Bibart: Η Μεσογειακή Μπιενάλε με άρωμα Ιταλίας
Παρατηρώντας γι’ ακόμα μια φορά τις εικαστικές εξελίξεις εντός και εκτός της χώρας, συνειδητοποιεί κανείς ότι η Τέχνη πλέον έχει γίνει, για το ευρύ κοινό, εξαιρετικά προσιτή και, ταυτόχρονα, εξαιρετικά δυσπρόσιτη. Η καλλιτεχνική έκφραση, για τον δυτικό τουλάχιστον κόσμο, έχει αποκτήσει πολυσχιδή μέσα, υλικά και όργανα πραγμάτωσης, πολυάριθμους υποστηρικτικούς θεσμούς και φορείς, πολυειδείς τοπικές, εθνικές και πανεθνικές διοργανώσεις, αναρίθμητες θεματικές ή τεχνοτροπίες και, κυρίως, μια σχεδόν απεριόριστη δυνατότητα ελευθεροστομίας. Με αντίστοιχη δυναμική η σύγχρονη Τέχνη προσπαθεί με κάθε τρόπο να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον ή, έστω, την περιέργεια του μέσου πολίτη ως επιπρόσθετου ερείσματος της ίδιας, αλλά και στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για τη συναισθηματική, κοινωνική, πολιτική του αφύπνιση και συμμετοχή. Το έργο της δεν είναι εύκολο και μάλλον δεν προβλέπεται ευοίωνο: η εποχή μας δεν αφήνει χώρο, χρόνο ή οξυγόνο για πνευματικές διεγέρσεις· δεν προωθεί την ψυχική πληρότητα· δε διεγείρει τη συνείδηση, τη φαντασία, την ενάργεια· δεν οξύνει την έμφυτη τάση για διερεύνηση, για ανακάλυψη, για ενδοσκόπηση. Η Τέχνη, όμως, ιδίως η σύγχρονη, χρειάζεται όλα αυτά τα εφόδια ως εχέγγυα και προϋποθέσεις σύλληψης, κατανόησης, ενεργοποίησης, συμμετοχής σε αυτήν.
Ωστόσο οι απαισιόδοξες προοπτικές δε φαίνεται να την πτοούν· ίσα- ίσα ενεργούν συχνά, έστω και ασύνειδα ή ασυναίσθητα, ως μοχλός περαιτέρω εγρήγορσης, μετασχηματισμού και, αν χρειαστεί, αυτοκαθαίρεσής της. Αυτό τουλάχιστον- εμμέσως πλην σαφώς- φανερώνει και ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των καλλιτεχνικών δρωμένων και εκδηλώσεων, όπως των Μπιενάλε, που διοργανώνονται πια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.
Αποφεύγοντας τη «δίνη» της καταναλωτικής μας Χάρυβδης, αντιπαρερχόμενη την αμοραλιστική Σκύλλα των καιρών μας, αντιπαρατιθέμενη στις οδυνηρά φάλτσες Σειρήνες της καθημερινότητάς μας, η «mare nostrum» ιταλική Μπιενάλε αναδύεται σχεδόν αναγεννησιακά[1], αλλά καθόλου ειδυλλιακά, μέσα από φουρτούνες πολιτικές, από κεραυνούς οικονομικούς, από μπόρες περιβαλλοντικές, από θύελλες κοινωνικές. Η λεγόμενη Bibart (Biennale Internazionale D’ Arte di Bari e area metropolitana από τις 15 Δεκεμβρίου 2018 έως τις 31 Ιανουαρίου 2019) μάς προσκαλεί παιγνιωδώς να συγκεραστούμε, να συμποσιαστούμε ολόψυχα με την Τέχνη[2] μέσω των ποικίλων, ευρύτατων, χωροταξικά και χρονικά, πολυδιάστατων εκδηλώσεων που προσφέρει (http://www.bibartbiennale.com/). Και όταν λέω «μας» το εννοώ, μιας και στον εκτενέστατο κατάλογο καλλιτεχνών περιλαμβάνεται και εκείνο της ελληνικής συμμετοχής, που ακούει στο όνομα Αγγελίνα Βοσκοπούλου με τρία μικρά, πειραματικά φιλμ: “heart in our mind”, “behind this page but not disappearing”- όπως και πέρυσι-, “skin deep: an hymn to Eros”. Με δύο πρόσφατες διακρίσεις στην εικαστική της φαρέτρα, το Διεθνές Βραβείο Caravaggio για τη συνολική καλλιτεχνική της συνεισφορά (Μιλάνο, LittaTeatro) και το βραβείο κριτικών MAD Critic’s Awards από την ομώνυμη γκαλερί του Μιλάνου (M.A.D. Galleri, Milano) και με πολλές συμμετοχές σε εκθέσεις της χώρας και κυρίως του εξωτερικού, η καλλιτέχνις επανέρχεται με τα προσφιλή της θέματα- ερωτήματα προς την ίδια και προς το φιλοθεάμον κοινό.
Το έργο της Βοσκοπούλου γενικά και εδώ, στην Μπιενάλε του Μπάρι, συγκεκριμένα, εστιάζει σε τρεις βασικούς άξονες: κατά πρώτον, στην αέναη αλλαγή και αειφόρα ενέργεια, η οποία ωστόσο εκφράζεται και εκδηλώνεται με την «ελάχιστη κίνηση», έναν όρο που η ίδια η καλλιτέχνις αποδίδει στο έργο της· δεύτερον, στην προσήλωση που δείχνει η δημιουργός στα αισθητήρια όργανα, κυρίως στην όραση και, ταυτόχρονα, στην αμφισβήτηση της αλήθειας, της εγκυρότητας, της πληρότητας των ερεθισμάτων που προέρχονται από αυτά· τέλος, σε μια αιρετική διαχείριση των φυσικών φαινομένων (όπως της βροχής, του αέρα, του φωτός, της βαρύτητας) ως στοιχείων ζωογόνων ή θνησιγενών, ως απεικασμάτων ύπαρξης ή ως αποδείξεων ανυπαρξίας, ως εφαλτηρίων δράσης ή ως αδιεξόδων αυτής. Η ατελέσφορη και, συνάμα, αυτοεκπληρούμενη «φυσική φιλοσοφία» που πρεσβεύει και εφαρμόζει στα υποκείμενα και αντικείμενα του έργου της η Βοσκοπούλου (video/ εικόνες ως επί το πλείστον), παραπέμπει σε ένα αγωνιώδες παιχνίδι σκάκι, όπου πιόνια, χρώματα και παίκτες ανταλλάσσονται, συγκρούονται, συμπάσχουν και αναλώνονται, μιας και οι θεμελιώδεις κανόνες απρόβλεπτα αλλάζουν, μεταβάλλονται, καταργούνται. Υπό το πρίσμα μας παράδοξης «ειρηνευτικής πολεμικής» η καλλιτέχνις, με ανθρωποκεντρικό πάντα προσανατολισμό, μοιάζει να ατενίζει το κοσμογονικό τετελεσμένο– ή αντίστροφα- πεπρωμένο, μετουσιώνοντας εικαστικά το ηρακλείτειο ρητό «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς». Στις εικόνες, στους ήχους, στις φωνές ή στις σιωπές των δημιουργημάτων της δεν υπάρχει θάνατος ούτε ζωή. Δεν υπάρχει κίνηση ούτε ακινησία. Δεν υπάρχουν πρόσωπα μα ούτε προσωπεία. Υπάρχει όμως η ψευδαίσθηση του ορατού· η εμπειρία του ανύπαρκτου· η γνώση του κενού· η ολότητα του κατακερματισμένου. Αιγίδα και σύμμαχος της δημιουργού, του έργου και του θεατή υψώνεται η Τέχνη· εκείνη επιτρέπει την πρόσβαση, αλλά μόνο βαθμιαία σε κάποια Αλήθεια που ο καθένας από μας αντέχει να δει, να αφουγκραστεί, να υποψιαστεί.
Τα χρώματα, επίσης, όπως οι μεθοδευμένες ή τυχαίες κινήσεις και τα σχήματα δίνουν έναν ιδιαίτερο τόνο στις εικαστικές συλλήψεις της Βοσκοπούλου και συνοδεύουν είτε προΐστανται των βασικών της, πλατωνικών σχεδόν, ιδεών για το πώς θα ήταν, πώς εμφανίζεται και πώς βλέπει τελικά το γίγνεσθαι. Αντίθετα, πάντως, με τον συγγραφέα της «Πολιτείας»[3], που θεωρεί τον Κόσμο έμψυχον ζώον, μιας και η θεϊκή πρόνοια τον εμφύσησε με νόηση (νου)[4] , η Βοσκοπούλου θεωρεί ότι εμείς οι ίδιοι καθιστούμε τον Κόσμο έμψυχο ή μη, εφόσον χάρη και μέσα από μας υφίσταται ως κομμάτι των βιωμάτων, των αναμνήσεων, των τύψεων, της συνείδησής μας. Και πάλι, αντιπαρέρχεται η καλλιτέχνις, η ύπαρξη αυτή φαίνεται να βρίσκεται μετέωρη τοπικά και κυρίως χρονικά. Πάνω της επικρέμαται συνεχώς ως δαμόκλειος σπάθη αλλά και ως λύτρωση η μετάλλαξη, η στρέβλωση, η φθορά, με κυκλωτική μάλιστα φορά. Οι διαδικασίες αυτές, που επανέρχονται με μια δική τους, ιδιόρρυθμη συχνότητα και επαναφέρουν σε ισορροπία τις αντίρροπες φυσικές συνθήκες και καταστάσεις, βρίσκονται συνέχεια σε μια αέναη ακινησία ή, αντίστροφα, σε μια άχρονη, ανεπαίσθητη για τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά κινητικότητα. Ίσως, τελικά, η «ελάχιστη κίνηση» της Βοσκοπούλου να υπονοεί την προσκόλλησή μας στο παροντικό μας σύμπαν ή την εμμονή μας να θυμόμαστε όσα ήμασταν, όσα κάναμε, όσα υπήρξαν σαν αναλλοίωτες, αλλά και τόσο αλλοιωμένες εικόνες[5]. Εξάλλου και ο Ποιητής παραδέχεται την αντιφατικότητα της ύπαρξης μέσα στον χρόνο:
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Γύρω απ’ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή[6]
«Γλυκιά»(δύο φορές μάλιστα) και συνάμα «περιπέτεια» η Ζωή, άρα γλυκόπικρη. Όπως τα έργα της Βοσκοπούλου. Όπως η Τέχνη στο σύνολό της. Κι εμείς, θεατές, θιασώτες, εραστές ή απλώς περαστικοί πίσω από τις «γρίλιες» της πασχίζουμε να βρούμε στα δημιουργήματά της ψήγματα του εαυτού μας, απαντήσεις των ερωτημάτων μας, σταγόνες πραγματικότητας. Ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί αενάως εκκινούμε (μα πάντα μένοντας τελικά ασφυκτικά ακινητοποιημένοι στα θνητά μας περιθώρια) να συν- ολοκληρώσουμε το ημιτελές, ευμετάβλητο, πανάρχαιο ψηφιδωτό που αναζητάει τι είναι ύπαρξη, τι ανυπαρξία και τι το ανάμεσό τους[7].