You are currently viewing ΝΕΛΛΗ ΣΕΛΗΝΙΑΔΟΥ: Οι ταφόπλακες που γράφουν Ιστορία

ΝΕΛΛΗ ΣΕΛΗΝΙΑΔΟΥ: Οι ταφόπλακες που γράφουν Ιστορία

 

«Οι φωνές του ποταμού Παμάνο» του Jaume Cabré, μετφρ. Ευριβιάδης  Σοφός, εκδ. Πάπυρος, σειρά LETRAS, Αθήνα 2008.

                                               

                                               Πατέρα, μην τους συγχωρείς, ξέρουν τι κάνουν.

                                                                                                Vladimir Jankélévitch

 

«Για μένα το να γράφεις σημαίνει ν’ αμφιβάλλεις. Δεν  θεωρώ ότι κατέχω την αληθινή εκδοχή των πραγμάτων. Σ’ αυτήν την περίπτωση διαθέτω μονάχα διάφορες απόψεις»

 (Απόσπασμα από δηλώσεις του συγγραφέα Jaume Cabré στην διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια Lletra, που εκδίδεται από το Πανεπιστήμιο Oberta της Καταλωνίας.)

 

 Πάνε μέρες τώρα που τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου, κι όμως ακόμα με κυνηγούν, ηχώντας μέσα μου οι φωνές του ποταμού Παμάνο, του πρώτου βιβλίου του Καταλανού συγγραφέα που μεταφράστηκε στα ελληνικά. Το διάβασα, μετά το πρόσφατα εκδοθέν ‘Confiteor’, πιστή στη συνήθειά μου ν’ ακολουθώ και σε άλλα βιβλία του, ένα συγγραφέα, άμα το έργο του μ’ εντυπωσιάσει. Κι αυτό συνέβη και με τον Cabré. Η συγκίνηση, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ήταν μεγαλύτερη, μια κι οι δύο μας χώρες είναι μεσογειακές, κι οι δύο έχουν βιώσει δικτατορίες και εμφύλιο πόλεμο, ένα είδος πολέμου, που οι επιπτώσεις του θαρρείς δεν τελειώνουν ποτέ. Πολλά τα ερωτήματα που θέτει στο βιβλίο του ο Καταλανός συγγραφέας˙ Πώς γράφεται η Ιστορία; Από ποιόν ή ποιούς; Πώς μπορεί κανείς ν’ αντιπαλέψει την αμνησία και την διαστρέβλωση ιστορικών γεγονότων; Με ποιο τρόπο; Και αυτά τα ερωτήματα που θέτει η Λογοτεχνία, πρέπει να τα διαχειριστεί ο συγγραφέας, να τα δουλέψει, και να τα παραδώσει στους αναγνώστες για περαιτέρω επεξεργασία. Κι αυτό γιατί, όπως διατείνεται μία από τις ηρωίδες «είναι τόσο απαραίτητο να γράψεις ενάντια στο θάνατο, (κι ο Ουριόλ Φουντέλιας είχε γράψει απελπισμένα), έτσι ώστε ο θάνατος να μην έχει την τελευταία λέξη».

Εχουμε λοιπόν δύο δασκάλους, που ζουν, με διαφορά εξήντα χρόνων ο ένας με τον άλλο, ένα γραπτό του πρώτου που βρίσκεται κρυμμένο στους τοίχους του, υπό κατεδάφισιν σχολείου, και από εκεί στα χέρια μιάς ερευνήτριας δασκάλας, και το κεντρικό γεγονός που πυροδοτεί το μυθιστόρημα. Βρισκόμαστε στα χρόνια του πολέμου και του Φρανκικού καθεστώτος, και μια ομάδα αριστερών ανταρτών σκοτώνει, σ’ ένα χωριό της ορεινής Καταλωνίας, την Τουρένα, τον πατέρα και τον γιό μιάς ισχυρής οικογένειας, της οικογένειας των Βιλανμπρού. Κι αυτή η ενέργεια γίνεται από λάθος, γιατί οι αντάρτες είχαν εντολή να εξολοθρεύσουν δύο αντίστοιχα άτομα στο χωριό Αλτρόν, κι όχι στην Τουρένα, όπου τελικά λαμβάνουν χώρα οι εκτελέσεις. Εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή, ένας δάσκαλος, με την έγκυο γυναίκα του, έρχεται να υπηρετήσει στην Τουρένα. Η αδελφή και κόρη των δύο εκτελεσμένων, ορκίζεται αιώνια εκδίκηση, την οποία μεθοδεύει με την εξουσία που ασκεί, τα χρήματα που αφειδώς ξοδεύει, και την βοήθεια του φασίστα δημάρχου, που αυτή έχει τοποθετήσει σ’ αυτή τη θέση. Κι ο δήμαρχος, σε μια προσπάθεια να εκβιάσει την επιστροφή από τα βουνά στην Τουρένα τον αντάρτη Βεντούρα, συλλαμβάνει τον δεκατετράχρονο γιό του, και τελικά τον εκτελεί. Σε όλα αυτά, εμπλέκεται άθελά του, ο δάσκαλος Ουριόλ Φουντέλιας, από δειλία και φόβο, και νομίζοντας ότι σ’ έναν εμφύλιο που μαίνεται, κι όπου όλοι σου ζητούν να μάθουν με ποιανού το μέρος είσαι, εκείνος μπορεί να μείνει αμέτοχος, ήσυχος στη γωνιά του και στο σχολείο του, αποκομμένος και αφοσιωμένος στη δουλειά του, να μάθει γράμματα στα παιδιά.

Οι συνειδησιακές εμπλοκές, οι συναισθηματικές, οι θρησκευτικές, κι οι πολιτικές κάνουν αυτό το μυθιστόρημα για τον Ισπανικό εμφύλιο μοναδικό, γιατί είναι γεμάτο με τις αμφισημίες της ανθρώπινης κατάστασης, όπου τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο και μονοδιάστατο, κι όπου το τότε και το τώρα είναι ακόμα άρρητα δεμένο και μπλεγμένο, μια που, όπως έλεγε ο Faulkner «το παρελθόν δεν είναι ποτέ νεκρό. Δεν είναι καν παρελθόν». Η επίδρασή του, τόσα χρόνια μετά είναι φανερή, και προξενεί τις ίδιες αντιδράσεις, στα ίδια περιβάλλοντα που υπολόγιζαν στην αμνησία και στη διαστρέβλωση που επέβαλλαν, σε μια πραγματικότητα για τα γεγονότα και πώς αυτά έλαβαν χώρα που κατασκεύασαν.

Πολυφωνικό και πολυσήμαντο το μυθιστόρημα, με τον όρο που καθορίζει ο Μπαχτίν στο ονομαστό έργο του*, διευρύνει τις διαστάσεις, προεκτείνει και διαπλέκει τις ιστορίες του παρελθόντος με το παρόν, διαγράφοντας την πορεία της δράσης του δασκάλου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την συνείδηση των κατοίκων, από τα φαινόμενα, από τις ενέργειες της οικογένειας Βιλανμπρού, και από το γραπτό που άφησε ο ίδιος πίσω από τον πίνακα του σχολείου όπου δίδασκε. Ο Ουριόλ λοιπόν, παρουσιάζεται φιλήσυχος δάσκαλος και ζωγράφος πορτραιτίστας, δειλός στη συνέχεια, ακολουθεί το δήμαρχο, γίνεται κατόπιν παρότρυνσης φαλαγγίτης, μισητός στο χωριό σαν φασίστας, κακός σύζυγος και στην πορεία εγκαταλλελειμένος από την γυναίκα και το αγέννητο παιδί του, εραστής της μεγαλοκυράς Βιλανμπρού,** και βασικός σύνδεσμος και πληροφοριοδότης των ανταρτών, ο φοβερός και αόρατος αντάρτης με το κωδικό όνομα Ελιοτ, ο άνθρωπος με τη μυστική σοφίτα, πέρασμα εκατοντάδων Εβραίων στην πορεία τους προς τα βουνά και από εκεί προς την Γαλλία. Δεν είναι τυχαίο πως τελικός αποδέκτης αυτής της μνήμης που καταντάει πιά προφορική, μια που καταστρέφεται το ημερολόγιό του και κάθε στίγμα γραφής που άφησε για τις δέλτους της Ιστορίας, είναι ο τεχνίτης μαρμαρογλύπτης ταφόπλακων, που άλλοτε εξαναγκάζεται ν’ αλλάζει τις επιγραφές, κι άλλοτε διαφωνεί σφόδρα με το περιεχόμενό τους. Ισως, ο συγγραφέας να κάνει ένα σχόλιο εδώ, γιατί μοιάζει οι επιγραφές στις ταφόπλακες να έχουν ρόλο της θέσης της μνήμης. Κάποια στιγμή, πιστεύω πως το εύρημά μου αυτό είχε ισχυρότερη σημασία από αυτή που νόμισα στην αρχή. Ψάχνοντας μία φράση του Ζάουμε Σεραλιάκ, του μαρμαροτεχνίτη των ταφόπλακων, που συνόψιζε την αλλοπρόσαλλη ιστορία του Ουριόλ Φουντέλιας, ανακάλυψα ότι ο τελικός ιστορικός του μικρού ορεινού χωριού της Καταλωνίας, δεν είναι άλλος από τον ίδιο αυτό μαρμαροτεχνίτη, ο οποίος καταγράφει τόσο στο μυαλό του, όσο και στις ταφόπετρές του, τις διάφορες εκφάνσεις και εκδοχές της Ιστορίας, διατηρώντας ωστόσο, ένα αλάνθαστο ένστικτο για τη σωστή απόδοση των αληθινών γεγονότων. Για τον μόνο για τον οποίο ήταν εξ’ αρχής σίγουρος κι εχθρικός, ήταν για τον Φουντέλιας, και τότε, ήρθε η Τίνα Μπρος η ερευνήτρια δασκάλα, και με το ημερολόγιο του Φουντέλιας, που του έδωσε να διαβάσει, του επέδωσε κι επισήμως πιά τα εύσημα του λαϊκού Ιστορικού. Γιατί στο τέλος, όταν το ημερολόγιο καταστρέφεται σαν κείμενο, αντίγραφο και αρχείο στον υπολογιστή, είναι στη μνήμη και στη συνείδησή του μοναχά που παραμένει ζωντανή, η τραγική διήγηση της ζωής του Ουριόλ Φουντέλιας.  Ετσι συνόψισε τη διαδρομή της ζωής του δάσκαλου ο μαρμαροτεχνίτης:

      Στον Ουριόλ Φουντέλιας Γκράου (1915-1944), ψευδώνυμο Ελιοτ, δάσκαλο, αντάρτη, ζωγράφο, κρυφό εραστή, κακό σύζυγο, ήρωα με το ζόρι και πατέρα της αγαπημένης του κορούλας που δεν ξέρω πώς σε λένε.   

Με τόση τραγικότητα που συνοδεύει τις ζωές των ηρώων αυτού του μυθιστορήματος και τις συνακόλουθες διηγήσεις αυτών των ζωών, μην τρέφετε αυταπάτες ότι στο τέλος σας περιμένει η Κάθαρση που δίνει μια πνοή μια ανάσα σε κάθε τραγική αφήγηση˙ δεν θα φτάσετε στο τέλος του βιβλίου λυτρωμένοι, μια που, όπως αναφέρεται δύο φορές στο βιβλίο, Ποτέ δεν ξέρεις πού τελειώνει η δυστυχία. Κάθαρση στον σύγχρονο κόσμο και στη ματωμένη Ιστορία της Ισπανίας (και όχι μόνο) δεν θα υπάρξει, γιατί στην πραγματική ζωή, οι ήρωες και οι μάρτυρες δεν δικαιώνονται.

Ο Ζάουμε Καμπρέ βουτάει την πέννα του στην ψυχή του και ψάχνει βαθειά κι ερευνά την τραγική φύση του ανθρώπου, δίνοντάς μας τρεις χαρακτήρες έτοιμους ν’ αλεστούν από τις μυλόπετρες της Ιστορίας. Θα τα θυμόσαστε για καιρό μετά αυτά τα ονόματα: Ουριόλ Φουντέλιας, Ελιζέντα Βιλανμπρού, Τίνα Μπρος.

Η τραγική ειρωνία που χρησιμοποιεί σε πολλές στιγμές αυτών των διασταυρούμενων πλοκών, είναι πολλές και κατάπικρες. Όπως όταν η Ρόζα κρατάει μυστικό το φύλο του παιδιού που γέννησε, παραπληροφορώντας τον πατέρα του τον Ουριόλ, ότι πρόκειται για κόρη, ενώ ήταν γιος. Ο λόγος, αν ψάξει εκείνος ποτέ για το παιδί του, να μην το βρει, γιατί Δεν θέλω το παιδί μου να μεγαλώσει κάτω από την επιρροή του. Το παιδί υιοθετείται από τη γυναίκα που καραδοκεί να πλάσει και να διαφεντεύσει τα διάφορα επεισόδια της Ιστορίας, έτσι ώστε αλλάζουν όλα γι’ αυτό, κι αποκτά ένα μέλλον και μια επιρροή, που, αν είχαν την ευχέρεια να το αντικρύσουν οι γονείς του, ο καθένας από την ξεχωριστή γωνιά όπου βρέθηκε και πέθανε, θα ξαναπέθαιναν. Τελικός αποδέκτης, που εισπράττει όλα αυτά που γίνονται, διαστρέφονται και διαστρεβλώνονται, απαλείφονται και κατασκευάζονται είναι μονάχα ο αναγνώστης.

Ο Καμπρέ χρησιμοποιεί και σ’ αυτό το μυθιστόρημα τις πολλαπλές οπτικές γωνίες κάτω από τις οποίες βλέπονται και επεξηγούνται τα γεγονότα, και τις μεθόδους της μείξης της τριτοπρόσωπης με την πρωτοπρόσωπη γραφή στην ίδια παράγραφο, αλλά ακόμα και στην ίδια φράση ή και πρόταση, καθώς και την, κινηματογραφικής εμπνεύσεως χρονική ασυνέπεια, ένα χρονικό άλμα, καθώς μία σκηνή που ξεκινάει ξένοιαστα σε μια τωρινή σχολική εκδρομή με τη ρίψη ενός μπουκαλιού στο ρεύμα του ποταμού, καταλήγει στο σημείο που αναμενόταν να φτάσει, να μετατρέπεται, χωρίς προειδοποίηση ή εξήγηση, σε πτώμα αντάρτη του εμφυλίου πολέμου, που το βρίσκουν οι σύντροφοί του παρακάτω στον ποταμό, και… ζητωκραυγάζουν από χαρά για την απόδειξη, με το που πιάνουν στα χέρια τους οι μαθητές (πάλι) το μπουκάλι, του πειράματος.

Ο ποταμός και οι φωνές του οι θανατηφόρες, διατρέχουν σαν μύθος, αρχαία τραγωδία και δυσοίωνος χρησμός αυτό το πολυφωνικό μυθιστόρημα. Και πριν κλείσω, θ’ αποτολμήσω να θίξω, εξ απαλών ονύχων, άλλο ένα θέμα. Το πώς διαχειρίζεται ο Καμπρέ την εμπλοκή της Καθολικής Εκκλησίας σε όλες τις εκφάνσεις και τα στάδια της ιστορίας και της Ιστορίας, τόσο της παλαιάς όσο και της πρόσφατης, αποτελεί ένα κεφάλαιο από μόνο του, κι αυτό το αφήνω στην κριτική σκέψη και αποτίμηση του επιμελούς αναγνώστη. Ναι, τελειώνω μ’ ένα ημιτελές τέλος, γιατί αυτή η ιστορία, όπως και οι συνέπειες και ερμηνείες των πράξεων μιάς ζωής δεν τελειώνει ποτέ. Σε κάνει να μεταμορφώνεσαι σε Ουριόλ Φουντέλιας, και να πιάνεις χαρτί και μολύβι… έτσι ώστε ο θάνατος, και η αμνησία θα έλεγα εγώ, να μην έχει την τελευταία λέξη.

 Αντίο, δάσκαλε, και καλό θάνατο. Είναι η τελευταία σου νύχτα στο χωριό. Θα σε θυμόμαστε, βέβαια θα σε θυμόμαστε, γιατί, ενώ μπορούσες, δεν κούνησες το δαχτυλάκι σου για να εμποδίσεις το δήμαρχο Τάργα, το δήμιο της Τουρένα, να σκοτώσει και να κλέψει με απόλυτη ατιμωρησία, αφήνοντας το χωριό σε κατάσταση αιώνιας καχυποψίας, σε τέτοιο σημείο που στα τέλη του 20ού αιώνα θα είναι απαραίτητο το πείσμα μιάς άλλης δασκάλας, παχουλής και ανασφαλούς, για να ανακτήσει τις στιγμές και τους στεναγμούς σου μέσα απ’ τις σκιές, γιατί ο φαλαγγίτης δάσκαλος είναι ακόμα παρών στη μνήμη και στο βλέμμα πολλών παππούδων του χωριού, και στις πλάκες που ένα ικανό χέρι προόρισε να γίνουν οι πέτρες της μνήμης.

 
*«Σε κάθε δεδομένη στιγμή της ιστορικής της ύπαρξης, η γλώσσα είναι ετερόγλωσση από την κορυφή μέχρι κάτω. Εκπροσωπεί την συνύπαρξη των κοινωνιοιδεολογικών αντιθέσεων ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές του παρελθόντος, ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνιοιδεολογικές ομάδες του παρόντος, ανάμεσα σε τάσεις, σχολές, κύκλους και άλλους περαιτέρω παράγοντες, όλων των παραδόσεων, δίνοντάς της μία φόρμα. Αυτές οι γλώσσες της ετερογλωσσίας, αλληλοεπηρρεάζουν η μία την άλλη με διάφορους τρόπου, διαμορφώνοντας νέες, κοινωνικώς τυποποιημένες «γλώσσες».
** η οποία, μετά το θάνατό του φροντίζει για την σταδιακή αγιοποίησή του από την    Καθολική Εκκλησία, καθώς διαθέτει, φυσικά, και τις απαραίτητες διασυνδέσεις κι εκεί.

 

 

Ο Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabre) γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε καταλανική φιλολογία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών. Εδώ και χρόνια συνδυάζει επαγγελματικά την εκπαίδευση και τη συγγραφή. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια.
Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων το 1974 και το πρώτο του μυθιστόρημα το 1978, ακολούθησαν πολλά μυθιστορήματα, σενάρια ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, νουβέλες, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα και δοκίμια. Ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του ο Καμπρέ, έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και το εξωτερικό με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο κριτικών και το Prix Mediterranee. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Για το “Οι φωνές του ποταμού Παμάνο” τιμήθηκε το 2005 με το Βραβείο Καταλανών Κριτικών. Γι το “Confiteor” έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Κριτικών Serra d’Or 2012, το βραβείο M. Angels Anglada 2012, το βραβείο La tormenta en un Vaso 2012, το βραβείο Crexells 2012, το βραβείο Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.