Η ΔΕΚΑΤΗ
Tο σκοτάδι έπεφτε αθόρυβα, αλλοχρώματη σκέψη θαρρείς. Πλάτη στο παράθυρο ούτε κατάλαβα πότε ξανάνοιξαν οι κλειστές κουίντες των οριζόντων. Ένα άγνωστου χρώματος φως, λείο σαν δώρο, ζεστό σαν φιλική επίσκεψη, μα ταυτόχρονα παράξενο σαν επελαύνων διάττοντας, εισέβαλε στο χώρο μου. Αποχρώσεις πρωτόγνωρες. Χωρίς διαμεσολάβηση ήχου άκουσα τον εαυτό μου σε μια προσπάθεια ταλαντούμενης ερώτησης στον αέρα. «Ποιοι είστε, τι θέλετε;». Το άηχο φως, μιμούμενο απόλυτα τη φωνή μου, απάντησε.
«Έζησες καλά ως εδώ, τώρα πρέπει να πληρώσεις. Όλοι πληρώνουν κάποτε».
«Μα δεν οφείλω τίποτα σε κανένα», έκανα λίγο αυθάδικα με την εμπιστοσύνη του ευτυχισμένου.
«Οφείλεις. Κρίμα να μην το ξέρεις. Σε περιμέναμε σοφότερο για τα τερτίπια της ζήσης. Θα το υποστείς ούτως ή άλλως».
«Δεν οφείλω. Χάνετε τα λόγια σας. Είμαι ελεύθερος και αυτεξούσιος», ξανάκανα εριστικά.
«Ηρέμησε. Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι η δεκάτη. Πέρασες καλά τη μισή ζωή σου. Πάλεψες, χάρηκες, αγάπησες και σ’ αγάπησαν, φτιάχτηκες. Τώρα θα πληρώσεις. Δε ζητάμε πολλά. Μόνο τη δεκάτη».
«Ποια δεκάτη, επιτέλους; Δεν σας καταλαβαίνω», έσκουξα.
«Τη δεκάτη της ευτυχίας σου. Του λοιπού θα μας βλέπεις τακτικά. Όσο μεγαλώνεις θα πληρώνεις. Θάνατοι, όλο και περισσότεροι θα ‘ρθουν κοντά σου, αναποδιές, απώλεια φίλων, παιγνίδια υγείας σε σένα και στην άτρωτη μικροσφαίρα σου, κοινωνικές αρρυθμίες που σε ορίζουν, θα σε περιζώσουν και θα σε χαράξουν. Να είσαι ευτυχής με τη δεκάτη. Άλλοι τα χάνουν όλα. Ίσως και συ. Το μέλλον άδηλο».
Έμοιαζε με αδόκητο Δελφικό Χρησμό, με αναπόδραστη καταδίκη Κασσάνδρας. Ένιωσα τη ράχη μου να ιδρώνει.
Ύστερα οι κουίντες έκλεισαν, αθόρυβα πάλι, το παράξενο φως εξαφανίστηκε και το χώρο γιόμισε σιωπή αδιατάρακτη. Ένα μηχάνημα μόνον που αναβόσβηνε, διέκοπτε το βαρύ μαύρο και ύστερα έσβησε κι αυτό.
Τώρα ένα ολόγραμμα επιγραφής με δικό του φως, έγραφε στον αέρα. «ΤΕΛΟΣ ΕΠΑΦΗΣ». Ακολούθησε οδυνηρή σιγή, μακρόχρονη. Η σιγή των συντελουμένων.