I
ΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Ν’ απλώσω το χέρι μου
ως το πρόσωπό σου
και να σου χαϊδέψω
τον τελευταίο μου στίχο.
Τον τελευταίο των τελευταίων.
II ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ ΤΟΥ ΣΟΝΕΤΟΥ
(Υπνοπορείες)
Τον ύπνο σου κι απόψε θα διαρρήξω,
μετά των οργασμών την παραζάλη,
βαθιά στο λήθαργό σου να βουτήξω,
για ν’ αναδυθώ στ’ όνειρό σου πάλι.
Στον κάθιδρο βραχνά σου να βογκήξω,
να νοιώσω κάθε τύψη σου μεγάλη,
τον τύπον, λέει, των ήλων σου ν’ αγγίξω,
το μίτο σου να βρω κι όπου με βγάλει.
Ν’ αχνογελάσω στο ροχαλητό σου,
να ’ρθω μαζί σου στην υπνοβασία,
ν’ ακούω χρησμούς στο παραμιλητό σου,
να ’ναι ως το πρωί μια δοκιμασία·
κάτι σαν πρόβα θανάτου εντός σου,
σαν δοκιμαστική ψυχοστασία.
Και να φροντίσω, καλή μου, να χωρά
σ’ ένα σονέτο μου κι αυτή τη φορά·
σ’ ένα δεκατετράστιχο με… ουρά.
III ΤΑ ΒΟΤΣΑΛΑ ΜΑΣ
Έβλεπα τα δικά μου
να παραμένουν πέτρες,
ενώ τα δικά σου να γίνονται πυλός,
που του άλλαζες σχήμα και χρώμα.
Τότε δεν ήξερα ακόμα
πως να ξεχωρίζω τους ποιητές
απ’ όσους απλώς μαζεύουν βότσαλα.