ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣΟι μνήμες των ανθρώπων που δε γνώρισα συνέχεια πληθαίνουν.Τους πλάθω όπως θέλω:ηδυπαθείς, ανέμελους, χαρούμενους, κεφάτουςάλλοτε πάλι δύσθυμους, βαρείς, ανταριασμένουςμε το ευθύ παράστημα και με το καριοφίλι«γιουρούσι» να διατάζουνε, να διώχνουν τα φουσέκια.Ταξιδευτές χορεύουνε στον χρόνο και στον χώροΒράκες φορούν, ζίπκα, σαγιάκ, τσιπκένιο, γιαμουρλούκιΜπαρούτι ανάβουν στη στεριά, μπουρλότο στα πελάγηΦωτιά ο Πενταδάχτυλος, «Αέρα» ο ΨηλορείτηςΣτην κόψη και στην όψη της η Κόρη αρματωμένηΜε τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάριΣε τρεις οργιές (και όχι πλιο) μετράει τα κόκκαλά τηςΤα βρίσκει λίγα ή πολλά για τούτο το αλωνάκι.Ειρήνη…– Τι να μου θύμισε εκείνους τους ανθρώπους;Μια φράση, χαμένη θαρρώ, στου μυαλού τ’ αυλάκιαΉ ένα ποίημα μισοτελειωμένο σε μια γιορτή απ ‘ τις πολλέςΈνα ντοκιμαντέρ ιστορικό που όλο έλεγες να δεις σε επανάληψηΜια ταινία που θάφτηκε σε περούκες και σχόλιαΌχι.Η εικόνα σου ήτανε• ναι…Το μικρό, κόσμιο μουστακάκιΤο περιτύλιγμα το μικροαστικό του κοστουμιού σουΗ έκφραση άφατης αξιοπρέπειαςΚαι το στενό, μάλλινο γιλεκάκιΌπως αυτό που ποτέ δε μου τραγούδησες.Έβλεπα την κορνίζα τη σφιχτοδεμένητο μαύρο της πλαίσιο ν’ ανοίγειΈνας κοντούτσικος ανθρωπάκος μού χαμογέλαγεΤόσος δα ανθρωπάκος με στόμα σφαλιστό, με μάτια ζεστά σαν την ΠρωτομαγιάΗ Κόρη ήρθε πάλι και σε πήρεΚάθε φορά σε παίρνει, δεν αντέχωΜου τραγουδάει στη θέση σου έναν σκοπό αλλιώτικο, αλλοτινό…Η χλαίνη τους η βρόμικη δεν κρύβει τις πληγές τουςΤα χιονισμένα δάχτυλα πάνω ψηλά, στην ΠίνδοΚαι του μικρού του λοχαγού το τρυπημένο κράνοςΔίπλα στα χόρτα νάρκισσος φυτεύεται για πάνταΚάθε βολή και χάραγμα, κάθε σταγόνα ανάσαΤα κόκκαλα περίσσεψαν τόσο που δεν μετριούνταιΑίμα ζητάει η θύμηση ακόμα κι απ’ αδέρφιΦτάνει!Λυσσομανάει ο καιρός.Αυτό το χώμα δεν ήτανε ποτέ δικό μαςΜόνο δικό τους ήτανΠάντα δικό τουςΓι’ αυτούς παλέψανε εξάλλουΓια τον ΓιώργοΤη ΜαργαρίταΤον ΟδυσσέαΤη ΜελισσάνθηΤον ΓιάννηΤην ΚικήΤον Μάνο…Γι’ αυτούς που ήρθαν ήδηΓι’ αυτούς που είναι να ‘ρθουνΊσως να το ΄ξερε και κείνο το παιδί, το κρεμασμένο απ’ τα κάγκελαΑυτό που έσερναν στον δρόμο με πρησμένα γόναταΑυτό που έλεγε το ψωμί- ψωμί, την παιδεία- παιδεία…Ίσως πάλι να το ξέχασε- ξεχνάνε τα παιδιάΠέρασε και καιρός να πεις, ήρθανε τόσα άλλαΣε αγκαλιές συμμαχικές γεμάτες με ροδάνθηΚοιμήθηκαν ηδονικά, άπληστ’ ονειρευτήκανΠως όλα που περάσανε ανάμνηση και πάνεΠως όλα όσα γίνανε στο παρελθόν ανήκουνΚαι τα τραγούδια του λαού τα χιλιειπωμέναΟι ήρωες, οι αγώνες τους, τα βάσανα, οι νίκεςΗ φτώχεια, η ανέχεια, έχθρες παλιές χαθήκανΤώρα ο ρυθμός της εποχής ακούει στα τζιτζίκια-Όχι το ζει ζει ζει ζει ζει, μονάχα το «διψάω»-Τώρα μου λεν «δεν έγιναν ποτέ αυτά που ξέρεις»•«δεν ήξερες αυτά ποτέ, ούτε ποτέ σου τα’ δες»•«δεν τα ‘δες ούτε τ’ άκουσες, ούτε ποτέ να κάνεις»•«για επαναστάσεις μη ρωτάς, μη σκέφτεσαι, μη λέγεις»•«μόνε πενήντα κι εκατό, διακόσιους, χίλιους πάρεΤόκους, γραμμάτια σωρό, δόσεις, κάρτες…»ΣΤΟΠ!Να μιλήσω για επαναστάσεις, να μιλήσω για επαναστάσεις…Η κορνίζα μου σωπαίνει πάλιΚι η Κόρη δίπλα της που κρατάει το σπαθίΠεισματικά μου χαρίζει ένα υπομειδίαμα(σιγουριάς ή σαρκασμού θα σας γελάσω)Έχουσι γνώσιν μόνον οι φύλακές μουΝα μιλήσω για επαναστάσεις;Ότι είμαι τώρα εδώ, ό,τι είμαι τώρα εδώαπό Σέναμε Σέναγια ΣέναΟ ΎμνοςΟυ καταισχυνώΟυδ ‘εγκαταλείψωΟυ παραδώσωΟυ προδώσω…
|