O άνθρωπος έρχεται στη γη με την τελεολογία ενός τοκετού και φεύγει με την αναπότρεπτη έλευση του θανάτου, σαν κάποιος να τον φυσάει και να ξεκολλάει από την ύλη, έκπτωτος θεός, για να ταξιδέψει στα θλιβερά και απέλπιδα Σύμπαντα. Το βιβλίο «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν» της Χλόης Κουτσουμπέλη, διακεκριμένης ποιήτριας και πεζογράφου διαπραγματεύεται αυτό τούτο το μυστήριο του θανάτου με την ανάσα της κόλασης, σε συνδυασμό με τις σχέσεις των ανθρώπων. Είναι μια διατμητική ματιά στη ζωή και στην πένθιμη περιπέτεια της ψυχής στους λειμώνες του επέκεινα. Η δυστοπία, το παράλογο, ο συμβολισμός και η αλληγορία δίνουν το στίγμα τους από τις πρώτες σελίδες του συναρπαστικού και ιδιαίτερου αυτού μυθιστορήματος, που το διατρέχει η Ποίηση.
Ο κεντρικός ήρωας της Χ.Κ, Στέφαν Χήροου, αποτυχημένος δικηγόρος, μετά από ένα παρ’ ολίγο θανατηφόρο ατύχημα, που σταματά τον προσωπικό του χρόνο, συναντά τον κ. Κλάιν, που τον προσλαμβάνει να εργασθεί ως θυρωρός και επιστάτης για 40 μέρες, στην ιδιόκτητη πολυκατοικία του. Αμοιβή 100 χρυσές λίρες, ένα ποσό σεβαστό. O Πύργος του Στέφαν είναι μια παράξενη πενταόροφη οικοδομή, με τους ενοίκους της, που στιγμιαία στην αρχή εμφανίζεται οραματικά σαν φάλαινα, με τρεμάμενα μπαλκόνια, μια πρόδρομη απειλή. Ο εργοδότης κ. Γκάμπριελ Κλάιν του γνωρίζει τους ενοίκους της πολυκατοικίας, σε αλλεπάλληλες κοινές επισκέψεις τους στα διαμερίσματα των πέντε ορόφων και ο Στέφαν τους βρίσκει όλους παράξενους και αφύσικους. Από την αρχική συνάφεια μαζί τους, όμως, αρχίζουν να ξετυλίγονται ανάκατα κουβάρια ιστοριών που αφορούν και τον ίδιο. Οι ένοικοι ζουν βυθισμένοι σε αφανείς αναγκαιότητες, υποταγμένοι σε ένα δύστηνο βίο και κινούνται σαν υπνωτισμένοι. Ο Στέφαν δρα δαιμονισμένος, λες, άγγελος του θανάτου (που ίσως εκπροσωπεί ο κύριος Κλάιν), όταν ανακαλύπτει πως υπηρετεί παράξενους ενοίκους, που μόνο άγνωστοι δεν του είναι. Είναι αρχετυπικές Personas κατά C.G. Jung, πολύπλευρες και απρόβλεπτες, σφιχτά δεμένες μαζί του με δυσμενή γεγονότα.
Ο εργοδότης κ. Κλάιν εντέλει τον επιστάτη Στέφαν να μεριμνά για κάθε βλάβη στην ιδιοκτησία του, πριν γίνει ανεπανόρθωτη, δηλαδή ανήκεστη. Μα ενώ φαίνεται να αναφέρεται στα υδραυλικά και συναφείς εγκαταστάσεις η ρήση αφορά τη ζωή των ανθρώπων και τις οριστικές παρεκτροπές της. Και δω επανατίθενται τα άλυτα προβλήματα της ζήσης, η ελευθερία και τα όρια του ατόμου, το έννομο και το παράνομο, οι κοινωνικές εντολές, η ασυδοσία και ποιος την ορίζει, οι θρησκείες,οι κοινωνίες ή τα άτομα;
«Όπου συναντώ στράτες χαραγμένες, χάνω το δρόμο μου. Μόνο τη θάλασσα και το γαλανό ουρανό δεν έχουν ακόμα χαράξει», ψάλει ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ για τους περιορισμούς της ζωής[1]. Έτσι η ζωή του Στέφαν, κάποιων ενοίκων της πολυκατοικίας, αλλά και πλήθους ανθρώπων, δεν ακολουθεί τους συνήθεις δρόμους. Η καθημερινή ζωή, μα και η λογοτεχνία συχνά, είναι γεμάτες από κοινωνικά εξεγερμένους ανθρώπους ενάντια στις συμβάσεις, καταραμένους ποιητές, ηδονοθήρες και διαφορετικούς κάθε είδους. Οι κόσμοι τους είναι έγχρωμοι και γοητευτικοί, γεμάτοι εθιστικές ουσίες, μοιραίες έξεις, δύστροπους έρωτες, βίαιες συμπεριφορές, κίνδυνο, παραβατικότητα και έγκλημα ενίοτε, σαν της κακόφημης Παλιάς Πόλης στο βιβλίο, όπου διέτριψαν σχεδόν όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας και ο ίδιος ο Στέφαν. Πρόκειται για μια ζώνη ηδονών χωρίς κανόνες και ηθικές αρχές. Η ζωή εδώμοιάζει μεθυστική, ένας ψεύτικος Παράδεισος φρενίτιδας και διονυσιασμού για γλεντοκόπους, που ψάλλουν ρίμες άγλωττες, χώρος όπου όλα επιτρέπονται,χωρίς όρια και συναίσθηση. Μια νησίδα αχαλίνωτης ατομικής ευδαιμονίας, ατόμων που θα προτιμούσαν ακόμα και το θάνατό τους, παρά τη ζήση σε κοινωνίες σύμβασης. Παράλληλα η μοίρα και η συγκυρία παίζουν τα δικά τους παιγνίδια και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Ποιος οδηγεί τελικά όλο αυτό το αδυσώπητο χάος;
Το πιο συνταρακτικό στοιχείο στο βιβλίο, όπως και στην πραγματικότητα, είναι η απώλεια, ο ίδιος ο Θάνατος. Σε οάσεις και ερήμους, σε παγωμένα βουνά, σε στοές και σε βράχια οι άνθρωποι καλούν από καταβολής κόσμου τους προσφάτως μεταστάντες, με μαγγανείες, θυσίες και οιμωγές, να μη φύγουν από κοντά τους ή να επιστρέψουν στο άχρονο κάποτε. Κάθε θρησκεία έχει τη δική της προσέγγιση για το επέκεινα, που συνδιαμορφώνεται με άλλες δοξασίες, εγχάρακτες πια στο συλλογικό ασυνείδητο, όπως οι πρόσκαιροι τόποι για την πρόσφατη απώλεια, τα μυθικά περάσματα για τη συνάντηση με τους νεκρούς από τη Νέκυια των αρχαίων προγόνων μας, ως την Καμαλόκο[2] των σοφών Μαχάτμα και τελετουργικά όπως το Βουντού για το σεβασμό των νεκρών της Καραϊβικής, το Χριστιανικό σαρανταήμερο και η Θιβετιανή Βίβλος των νεκρών. Παντού η οδύνη οδηγεί στη δοξασία-ευχή πως οι νεκροί δεν εγκαταλείπουν αμέσως τον κόσμο, αλλά ζουν κάπου κοντά μας και ο καθένας επιχειρεί την παγίωση αυτής της κατάστασης.
Τη συγγραφέα Χλόη Κουτσουμπέλη διακρίνει έντονη φιλοσοφική διάθεση, πώς αλλιώς να διαχειριστείκανείς τα αναπάντητα της ζωής;Το πνεύμα, άλλωστε, είναι η μόνη πραγματικότητα, λέει ο Χιουμ. Η ΧΚ διεισδύει στη σφαίρα της οδύνης με καλλιτεχνική ευαισθησία, συναισθηματική φόρτιση αλλά και μαεστρία σκαπανέα.Προσπαθώντας να εξερευνήσει τα τεράστια ζητήματα της ύπαρξης ανάγεται στα αρχέγονα ερωτήματα, με τις ελλείπουσες εξηγήσεις. Κάθε τέτοιο εγχείρημα είναι μια μανιασμένη προσπάθεια του ανθρώπου, να καταλάβει τα μυστήρια της φύσης και της ζήσης,θωρώντας μόνο από τον φεγγίτη τηςπεπερασμένης ζωής, που κοιτάζει τον άπειρο χωρόχρονο. Η πλοκή του βιβλίου είναι εντυπωσιακή και συνεκτική. Η γραφή της είναι καθαρά υπερρεαλιστική ή ποιητική πρόζα, χωρίς καμιά διάθεση να λογοδοτήσει στο σαφές και στο συγκεκριμένο. Ωστόσο υποστασιώνονται καθαρά οι απόψεις της για τη ζωή και το θάνατο, όταν προτείνει την αυτογνωσία, την Αγάπη και το δέσιμο των ανθρώπων σε έναν ενεργό κοινωνικό ιστό, σαν απάντηση στον όλεθρο και το χάος.
Ο Στέφαν στέλνει 50 χρυσές λίρες στη σύζυγό του Κρίστυ, μα εκείνη αναστατώνεται για την έλλειψη επικοινωνίας τους. Η εμπλοκή του τελικά με την πολυκατοικία και τον κύριο Κλάιν, είναι κάτι απ’ το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, αιχμάλωτος λαθρεπιβάτης στο Καράβι των Κολασμένων.O Στέφαν, όταν αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του και την αδυναμία πλήρους αναστροφής των λαθών του, αποφασίζει να διαλευκάνει όλα τα μελανά σημεία της σχέσης με τους ενοίκους, ακόμα και να τους βοηθήσει στα ψυχικά τους προβλήματα, ενώ μέσα απ’ αυτή τη συνάφεια τελικά φαίνεται να εξιλεώνεται μερικά και ο ίδιος από τα άνομα πάθη του, που τον έκαναν ένα χαρακτήρα κακό, άδικο και διεφθαρμένο. Σημαντικό ρόλο για την κάθαρση και την προσδοκία ἵλεω παίζουν η ανάμνηση και οι ενοχές του για τη γλυκιά μα αδικοχαμένη αγάπη του τη Λούσυ, κάτοικο της Παλιάς Πόλης, προσωποποίηση της καλοσύνης και της αγνότητας. Κι ας είναι αργά. Μα πώς επιστρέφει κανείς στο βασίλειο της αγάπης και της χαράς ύστερα από μια επίμονη περιδιάβαση στο ανοίκειο και στο σκοτεινό;
Ακόμα και ο αναγνώστης αδημονεί να γλιτώσει από τη μέγγενη του παράλογουκόσμου στην ανάγνωση, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει πριν εκπνεύσουν αφηγηματικά οι 40 μέρες του αλλόκοτου συμβολαίου με την παράκρουση, δηλαδή ως το τέλος περίπου του βιβλίου. Εκεί η συγγραφέας δεξιοτεχνικά αναστρέφει το κλίμα, με μερική επαναφορά. Σε μια αναφορά στο επάγγελμα του Στέφαν να εισπράξει τοκογλυφικές οφειλές με μαφιόζικους εκβιασμούς, το βιβλίο θα μπορούσε να «συνομιλεί» ίσως με ταινίες σαν την εμβληματική «Πιετά» του Νοτιοκορεάτη Κιμ Κι Ντουκ ή ανάλογες, με αναφορές και στο Οιδιπόδειο. Παραπέρα η γραφή στο συγκεκριμένο βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, διεισδύει και στο χώρο του Ελληνικού Φανταστικού, που υπηρετήθηκε μερικά ή ολικά, από συγγραφείς σαν τον Α. Παπαδιαμάντη, τον Γ. Τερτσέτη,τον Φ. Κόντογλου, τον Μάκη Πανώριο και τόσους άλλους.
Η γραφή απέριττη και τριτοπρόσωπη συνδέει το φανταστικό της μυθοπλασίας με αληθινά γεγονότα στην Ιστορία των ανθρώπων, από το παρελθόν έως το σημερινό προσφυγικό ζήτημα. Τα εισαγωγικά ρητά των κεφαλαίων αποκαλύπτουν τη φιλομαθή στάση της συγγραφέως και τη μακρά διαδρομή της στη γνώση.
Όσο για το θάνατο, μου φαίνεται κοιτώντας τους φευγάτους, πως δεν υπάρχουμε πραγματικά παρά σαν κομισάριοι αστρικών μηνυμάτων (σκέψεων), που τα επιδίδουμε σε κάποια θέση του κόσμου, μέχρι να ‘ρθει η ώρα ν’ αποχωρήσουμε και μεις .Ίσως μια τελευταία ελπίδα νίκης κατά του θανάτου, είναι να τον θεωρήσουμε μια βιολογική ατέλεια, ένα πρόσκαιρο «λάθος θεού» που θα διορθωθεί στους αιώνες από την επιστήμη. Θα είναι αυτό και το τέλος της Ποίησης, όπως ισχυρίζονται κάποιοι;
–
[1]«Συγκομιδή», Εκδ. Μπαρμπουνάκης, 1990
[2] Ή Καμαλόκα (Ενδιάμεσος κόσμος των πρόσφατων νεκρών, κατά τους Μαχάτμα, Ινδία) http://www.blavatskyarchives.com/morganafterdeath.htm#(8)