Γιατί ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μνήμη…
Ερχόμαστε στο φως σε έναν και μόνο τόπο και μόνο σ’ αυτόν ανήκουμε.
Να μας θυμούνται. Αυτό δεν θέλουμε μόνο;
Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς μνήμη, παρελθόν, γλώσσα κι ενδυμασία; Ένα μοναχικό, γυμνό ζώο, όπως καταλήγει ο Σαίξπηρ, στο δραματικό μονόλογο τού έκπτωτου, τραγικού βασιλιά Ληρ, όταν αυτός βρίσκεται μισότρελος, μόνος, γυμνός από βασιλικά ρούχα και αξίωμα, στη μέση της καταιγίδας, και μέσα στην απόλυτη σκοτεινιά κι ερημιά του κόσμου. Αυτή την ερημιά και απόλυτη κενότητα του ανθρώπου μπροστά στο φάσμα της απώλειας της μνήμης και άρα της ταυτότητας, της γλώσσας, της πατρίδας, του παρελθόντος, πραγματεύεται το βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα Ντιέγκο Μαράνι, με τον τίτλο «Νέα Φινλανδική Γραμματική».
Μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Τεργέστη, μια εν δυνάμει αμφισβητούμενη πόλη, στο επίκεντρο διενέξεων μεταξύ Ιταλίας, Αυστρίας και Γιουγκοσλαβίας, ο ήρωας, θύμα επιθέσεως, βρίσκεται βαριά τραυματισμένος και νοσηλεύεται από έναν Γερμανό στρατιωτικό γιατρό Φινλανδικής καταγωγής. Ο ήρωας είναι αμνήμονας και δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε τη γλώσσα του. Τα γερμανικά που ακούει γύρω του και τα φινλανδικά που του απευθύνει ο γιατρός, κατόπιν μιας παρεξήγησης και λόγω του αμπέχωνου που φορούσε όταν τον βρήκαν, με στοιχεία που καθορίζουν γι’ αυτόν μία φινλανδική ταυτότητα, δεν του θυμίζουν την οικεία του γλώσσα.
Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι το τέλος του, ο αμνήμονας ήρωας ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τη μνήμη, την χαμένη ταυτότητα και την γλώσσα του, ενώ, την ίδια στιγμή, ο στρατιωτικός γιατρός επιζητά ν’ απελευθερωθεί από την βασανιστική δική του.
Ο ήρωάς μας, μέσα στους ανθρώπους, αν και μακριά από μέρη, πρόσωπα ή ακόμα και πράγματα που θα τον αναγνώριζαν σαν δικό τους, χτίζει αργά και βασανιστικά μια καινούργια ταυτότητα και μνήμη: μεταφερμένος και ζώντας πια στην Φινλανδία, φτιάχνει, μέσω της εκμάθησης της Φινλανδικής γλώσσας, μια δικιά του, ιδιότυπη, φινλανδική γραμματική, φτιαγμένη από ρήματα, λέξεις παράταιρες, μύθους, ερωτικά γράμματα.
Ο άνθρωπος αυτός, είχε μάθει, ή μάλλον είχε χτίσει, μια δική του παραλλαγή των φινλανδικών, μια γλώσσα ολότελα δική του… Πάνω στις σελίδες της παλιάς γραμματικής που μου είχε δώσει ο εφημέριος ήρθε έτσι να προστεθεί σαν διαφάνεια μια δικιά μου, προσωπική φινλανδική γραμματική, φτιαγμένη από ένα εκλεκτικό και πολύχρωμο υλικό που περιλάμβανε από θρησκευτικούς ύμνους μέχρι πολεμικά εμβατήρια, από θρυλικά παραμύθια μέχρι αναγνώσεις της Βίβλου, από τα κατορθώματα της μάχης του Σούομουσαλμι μέχρι τις παιδικές αναμνήσεις του Ούλοφ Κόσκελα, όταν ζούσε στη Βάασα.
Δεν είναι τυχαίο που όταν, μέσα στην κινητικότητα του πολέμου, αυτοί οι άνθρωποι που καλλιέργησαν την νέα του προσωπικότητα, γλώσσα και ταυτότητα, φεύγουν από κοντά του, ο ήρωας, μέσα στη μοναξιά του, αρχίζει να καταρρέει.
Στις αέναες περιπλανήσεις του στο Ελσίνκι, βρίσκεται αντιμέτωπος με την μοίρα του, και παίρνει το δρόμο για το τραγικό του πεπρωμένο.
Είναι πραγματικά οδυνηρό, στο τέλος πια ο αναγνώστης να γίνεται κοινωνός της εύρεσης της πραγματικής ταυτότητας του ήρωα, κι εκείνος να μην τη μαθαίνει ποτέ.
Δεν είναι όμως μόνο ο αμνήμονας ήρωας που μας ενδιαφέρει, αλλά και οι άλλοι χαρακτήρες του βιβλίου. Ο ήρωας αυτός, κατά κάποιο τρόπο λειτουργεί σαν καμβάς, σαν άγραφο χαρτί, όπου αναλαμβάνουν να εγγράψουν πάνω του, ο στρατιωτικός γιατρός Φρίαρι, τις δικές του τραυματικές αναμνήσεις από ένα φινλανδικό παρελθόν προδοσίας και εξορίας, ο εφημέριος Κόσκελα τη γραμματική, τις πλούσιες σε νόημα λέξεις, τις παραδόσεις και τις ιστορίες που περιέχονται στην Κάλεβαλα, στη μυθική Βίβλο της Φινλανδίας, η νοσοκόμα Ιλμα, τον κόσμο της παιδικής της ηλικίας και τον ρομαντισμό της τοποθεσίας του δέντρου των ωραίων αναμνήσεων. Όλοι έχουν έντονες, ζωηρές, επίμονες αναμνήσεις, και ο ήρωας μοιάζει μάλλον με καταγραφέα ξένων αναμνήσεων παρά με παραγωγό δικών του.
Το γεγονός ότι όλα αυτά ξετυλίγονται μέσα σ’ ένα κόσμο εμπόλεμο, κάνουν τους ανθρώπους, αλλά και τις τοποθεσίες να μην διαρκούν πολύ. Η κινητικότητα και η εξαφάνιση των ανθρώπων, η διάλυση, ο βομβαρδισμός, η εξαφάνιση των πόλεων, η άμεση και ξαφνική αλλοίωση σήμερα, τώρα, αυτού που ήταν λίγο πριν εδώ, κάνει την περιπέτεια και την αναζήτηση του ήρωα να διαγράφεται τραγική, γκροτέσκα, ανέφικτη, έως και παράλογη στιγμές στιγμές. Ο ήρωας υφίσταται μια μόνιμη εξορία και προσδοκά κάθε στιγμή έναν νόστο που όμως διαφαίνεται αδύνατος. Ενόσω εκείνος θα έδινε τα πάντα για να ξαναβρεί την μνήμη, τη γλώσσα και την ταυτότητά του, ο γιατρός, θαρρείς, καταδιώκεται από μια μνήμη-Ερινύα:
«Η μνήμη κυλάει σαν λάβα πάνω στις αναμνήσεις διατηρώντας τες, ναι, μόνο που τις παρασύρει μαζί της για πάντα. Από την μνήμη, την οποία ο συγγραφέας αυτών των σελίδων επιζητούσε χωρίς επιτυχία, εγώ ακόμη και σήμερα δεν έχω καταφέρει ν’ απελευθερωθώ. Η μνήμη είναι το τίμημα του πόνου που πληρώνω καθημερινά, όταν ξυπνάω σ’ αυτό τον κόσμο και δέχομαι να ζήσω. Γιατί, δεν ξέρω. Ίσως επειδή είναι πιο εύκολο να γεννιέσαι παρά να πεθαίνεις. Ίσως λόγω της νοσηρής περιέργειας που έχει κάθε άνθρωπος, ακόμη και στον πόνο, να δει πώς θα τελειώσει.». λέει.
Πόσες λέξεις χρειάζονταν για να κρατήσουν στη ζωή έναν άνθρωπο;! Ο ήρωας αναρωτιέται και θαυμάζει. Και τελικά, καταλήγει σ’ αυτό το (και) αντιπολεμικό μυθιστόρημα, πως μάλλον του χρειάζονταν μόνο οι κατάλληλες. Όταν τον ρωτάει η νοσοκόμα τί του αρέσει περισσότερο στη φινλανδική γλώσσα, λέει:
Χμ, ξέρω ότι θα σας φανεί περίεργο, αλλά μ’ αρέσει η έννοια του «χωρίς!» απάντησα διστακτικά… Ναι, η πτώση που υποδηλώνει ό,τι μας λείπει: koskenkorvatta, toivatta, χωρίς κόσκενκορβα, χωρίς ελπίδα. Είναι υπέροχο, είναι ποίηση! Κι επίσης είναι πολύ χρήσιμο, γιατί γενικά τα πράγματα που μας λείπουν είναι περισσότερα απ’ αυτά που έχουμε. Όλες οι ωραίες λέξεις σ’ αυτό τον κόσμο θα έπρεπε να κλίνονται σ’ αυτή την πτώση!
Οι χαρακτήρες που περιβάλλουν τον αμνήμονα πρωταγωνιστή, μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα του πολέμου, του ολέθρου, αλλά και της ανελευθερίας, διαπνέονται κι εμφορούνται από ένα πνεύμα ελευθερίας. Αρχίζοντας από τα ελεύθερα κι εμπνευσμένα μαθήματα του εφημέριου, του οποίου τα κηρύγματα αναγκαστικά είναι διαφορετικού κλίματος και περιεχομένου, μέχρι την νοσοκόμα με το όνομα Ιλμα, που πάνω απ’ όλα σημαίνει ελευθερία. Γιατί μας αφήνει ελεύθερους να είμαστε αυτό που θέλουμε, να πηγαίνουμε όπου θέλουμε. Σαν τον αέρα.
Και ο ήρωας, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, διαμορφώνει μια δικιά του γλώσσα και γραμματική. Όλα διαλύονται, όταν οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν σκορπίζουν κι εξαφανίζονται. Οι απώλειες τότε και τα χωρίς γιγαντώνονται γύρω του: Ένιωθα ενστικτωδώς πως αυτό που ήθελα ήταν να διανύσω χωρίς εξευτελισμούς τη ζωή που μου είχε απομείνει, με τις μικρότερες απώλειες και τη μικρότερη ανάμειξη.
Μια άλλη γραμμή αυτού του μυθιστορήματος, παράλληλη με την υπαρξιακή είναι και η φιλοσοφικο-θεολογική, κι ο ήρωάς μας πέφτει θύμα αυτής της αέναης μάχης της θεώρησης του κόσμου ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Όταν συγκρούονται αυτοί οι κόσμοι, αρχίζουμε να υποπτευόμαστε πως ο βόρειος, παγωμένος κόσμος της τιμωρίας χωρίς εξιλέωση, δεν είναι ο κόσμος του ήρωα. Το μη ανήκειν του ήρωα τότε αρχίζει και γίνεται οδυνηρό, γιατί εκείνος ανήκει πιότερο στο σύμπαν του Οδυσσέα, παρά σ’ αυτό του Βαινανοϊνεν. Προσέξτε:
Για μας όμως δεν υπάρχει λύτρωση. Μεγαλώνουμε με το αίσθημα της εξιλέωσης και μια ζωή τιμωρούμε τον εαυτό μας. Χωρίς ελπίδες, χωρίς απαιτήσεις. Γιατί είμαστε ένας μοχθηρός θρόμβος και το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαλυθούμε, να σκορπίσουμε χωρίς πάταγο, χωρίς θρήνο. Κάποιοι από μας, μονάχα στον άλλο κόσμο θα καταφέρουν να βρουν σωτηρία. Και σε τίποτα δεν ωφελούν οι πράξεις μας μήπως και κερδίσουμε κάποια ανταμοιβή. Γιατί το πεπρωμένο μας είναι προκαθορισμένο. Η καταδίκη ή η χάρη μας έχει ήδη απαγγελθεί, από την ημέρα κιόλας που ερχόμαστε στο φως. Αλλά το μαθαίνουμε μόνο μετά το θάνατο. Και γι’ αυτό η ζωή δεν είναι για μας παρά μια αγωνιώδης προσμονή… Η ζωή είναι ένα σύνολο κανόνων.
Κατά βάθος εμείς ήμασταν πάντα λουθηρανοί. Πολύ πριν γίνουμε χριστιανοί. Οι ήρωες της Κάλεβαλα είναι ήδη λουθηρανοί, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας είναι ήδη ορθόδοξοι. Η κατεργαριά του Οδυσσέα απευθύνεται σε μια εκλεπτυσμένη και σκεπτικιστική κοινωνία, μαθημένη στις παγίδες του συλλογισμού. Ο λόγος του Βάιναμοϊνεν είναι μια βραχογραφία άμεση και απλή, είναι το πρώτο χτύπημα της σμίλης πάνω στην ακατέργαστη πέτρα. Οι θεοί του Ολύμπου γίνονται ένα με τους ανθρώπους, διαπληκτίζονται και διαπραγματεύονται μαζί τους. Ο θεός Ούκο δεν κατεβαίνει ποτέ στη γη: κρίνει τις πράξεις μας και μετά μας στέλνει το φως ή το σκοτάδι, την τιμωρία ή την επιβράβευση. Η Ειμαρμένη των Ελλήνων είναι ιδιόρρυθμη, ξεχειλίζει από ειρωνεία. Μετατρέπει απλούς βοσκούς σε τρανούς πολεμιστές. Θεωρείται αδυσώπητη, αλλά οι επιπτώσεις της μπορούν τελικά να μετριαστούν. Το πεπρωμένο των Φίννων ηρώων είναι βάναυσο, αμετάκλητο. Μετατρέπει τρανούς πολεμιστές σε απλούς βοσκούς που εκτίουν την ποινή τους μέχρις εσχάτων.
Ο ήρωας, που βρίσκεται πιο κοντά στην Ανατολική θεώρηση του κόσμου παρά στην Βόρεια λουθηρανική, διήνυσε το πεπρωμένο του, χωρίς στο τέλος να βρει να τον περιμένει η εξιλέωση ή η λύτρωση. Κι αυτό γιατί τελικά, παρ’ όλη την εκμάθηση των Φινλανδικών και την δημιουργία μιας δικής του ιδιότυπης γλώσσας με τη βοήθεια των ανθρώπων που τον περιέβαλλαν, δεν βρήκε τον τόπο του, το ανήκειν, δεν βρήκε την σωστή λέξη:
Η σωστή λέξη. Εκεί βρίσκεται η διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Η μνήμη είναι αναπόσπαστη από το λόγο. Ο λόγος ανασύρει τα πράγματα από τη σκιά. Μάθε τις λέξεις και θα ξαναβρείς τη μνήμη σου.
Ή μήπως την είχε βρει από καιρό, κι ήταν η λέξη που δηλώνει την, παντός είδους απώλεια, τη λέξη ΧΩΡΙΣ, όπως είχαμε επισημάνει στον διάλογο που κάνει με την νοσοκόμα Ίλμα; Το αφήνω στην κρίση σας.