Εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα
Η γιαγιά μου περπάτησε εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα ακολουθώντας τις γραμμές του τρένου από την Ειδομένη μέχρι την Θεσσαλονίκη. Ήταν μια μέρα του σαράντα έξι, τότε στον εμφύλιο, που της έκαψαν το σπίτι.
-Ποιος της έκαψε το σπίτι; Οι Γερμανοί; Οι αντάρτες;
-Όχι, ήταν οι Ειδομενιώτες, γιατί ο δευτερότοκος γιος της, ο αντάρτης, ο Βασιλάκης, πήγε και σκότωσε τον δάσκαλο του χωριού. Τον σκότωσε γιατί ήταν φασιστόμουτρο, όπως έλεγε. Από την άλλη όμως, η κόρη του δασκάλου ήταν φιλενάδα της μαμάς μου, που ήταν όλη την ώρα στο σπίτι τους.
-Κι αυτός ήταν ανάγκη να τον εκτελέσει ο ίδιος; Δεν μπορούσε να αρνηθεί ώστε να τον πυροβολήσει κάποιος άλλος; Αλλά και πάλι ποιος ξέρει; Ίσως ο δάσκαλος, τότε που ήταν ο αντάρτης μαθητής, να τον έδερνε, να τον ντρόπιαζε και το παιδί να τον είχε άχτι. Σημασία έχει πως αφού τον σκότωσε, οι Ειδομενιώτες πήγαν και είπαν στην γιαγιά μου:
-Κυρά Ελπινίκη, θα στο κάψουμε το σπίτι. Γι αυτό, μάζεψε ο,τι δεν θες να χαθεί, και φύγε!
Έτσι η γιαγιά έβαλε σε ένα μπόγο τον μαστραπά από τα βαφτίσια της, ένα γυάλινο ροζ ποτηράκι, ένα άλλο κολωνάτο, του κρασιού, κάτι ψιλοκοσμήματα που της είχαν απομείνει, την πάνα και την δαντελένια μαξιλαροθήκη του τελευταίου της παιδιού, τον κρεβατόγυρο της, ενα πεστιμάλι και λίγες φωτογραφίες, μαζί με όλες τις καρτ ποστάλ που της έστελνε η αδελφή της Ευτέρπη για να της ευχηθεί για το νέο έτος. Όλες είχαν πάνω τους φωτογραφίες με νέες οικογένειες που στην αρχή είχαν ένα παιδί, μετά δύο, μετά τρία, τέσσερα, πέντε.
Η γιαγιά μου ήταν από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης και ο παππούς μου Σιλιβριανός. Θρακιώτες, που με την συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή πληθυσμού ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, το 1923, βρέθηκαν με τρία μικρά παιδιά στην Μακεδονική Ειδομένη. Νομίζω Σέχοβο την έλεγαν τότε. Οι ντόπιοι, οι Χριστιανοί Μακεδόνες δεν αγκάλιασαν ποτέ με αγάπη αυτό το ασκέρι των ζευζέκηδων, το Μαρτινιδέικο που εγκαταστάθηκε στα σπίτια των Τούρκων που και αυτοί είχαν ξεριζωθεί για μια νέα και άγνωστη πατρίδα.
Μεχρι το 1934 που πέθανε ο παππούς είχαν σκαρώσει δύο ακόμα παιδιά. Ένα κορίτσι το 1927 και ένα αγόρι το 1931. Μετά ο παππούς αρρώστησε, λεν πως είχε καρκίνο, το πιστοποιητικό θανάτου λέει φθίση. Τρέχα γύρευε. Όπως στο πιστοποιητικό της μαμάς μου που λέει πως πέθανε στις 10:30 το βράδυ, ενώ πέθανε στις 8:30 το πρωί. Όπως και να ‘ χει, η γιαγιά βρέθηκε 39 χρονών χήρα, με 5 παιδιά σε ξένο τόπο. Αυτή ήταν μοδίστρα, έτσι έβγαζε το ψωμί της. Δεν δούλευε στα χωράφια. Εκεί πήγαν να δουλέψουν τα τρία μεγαλύτερα παιδιά που επειδή δεν τα έβγαζε πέρα μόνη της τα έστειλε να ζουν με τ´αδέλφια του άντρα της και η ίδια κράτησε τα δυο μικρότερα, τα στερνοπούλια της.
Ο πόλεμος κι η κατοχή τους βρήκαν να δουλεύουν όλοι στο εστιατόριο του σταθμού. Έτσι γνώρισε η μαμά τον μπαμπά μου. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε πάνω από δυο αυγά μάτια. Από τα μάτια πιάνεται…Ο μπαμπάς έλεγε πάντα πως εκείνα τα δυο αυγά τα πλήρωσε πολύ ακριβά.
***
Χέρια
Σκέφτομαι τη μαμά μου που δεν υπάρχει πια. Κοιτάζω τα χέρια μου που γερνάνε και θυμάμαι τα δικά της. Τα χέρια μας δεν μοιάζουν. Εκείνη έλεγε πως έχω τα χέρια του μπαμπά μου και της άρεσε να τα κοιτάζει και να τα χαϊδεύει. Εγώ ξέρω πως οι δείκτες των χεριών μου είναι ίδιοι με εκείνους της γιαγιάς μου, της μάνας της, πως τα νύχια μου έχουν σκληρές αυλακιές σαν του μπαμπά μου και πως η μαμά μου δεν ήξερε πότε πώς να περιποιηθεί τα νύχια της.
Τον τελευταίο χρόνο πριν πεθάνει πάθαινε μικρά εγκεφαλικά. Ένα από αυτά της είχε μισοπαραλύσει το αριστερό της χέρι που έτσι κλειστό και γυρισμένο προς τα μέσα έμοιαζε με πόδι πουλιού.
Ενάμιση χρόνο πριν φύγει της είχα βγάλει τις χρυσές αλυσίδες από τον λαιμό, τα δαχτυλίδια και την βέρα της και τελευταία τα βραχιόλια. Άδειασαν κι αχρηστεύτηκαν σιγά σιγά τα χέρια της.
Τα χέρια της μαμάς μου που χτυπούσαν, τσιμπούσαν, έγδερναν, ζύμωναν, έτριβαν την μπουγάδα, παλιά κουβαλούσαν νερό, έβαφαν τοίχους, κεντούσαν, έπλεκαν, μαγείρευαν, ξεμάτιαζαν, χάιδευαν και, πάνω απ´όλα, έπαιζαν μαζί μου αυτό το παιχνίδι: περπατούσαμε στον δρόμο πιασμένες χέρι χέρι και σφίγγαμε η μια το χέρι της άλλης μ´έναν κώδικα μυστικό που σήμαινε “σ´αγαπώ”, “είμ’ εδώ”, “μη φοβάσαι”, “στηρίξου”.
Δυο μέρες πριν φύγει, την ευχαρίστησα για όλα όσα έκανε για μένα φιλώντας της τα χέρια.
Νάνση Εξάρχου
Γεννήθηκα στην Σαλονίκη, τον 20ο αιώνα, ημουν ενεργό μέλος της παρέας που έβγαζε το Τραμ, επιμελήτρια τυπογραφείου κλπ, σε όλη την δεύτερη και αρχή της τρίτης διαδρομής του.
Σπούδασα ζωγραφική στην Φλωρεντία και χαρακτική στην Αμερική. Μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στις δυο ηπείρους. Γράφω στα Ελληνικά για να μην ξεχάσω την γλώσσα μου και για να διηγούμαι μικρές ιστορίες, σαν αυτές που λέμε όταν συναντιόμαστε με φίλους πίνοντας ένα ποτήρι κρασί.
Αντίθετα από την πολυετή παρουσία μου στον εικαστικό χώρο, δεν έχω δημοσιεύσει ποτέ στα Ελληνικά, παρά μονο εχω δυο blog:
http://studioescargot.blogspot.com
http://saliangos.blogspot.com
Συγκλονιστικό!
Τρυφερο και συγκινητικο μαζι.
Τι μου θυμησες…
Τέλειο .!!!
Πολύ ωραίες οι ”αντσούγιες” σου Νάνσυ μου. Και τα ελληνικά σου εξαιρετικά
Υπέροχο κυρία Νάνσυ!