ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ
Kαι μένεις μόνος μ’ όλο σου τον πλούτο ποδοπατημένο,
μόνος μπρος στο μαγνητικό ανοιγμένο στόμιο του αδειανού πια
χρηματοκιβώτιου,
μόνος μπρος στην ακάλυπτη τρύπα του χάους,
με τόνα χέρι σου μισοσηκωμένο
σε μισοτελειωμένη στάση θεατρικής γενναιοδωρίας,
σαν άγαλμα ήρωα που ο ηρωισμός του
αποδείχτηκε απατηλός μετά θάνατον (Γ. Ρίτσος, η γέφυρα)
Μια φωτογραφία και μάλιστα παιδική, είναι πάντα μια επικίνδυνη τρύπα στο χρόνο. Χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλα το σκληρό χαρτί και πηγαίνει πίσω, όλο και πιο πίσω. Στα πρώτα σχολικά χρόνια ας πούμε. Τότε που με πείσμα, και θέληση είχε ριχτεί με αφοσίωση στη μελέτη. Φυσική και Μαθηματικά κυρίως, που τα ερωτεύτηκε νωρίς και παθιάστηκε μαζί τους. Στην έκτη δημοτικού η φωτογραφία με καμάρι, που δεν κρύβεται. Αλλά και στα κατοπινά χρόνια της σχολικής ζωής, μόνιμος παραστάτης δίπλα στη σημαία. Ούτε μια φορά δεν έλλειψε.
Στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα ίδια η πρόοδός του κι απαράλλαχτη. Άριστα στο πτυχίο, άριστα στο μεταπτυχιακό με σταθερό δικό του παραστάτη δίπλα το αγαπημένο του σαξόφωνο, που από παιδί το λάτρεψε, που το σπούδασε κι αυτό με πάθος, που ο ήχος του, ο γλυκός κι οξύς, έγινε από τότε μόνιμος σύντροφός του, υπερασπιστής της κάθε νεανικής επιτυχίας, αγαπημένη εσπερινή προέκταση του χεριού του.
Κι όλη αυτή η σπουδή κι η μελέτη, όχι γιατί οραματιζόταν καριέρες ή εύκολο γιάπικο χρήμα, το ήξερε καλά, αλλά γιατί πίστεψε ή έμαθε από παιδί πως με τούτη τη στάση τιμούσε τον ίδιο και τον τόπο του, φέρελπις νέος επιστήμονας, ή μπορεί πάλι γιατί αγάπησε τα ακρωτηριασμένα του μάρμαρα κι εκείνες τις καφετιές ταμπέλες, που δείχναν αρχαία νεκροταφεία. Είχε, είναι αλήθεια, μια εμμονή με τους προγόνους. Έλεγε πως θα ησύχαζαν κάπως, θα καταλάγιαζε η αντάρα τους, αν τον έβλεπαν να πασχίζει να ξαναστήσει όρθιες τις μισογκρεμισμένες κολόνες των παλιών ναών, οι πρόγονοι που βγαίναν απ’ τις σελίδες της ιστορίας και ζωντάνευαν τις νύχτες στο ταβάνι του μυαλού του. Κι ακόμα λογάριαζε πως στις τόσες ανάγκες τούτου του τόπου, στα ερείπια και τη σκόνη που φόρτωσαν οι αιώνες το κορμί του, θα ερχόταν εκείνος κι η γενιά του μαζί κάτι νέο να ξαναχτίσουν.
Μια αρμαθιά αναμνήσεις, μπλεγμένες με την αρμαθιά των κλειδιών του όλα αυτά, τον αναστατώνουν κάθε φορά που ξεκλειδώνει την πόρτα του διαμερίσματος, δεν τον αφήνουν να ησυχάσει στους αχανείς κι υγρούς δρόμους του Λονδίνου, που ζει κι εργάζεται τα τελευταία δυο χρόνια ακατάπαυστα, προσφέροντας –με το αζημίωτο φυσικά- τις πολύτιμες γνώσεις που κουβαλά στις αποσκευές του…
Βραδιάζει νωρίς στο Λονδίνο. Λες και κουράζεται ακόμα κι ο ήλιος απ’ το ατέλειωτο πηγαινέλα των ανθρώπων. Ξεχνιέται εκείνος τα βράδια χαζεύοντας την παιδική φωτογραφία με τον εαυτό του να παρελαύνει καμαρωτός και περήφανος, πριν την καταχωνιάσει γρήγορα ξανά στο συρτάρι. Πιάνει μετά να αναρωτιέται για πατρίδες εξορίες, στόχους κι όνειρα αλλά περισσότερο γιατί τούτη η πατρίδα, που μόνο στο μυαλό και στην καρδιά του, όπως φαίνεται, υπήρξε δεν φύλαξε μετά τις παρελάσεις και τα εμβατήρια λίγο χώρο και γι’ αυτόν ν’ ακουμπήσει τη σημαία του, ένα τετραγωνικό οικόπεδο να χτίσει το δώμα του.Ύστερα πέφτει στο κρεβάτι, σκεπάζεται με τη θάλασσα του νησιού του να μην ξεπαγιάζει κι όταν ξυπνά, λίγο πριν το ξημέρωμα, σηκώνεται, βγάζει απ’ τη θήκη το σαξόφωνό του και παίζει σιγανά δυο τρία μπλουζ. Μελαγχολικά και μακρόσυρτα.
Ο Νίκος Προσκεφαλάς είναι φιλόλογος. Εργάζεται εδώ και δεκαοχτώ χρόνια ως μάχιμος εκπαιδευτικός σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Έχει παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια δημιουργικής γραφής, αγαπά τη λογοτεχνία και ασχολείται ερασιτεχνικά με το διήγημα, την ποίηση και την κριτική λογοτεχνίας. Κάποιες συγγραφικές του απόπειρες, εκπαιδευτικοί προβληματισμοί και κριτικές λογοτεχνίας έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοπους (artinews, frear, fractal, culturebook, alfavita)”.