Τους είδα με την άκρη του ματιού, ανεβαίνοντας με τη μηχανή στην καθημερινή διαδρομή για το βουνό και το βλέμμα μου παγιδεύτηκε ακαριαία. Στην πραγματικότητα ήταν ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα που με σταμάτησε. Και το σήμα από το κινητό μου που παραδόξως εξαφανίστηκε. Κρύφτηκα σε μια άκρη πίσω από τις φυλλωσιές, έβγαλα το κράνος και τους παρατηρούσα σιωπηλά. Με κρατούσε εκεί καρφωμένο, αιχμαλωτισμένο μια ανατριχίλα παράξενη.
Κάθονταν ανάμεσα στα δέντρα σε ένα μικρό καφέ. Εκείνος της μιλούσε με σκυμμένο κεφάλι και χέρια που τρέμαν ελαφρά. Έμοιαζε να ψάχνει λέξεις για να ντύσει τις ανάσες του. Εκείνη πάλευε εμμονικά να βρει τα μάτια του, γιατί μόνο έτσι του έλεγε μπορούσε. Και μέσα σ’ αυτόν τον αλλόκοτο παροξυσμό της καρδιάς τους, που οι δονήσεις του έφταναν ως εμένα για να ταράξουν την ησυχία μου, ανάμεσα στον ψίθυρο των φύλλων, που κι αυτά ριγούσαν μπροστά στη στιγμή, του έπιασε το χέρι, έσκυψε πλάι του, τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Κι έπειτα ακούμπησε την παλάμη της για λίγο στην καρδιά του, να κρατήσει μάλλον τους παλμούς της, να μην δραπετεύσουν. Έγινε τότε εκείνος μια κόκκινη κατακόκκινη λάμψη, μια στήλη από φωτιά, μια φλόγα από πάνω ως κάτω κι απότομα χάθηκε, αναλήφθηκε στα σύννεφα σαν οπτασία ουράνια. Έτσι, χωρίς προειδοποίηση καμιά, χωρίς άλλη αιτία φανερή, με το φιλί του κοριτσιού και μόνο, που πέταξε έπειτα κι εκείνο αστραπιαία, περιστέρι ανάλαφρο μπροστά από τα μάτια μου, πριν καν προλάβω να το δω.
Έμεινα αποσβολωμένος για λίγο. Άλαλος. Μου φάνηκε πως ήταν μια οφθαλμαπάτη όλο αυτό, πως με γελούν η φαντασία και τα μάτια μου, τέτοια μυστήρια πράγματα ποτέ δεν συμβαίνουν. Στη σκέψη μας μονάχα πού και πού, ή στο όνειρο. Αλλά αν δεν ήταν, αν δεν ήταν λέω ψέμα, θάμα τέτοιο- το ομολογώ- δεν έχω ματαδεί στην άχαρη κι ανώφελη ζωή μου. Μάρτυς μου ο ουρανός.