Η ηθική γκρεμίστηκε μαζί με το Τείχος του Βερολίνου.
Ο Λουϊς Σεπούλβεδα, αγωνιστής κι ο ίδιος και συγγραφέας μιάς σειράς επιτυχημένων βιβλίων, έρχεται με το τελευταίο του πόνημα «Το τέλος της Ιστορίας», ν’ ακουμπήσει πάνω στις δικές του προσωπικές πληγές, όπως και της συζύγου του, ποιήτριας Κάρμεν Γιάνες, στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο αυτό, αλλά, ταυτόχρονα, έρχεται ν’ ακουμπήσει και πάνω στις ανοιχτές και διαρκώς αιμορραγούσες πληγές της Ιστορίας, αλλά και του τραγικού, σύντομου κατά Χομπσμπάουμ, εικοστού αιώνα, ενός αιώνα, που παρέδωσε στον επόμενο εικοστό πρώτο, την αλλαγή, μεταποίηση, παραποίηση του μεγάλου αφηγήματος της Ιστορίας.
Ο συγγραφέας, σε πρόσφατη συνέντευξή του, διακηρύσσει «Αγωνίζομαι για να μην ξεχάσω ότι είμαι ελεύθερος» κι εφαρμόζει την τακτική της γραφής ως άσκηση μνήμης, όπλου, αγώνα, με διαχρονική συνέπεια. Η ιστορία του, κοφτή, ελλειπτική απλωμένη σε μικρά κεφάλαια, ασφυκτιά από τον όγκο των περιπτώσεων και των γεγονότων, κι από το εύρος των αποστάσεων που καλύπτουν χώρες από όλη τη γη.
Μέσα στην παγκοσμιοποιημένη μας εποχή λοιπόν, ένα παγκοσμιοποιημένο μυθιστόρημα, 183 σελίδων όλων κι όλων, που πατάει γερά όμως σε άλλα βιβλία, κίνητρο ισχυρό για τον φιλέρευνο αναγνώστη. Από την μια «Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» του Τζων Ρηντ, το κλασικό πόνημα του αμερικανού συγγραφέα που αποδίδει με λεπτομέρειες τις μέρες εκείνες της Ρωσικής Επανάστασης που οδήγησαν στη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης. Από την άλλη στο βιβλίο του Αμερικανού οικονομολόγου Φράνσις Φουκουγιάμα, «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος», στο οποίο ο συγγραφέας διατείνεται ότι επήλθε το τέλος της Ιστορίας μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και των καθεστώτων των ανατολικών χωρών, άρα οι κοινωνικές εντάσεις και επαναστάσεις έχουν τελειώσει, και ηρεμία και αρμονία θα επικρατεί πλέον από εδώ και πέρα στον, υπό την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, διαφεντευόμενο κόσμο. Από κοντά το βιβλίο του αρχαίου Κινέζου φιλοσόφου Σουν Τσου «Η τέχνη του πολέμου», όπου ο φιλόσοφος δίνει με λεπτομερειακή εμμονή σοφές συμβουλές και τακτικές για τον τρόπο επιτυχίας και νίκης σ΄έναν πόλεμο, χωρίς να χρειαστεί να… πολεμήσεις˙ ακόμα κάνει αναφορά σ’ ένα δικό του προηγούμενο βιβλίο με τον τίτλο «Το όνομα του ταυρομάχου», όπου πρωτοεμφανίζεται ένας παλαιός αγωνιστής με τον όνομα διάσημου ταυρομάχου, ο Χουάν Μπελμόντε. Βετεράνος των αγώνων ο Χουάν Μπελμόντε, ανακαλείται στην ενεργό υπηρεσία, κι εκεί βλέπει να εμπλέκονται και να βγαίνουν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας, όλοι οι παλαιοί σκελετοί και τα φαντάσματα, Ρώσοι αγωνιστές κομμουνιστές κι επαναστάτες, αντεπαναστάτες και Κοζάκοι αυτονομιστές και πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, μεταλλαγμένοι παλαιοί ΚαΚεΜπίτες σε σύγχρονους Ρώσους ολιγάρχες, Ναζί κατάλοιπα που γλύτωσαν, αθωώθηκαν, μεταλαμπάδευσαν τις γνώσεις τους σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου σκόρπισαν ξανά τον φόβο, τον πόνο και τον όλεθρο σε Πινοτσετικά κακέκτυπα δικτατορικά καθεστώτα. Και μέσα σ’ αυτήν την χαμαιλεοντικά μεταλλαγμένη, παγκοσμιοποιημένη σαλάτα, που είναι ο σημερινός μας κόσμος, μονάχος μονομάχος ο Χουάν Μπελμόντε, το alter ego του Σεπούλβεδα και η «σκοτωμένη από μέσα», λόγω των βασανιστηρίων άφωνη γυναίκα του η Βερόνικα alter ego της Κάρμεν Γιάνες καλούνται να δράσουν, να σκεφτούν, ν’ αποφασίσουν. Εκεί αρχίζουν και τα ερωτήματα που βασανίζουν και τον Μπελμόντε / Σεπούλβεδα. Το αξίωμα στο οποίο και καταλήγει «Δεν ξεχνώ, δεν συγχωρώ», είναι και το σωστότερο, κι ας έρχεται σε αντίθεση μ’ εκείνο του Μαντέλα «Δεν ξεχνώ μα συγχωρώ», το οποίο διαπνέεται από μια θρησκευτική πίστη, που έχει χάσει στην εποχή μας το νόημά της, και μόνον αδαείς, αφελείς κι εθελοντικά παντοτινά θύματα θα μπορούσαν να πιστέψουν.
Η αρχή και το τέλος του βιβλίου τα λέει όλα, κρατάει την ουσία του γραπτού αυτού εγχειρήματος και μας πετάει το ερώτημα καταπρόσωπο. Τι κάνεις όταν έχεις, κάποια στιγμή μπροστά σου, στην άκρη της κάννης του όπλου σου τον βασανιστή της γυναίκας σου, του εαυτού σου και τόσων άλλων αδικοχαμένων αγωνιστών; Τον σκοτώνεις, τον συγχωρείς, τον αφήνεις να ζήσει για να μην τον ηρωοποιήσουν οι δυνάμεις του σκότους;
Στην αρχή του βιβλίου, ο Σεπούλβεδα, και μάλιστα στο πρώτο κεφάλαιο, παραθέτει αυτούσιο απόσπασμα από το προαναφερθέν βιβλίο του Ρηντ, στο οποίο εμφανίζεται ο Τρότσκι να χαρίζει τη ζωή σ’ έναν αντικομμουνιστή, αρχηγό των Κοζάκων, αταμάνο, με το όνομα Πιοτρ Νικολάγιεβιτς Κρασνόφ, για να μην τον καταστήσει μάρτυρα και ήρωα, κι αυτός μετά να «μπορέσει» (;) να ζήσει με την ντροπή του. Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο βασανιστής που εκτίει ποινή σε φυλακές πολυτελείας, και τον οποίο καλείται ο Χουάν Μπελμόντε να εκτελέσει, λέγεται… Κρασνόφ, εγγονός εκείνου που άφησε να ζήσει ο Τρότσκι. Τι κάνει τελικά ο Μπελμόντε και τι απάντηση δίνει ο Σεπούλβεδα. Μα, όπως ξέρουμε πια, η καλή Λογοτεχνία δεν γράφεται για να δίνει απαντήσεις, αλλά για να θέτει ερωτήματα.
Ο Σεπούλβεδα σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου του παίζει με τη λέξη Ιστορία/ιστορία, με όλες τις σημασίες της˙ Ιστορία, αφήγηση, προσωπική ιστορία, ιστορία αγώνων, ιστορία του κάθε αιώνα, κλαι ξέρετε κάτι, βρίσκει πως με όποια μορφή παρουσιάζεται μπροστά μας η Ιστορία/ιστορία ποτέ δεν τελειώνει. Έγκειται στον κάθε αναγνώστη ν’ αρπάξει από μια κλωστούλα της αφήγησης και να την προχωρήσει παραπέρα. Πώς τελειώνει το βιβλίο;
Και πήραν το δρόμο τους μέσα απ’τη λαβωμένη πόλη, αδιάφοροι για τους επίμονους σπασμούς της Γης.
Στα χέρια σου είναι αναγνώστη να συνεχίσεις αυτό το βιβλίο το μικρό το μέγα.