…Ή αλλιώς τα Χριστούγεννα όπως τα «είδε», τα εμπνεύστηκε και τα αποτύπωσε ζωγραφικά ένας από τους μεγαλύτερους σουρεαλιστές ζωγράφους του 20ού αιώνα, ο Σαλβαδόρ Νταλί. Προσκεκλημένος και… αδρά αμειβόμενος από μεγάλες εταιρίες ήδη από το 1948, ο Ισπανός εραστής του τίποτα ή, αντεστραμμένα, του όλα, δέχτηκε να εκπονήσει μια σειρά από κάρτες, στην αρχή για τα Χριστούγεννα και κατόπιν για άλλες, εξίσου δημοφιλείς, εμπορικά κυρίως, γιορτές. Το ερώτημα για το εάν η απόφασή του αυτή πάρθηκε με σκοπό το κέρδος, λόγω της ιδιορρυθμίας του χαρακτήρα του, όπως και πολλές προηγούμενες αποφάσεις του, ή στο πλαίσιο των πολυσχιδών δραστηριοτήτων και πειραματισμών που προ(σ) καλούσε τότε η Τέχνη παραμένει, εκτός από αναπάντητο, και παντελώς περιττό. Σε φυσιογνωμίες παρόμοιου βεληνεκούς, εξάλλου, εκείνο που μετράει είναι το αισθητικό αποτέλεσμα και όχι τόσο η αιτία. Η καινοτομία και όχι το κίνητρο. Η μετουσίωση της Τέχνης σε κοινόχρηστο μήνυμα και όχι οι καθημερινές, επουσιώδεις ανθρώπινες συναλλαγές.
Ακόμα κι έτσι, πάντως, οι κάρτες “Felicitacion Nadal”, δεν έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό· αντίθετα, συνδέθηκαν στη συνείδηση του ευρέος κοινού με ένα μάλλον άσχημο, σίγουρα περίπλοκο, συχνά σκοτεινό ή αποτρόπαιο εναλλακτικό χριστουγεννιάτικο «σύμπαν», όπου οι άγγελοι εμφανίζονται δίχως κεφάλια, τα έλατα με φτερά ή σπαθιά αντί για κλάδους, η Παναγία και το Θείο Βρέφος απρόσωποι, ο Santa Claus θλιβερός και «ξεκοιλιασμένος». Ίσως ο καλλιτέχνης δεν υπολόγιζε, αν βέβαια τον ένοιαζε κιόλας κάτι τόσο τετριμμένο και πεζό, ότι οι γιορτές για το μέσο άνθρωπο υπάρχουν για να διασκεδάζουν τις σκοτούρες, όχι για να δημιουργούν νέες· ότι τα παραδεδεγμένα κοινωνικά στερεότυπα για το «Καλό», το «Ωραίο», το «Φυσιολογικό» κυριαρχούν έναντι οποιασδήποτε εικαστικής «ταλάντωσης» στα λιμνάζοντα νερά τους· ότι, τελικά ίσως τότε, ο σουρεαλισμός δεν ήταν έτοιμος για τον κόσμο, ή, αντίστροφα, ο κόσμος δεν ήταν έτοιμος για τον σουρεαλισμό. Όπως είπαμε όμως ήδη, αυτό ποσώς φαίνεται να απασχολούσε, και πότε άλλωστε;, τον Νταλί. Αποκρυφιστικά, υποδόρια, υποψιθυριστά άφησε ακόμα και στα μικρά αυτά αριστουργήματα να «ξεφύγουν» από τον χρωστήρα του μόρια της δικής του σκέψης ή της δικής μας α- περισκεψίας: οι χριστουγεννιάτικες κάρτες του Νταλί γίνονται ευχητήριες κυρίως γιατί ευελπιστούν και προαγάγουν την αρμονική συνύπαρξη του ζωγραφικού παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος.
Απόδειξη απτή αποτελεί η κάρτα «Μικρή Δεσποινίς» του 1961, με την ογκώδη, σχεδόν καραγκιοζίστικη μορφή της, εμπνευσμένη, όπως και ο τίτλος δηλώνει, από τον, σχεδόν, ομώνυμο του Βελάσκεθ (Μικρές Δεσποινίδες- «Las Meninas»)- του 1656. Από τον εμβληματικό, αινιγματικό, πολυδιάστατο και χιλιομελετημένο αυτόν πίνακα της Αναγέννησης, ο Νταλί κρατάει μόνο όσα τον ενδιαφέρει. Πρώτον, το πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας. Μεγαλωμένη πια, τουλάχιστον ως προς τα υπερ- εκτεταμένα άκρα της, η Δεσποινίς… Τέχνη προσφέρει στον θεατή ένα καταπράσινο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με «ρίζες» σαν από ουρά χαρταετού και στολίδια από κατακόκκινες πεταλούδες. Δεύτερον, το φραμπαλάδικο φόρεμά της, με αλλεπάλληλες θαρρείς στρώσεις σελοφάν και χαρτιού περιτυλίγματος, απαστράπτον, σχεδόν μουτζουρωμένο με τα τρία βασικά χρώματα: το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε. Τρίτον, τα αινιγματικά, υπολανθάνοντα μηνύματα, όπως τα πρόσωπα στη φούστα της κοπέλας (του ίδιου του Νταλί; του Βελάσκεθ;) ο τεράστιος φιόγκος- πεταλούδα, το υπομειδίαμα (Ντα Βίντσι;) της κεντρικής μορφής.
Σε μια μικρή χριστουγεννιάτικη κάρτα η αναγεννησιακή εποχή του Βελάσκεθ, που κατόρθωσε να απογειώσει τα «βασικά χρώματα» προς μια νέα κολοριστική παλέτα (= το πράσινο χριστουγεννιάτικο δέντρο), συναντά την αναγέννηση που οραματίζεται για την Τέχνη (του) ο Νταλί· κι εμείς, ως απλοί θεατές, ανυποψίαστοι αγοραστές, ερασιτέχνες εραστές των εριτίμων αυτών καρτών «συνωμοτούμε» με το ζωγράφο στέλνοντας μαζί του, έστω και ασύνειδα, τις δικές μας ευχές για «Χρόνια Πολλά»!