Τρίτη Δημοτικού, Σεπτέμβρης, μόλις είχε σχολάσει από τη Βαλαγιάννη. “Κοριτσάκι, μπορείς να χτυπήσεις την πόρτα στο πρώτο πάτωμα, χάλασε το κουδούνι, με περιμένουν και δεν μπορώ ν’ ανέβω, πονούν τα πόδια μου.” Κι αυτή, προσκοπάκι από μικρή, κάνει την καλή πράξη της εβδομάδας στον ψαρομάλλη κύριο που τη σταμάτησε μπροστά σε μια ανοιχτή εξώπορτα στη Μητροπόλεως. Ανεβαίνει, χτυπάει, μια, δυο, τρεις και ξανά, κανείς δεν ανοίγει, αλλά πίσω της καταφτάνει λαχανιασμένος κι εκείνος με τα πονεμένα πόδια. “Να σου δείξω πως φιλούν στο σινεμά;” κι απλώνει τα χέρια του πάνω της, την πιάνει απαλά. Λίγο παραπατάει ο άντρας όταν απρόσμενα τον σπρώχνει δυνατά, κάνει να πιαστεί από την κουπαστή, το δεύτερο σπρώξιμο τον ρίχνει κάτω, κουτρουβαλάει τα σκαλοπάτια βουβά, δεν έβγαλε μιλιά, ίσως ένα “ωχ” που μόνο αυτή το άκουσε.
Στο ισόγειο τον προσπέρασε, κοιτώντας μόνο μπροστά, το φωτεινό άνοιγμα προς τον δρόμο. Με την άκρη του ματιού είδε, νόμισε πως είδε, μια κόκκινη κηλίδα που απλωνόταν καταγής, τριγύρω του, στο κεφαλόσκαλο. Με γρήγορο βήμα έστριψε στην Κούσκουρα, πέρασε την Τσιμισκή προσεχτικά κι ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια του σπιτιού της. Το απόγευμα ακούστηκαν σειρήνες από νοσοκομειακά ή αστυνομικά αυτοκίνητα. Δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτό· ήταν ο πρώτος.