταξίδευε, θα διαβείς) που εικονοποιούν ακριβώς το πέρασμα του χρόνου.
Στο βιβλίο αυτό, ένας άντρας γύρω στα 60 βρίσκεται σ’ ένα άδειο δωμάτιο νοσοκομείου και περιμένει να βγει ο γιος του απ’ το χειρουργείο. Καθώς περιμένει, οι σκέψεις του τρέχουν (βήματα του χρόνου προς τα εμπρός). Όμως, περιμένοντας συζητά σε έξι ποιητικές ενότητες με τη σύζυγό του και αναπολεί τα περασμένα ευτυχισμένα χρόνια τους (ροή του χρόνου προς τα πίσω). Η αναπόληση του παρελθόντος ξετυλίγεται και πάλι προοπτικά: ο πατέρας μετρά τα καλοκαίρια από τη γνωριμία τους (πρώτο) μέχρι το 28ο. Η πολυπλοκότητα αυξάνεται από το γεγονός ότι σε πέντε ποιητικές ενότητες δίνεται ο λόγος στη μητέρα, η οποία αναφέρεται στις εμπειρίες της γέννησης και της μητρότητας, αλλά κυρίως στην παντοδυναμία του χρόνου και στη μοναξιά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κατά τη γνώμη μου, το θέμα του χρόνου βοηθά και στη δημιουργία πλοκής. Η τελευταία, με τη σειρά της, λειτουργεί τιθασεύοντας, κατά κάποιο τρόπο, την ορμή του λυρισμού. Στο σημείο αυτό θέλω να εξάρω μιαν από τις επιτυχίες του βιβλίου: την αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στο λυρισμό και στη δραματικότητα.
Ωστόσο, η Ελένη Παπανδρέου επιτυγχάνει δύο ακόμη αρμονικές εξισορροπήσεις. Η πρώτη αφορά στην αρμονική συνύπαρξη του ρεαλισμού και του ονείρου. Η δεύτερη αφορά στη συνύπαρξη αντρικής και γυναικείας ευαισθησίας με τις ενότητες πατέρα και μητέρας. Η συνύπαρξη των προσώπων γίνεται στο θεατρικό σκηνικό του νοσοκομείου, το οποίο είναι όμως μισό ρεαλιστικό και μισό ποτισμένο στο λυκαυγές της ονειρικής αναπόλησης.
Στις «ΩΡΕΣ» αναπτύσσονται τα δίπολα λυρισμός και δραματικότητα, ρεαλισμός και όνειρο, πατέρας και μητέρα, ζωή και θάνατος, φως και σκοτάδι, καλοκαίρι και χειμώνας. Και υπάρχει μια σημαντική ανατροπή. Στη μέση του βιβλίου μαθαίνουμε ότι η μητέρα έχει πεθάνει: το 28ο καλοκαίρι ήταν ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Κι έτσι η μητέρα μετατρέπεται, θαρρείς, σ’ ένα υπερβατικό alter ego του πατέρα, επιτρέποντάς του να επικοινωνήσει με άλλες πτυχές του εαυτού του.
Παρά την πολυπλοκότητα που αναφέρθηκε, ο λόγος εκφέρεται με εντυπωσιακή απλότητα. Με αυτόν τον απλό λόγο φιλοτεχνείται και ο λυρισμός: «Αν ήταν η μέρα τούτη ένα καλοκαίρι. /Αν γλυκό και ξανθό πρωινό, /ξαπλωμένο στον ώμο ενός παλιού ναυτικού, /χαιρετούσε μια θάλασσα χρυσή…»
Τελικά πάντα οι ώρες περνούν. Ο γιος χειρουργήθηκε, κινδύνεψε, δεν είναι βέβαιο αν έζησε. Ο πατέρας ελπίζει ότι η μητέρα θα βοηθήσει το γιο και σε αυτόν τον κόσμο και στον άλλον. Κάθε φορά ο αναγνώστης μπορεί να αναρωτηθεί για αυτό. Και κάθε φορά να ανακαλύψει νέους στίχους που θα τον γοητεύσουν, χωρίς να διαλύσουν την αμφιβολία για το εύθραυστο της ύπαρξής μας: «Έτσι είναι οι ώρες μας, μετέωρες κι αμφίβολες, / μοναχικές, όμως γεμάτες»