Προτού αναφερθούμε στη σειρά ποιημάτων «Αθλοφόροι» – που θα την έλεγα ιστόρηση μιας πορείας – είναι σκόπιμο να μιλήσουμε για τους λόγους που η «ποίηση» -με τον τρόπο που εννοούμε σήμερα τη λέξη αυτή- μας ασκεί γοητεία και τέλος πάντων τι θέλει αυτή η «ποίηση» και εισέρχεται στην καθημερινότητά μας ως λυτρωτής ή θέλει να εισέλθει ως λυτρωτής; Αλλά και τελικώς τι ζητούμε από αυτήν την καθημερινότητα, ποια είναι και ποια θέλουμε να είναι; Θεωρώ πως προσπαθώντας να διαλευκάνουμε τα ζητήματα αυτά, θα κατανοήσουμε καλύτερα την προσφορά του Δημήτρη Ξυδερού, αλλά και όλων των ποιητών που εμμένουν στα «τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών» και στα «τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα», για να θυμηθούμε τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Είναι χρήσιμο να δούμε εν τάχει την ιστορία του όρου. Ποίηση βέβαια προέρχεται εκ του ποιώ, ποιώ με τέχνη (ή τεχνική, έννοιες ταυτόσημες μέχρι τον 18ο αιώνα). Ποιώ δε με τέχνη για να ικανοποιήσω ατομικούς και συλλογικούς στόχους. Τούτοι οι στόχοι προέρχονταν – αλλά και κατ’ ουσίαν εξακολουθούν να προέρχονται – από το υπαρξιακό φαντασιακό ανθρώπου και κοινωνιών, δηλαδή από το νόημα που δινόταν στην ύπαρξη ανθρώπου και Κόσμου, στο νόημα της ζωής, της προφανούς ζωής, αλλά και της όποιας θεωρούμενης ύπαρξης επέκεινα του αισθητού. Ο Καστοριάδης αυτήν τη ζωτική για την ύπαρξη ανθρώπου και κοινωνιών νοηματοδότηση την ονόμαζε φαντασιακή θέσμιση των κοινωνιών – και του ανθρώπου βέβαια – νομίζω πως σωστότερα πρέπει να ονομαστεί φιλοσοφική θέσμιση ή θεμελίωση τους. Φιλοσοφική θεμελίωση που ο Αξελός ενέτασσε στην «πλανητική Σκέψη». Σκέψη δηλαδή πλανώμενη και περιπλανώμενη μεν, αλλά Σκέψη αναγκαία για την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου, ως εγγενές χαρακτηριστικό του.
Στην προ-νεωτερική περίοδο το νόημα αναζητείτο πέραν του ορατού και απτού, σε ένα Κόσμο πέραν του αισθητού, Κόσμο άχωρο και άχρονο που απελευθέρωνε τον άνθρωπο από τα δεσμά των στενών χρονικών ορίων της ζωής, των χρονικών ορίων μεταξύ γέννησης και θανάτου του. Επιδιωκόταν η μέσω του θανάτου κατανίκησης αυτού του θανάτου – «θανάτω θάνατον πατήσας» – σε όλες τις μυθολογίες. Όπου οι μυθολογίες δεν ήταν άλλο παρά οι σχηματοποιήσεις του τρόπου θεώρησης του Κόσμου και του Ανθρώπου, με τρόπον ώστε ο άνθρωπος να έχει πρόσβαση προς αυτήν την κάθε φορά θεωρούμενη προαιώνια αρχή του και αρχή του παντός, έως συνταύτισής του με αυτήν. Ποιούσε ο άνθρωπος με τέχνη, για να δημιουργήσει τις αρθρώσεις του με αυτήν. Αυτόν το ρόλο είχαν η αρχιτεκτονική, το θέατρο, οι τελετές, ο τρόπος που θεωρούσε και μετασχημάτιζε τα αντικείμενα που τον περιέβαλαν, ο τρόπος του καθημερινού του βίου.
Η συρρίκνωση της εμβέλειας της ζωής του στους νεωτερικούς χρόνους, τον έστρεψαν στην ανάγκη να αναζητήσει τρόπους ελευθερίας σε κάποιες πρακτικές που επέμεναν σε πέραν του ορατού και απτού πραγματικότητες. Κατέφυγε σε πρακτικές που επέμεναν στην αναζήτηση της μιας ανώτερης Αλήθειας. Κατέφυγε σε πρακτικές που στους χρόνους του νεωτερικού εγκλεισμού του στο προφανές, ανέσυραν τα άθλα του παρελθόντος που τον συνέδεαν με ανώτερα υπαρξιακά επίπεδα, για να αναφερθούμε και στον εύστοχο τίτλο του πονήματος του Δημήτρη Ξυδερού. Τολμώντας νοηματικά άλματα, θα λέγαμε πως η διερώτηση του Σαίξπηρ «να είναι τις ή να μη είναι, ιδού το ερώτημα» (έχει επικρατήσει το «να ζει κανείς ή να μη ζει»), απαντήθηκε εμμέσως ένα αιώνα μετά από τον Baumgarten, με την εισαγωγή του όρου «αισθητική» ως τρόπο αισθητοποίησης της Αλήθειας και με την πρόσδοση δυνατοτήτων στον άνθρωπο πρόσβασης προς αυτήν. Ξεχώρισαν έτσι δραστηριότητες του Ανθρώπου που μπορούν να του χρησιμεύσουν γι’ αυτό, τις ονόμασαν Τέχνη με την σημερινή έννοια του όρου και με την αποστολή να υπηρετεί τους στόχους που έθεσε ο ανωτέρω επινοητής του όρου «αισθητική». Η πρώτη συστηματική παρέκκλιση προς τις νεωτερικές εμμονές υπήρξε ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα, που αναζήτησε το νόημα της ζωής σε παλαιότερες παραδόσεις με οικουμενική αξία, ιδιαιτέρως στην αναζήτηση της ελληνικής πρότασης, που υπήρξε και κύρια αιτία της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους. Αλλά και όλα τα κινήματα Τέχνης του ΧΧου αιώνα στόχευσαν σε αναζήτηση ανώτερων πραγματικοτήτων πέραν του ορατού και απτού, στην αναζήτηση του αοράτου όπως έλεγε ο Klee, καταδήλως όμως ανεπιτυχώς, καθ’ όσον καμιά τέχνη δεν κατόρθωσε να καλύψει την απογοήτευση του κόσμου, όπως εύστοχα τη διατύπωσε ο Καστοριάδης, την απογοήτευση που ήρθε ως αποτέλεσμα της οπισθοχώρησης των θρησκειών – εμείς θα λέγαμε των οντολογικών σχημάτων του παρελθόντος – προερχόμενη από το επικρατούν οντολογικό κενό της ανθρωπότητας. Ο Καστοριάδης μάλιστα μας βεβαίωνε πως αυτό το οντολογικό κενό, στη «δεύτερη απογοήτευση του κόσμου, μετά τη χρεοκοπία των πολιτικών ιδεολογημάτων που ήρθαν να αντικαταστήσουν τις παλαιότερες θρησκείες», μοιάζει σήμερα να είναι οριστικό.
Ο Δημήτρης Ξυδερός μας καλεί να υπερβούμε αυτό το οντολογικό κενό. Η γοητευτική γραφή του μας ενώνει ενσυναισθηματικώς με τους αθλοφόρους του γενέθλιου παρελθόντος μας, μας καλεί να διατρέξουμε και βιώσουμε μαζί τους την πρόσφατη ιστορία μας, μας καλεί να στραφούμε προς το βαθύτερο είναι μας. Τους αθλοφόρους αυτούς που φέρουν την ελπίδα επαναφοράς της ελληνικής πρότασης ως αρωγό στην ανάγκη υπαρξιακής θεμελίωσης του ανθρώπου. Ιστορεί πέρα από τα ερμηνευτικά δεσμά της νεωτερικότητας, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς του προφανούς. Θα τολμούσα να πω προβαίνει σε μια επιστημολογικώς ορθότερη θεώρησης της ιστορίας, όπως δηλαδή αυτή βιώθηκε από το συλλογικό ασυνείδητο των πρωταγωνιστών της – για να θυμηθούμε τον όρο του Jung. Πάντα μέσα στην τραγικότητα του τριγώνου άθλια – άθλα – θέμεθλα, όπως θα έλεγε ο Ζουράρις και με την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, όπου το καλό και το κακό συναποτελούν τις δύο όψεις του ανθρώπου: «πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει», για να θυμηθούμε τον Σοφοκλή στην Αντιγόνη.
Τούτο γιατί η Ιστορία δεν τελείωσε και δεν μπορεί να τελειώσει, παρά την τραγικότητα του ανθρώπου και παρά τις όποιες προβλέψεις περί του τέλους της έχουν διατυπωθεί, αρχής γενομένης από τον Hegel και πιο πρόσφατα από τον Fukuyma. Από τη Νέα Ρώμη λοιπόν στην Αθήνα και από κει υπερχρονικοί στο «ιερό άλσος», οι αθλοφόροι και μεις, αναμένουμε «τη γέννα ως εκπλήρωση του μύθου» – μεταφέρω λόγια του Δημήτρη Ξυδερού.
Έχω τη τύχη να γνωρίζω ένα εξαιρετικό ιστορικό πόνημα του Δημήτρη Ξυδερού για μια σημαντική περίοδο της ελληνορωμαϊκής οικουμένης (ή ρωμιοσύνης), την κομνήνεια αναγέννηση ως θεμελίωση της διαμόρφωσης του νεώτερου ελληνισμού (που ελπίζω σύντομα να εκδοθεί). Αφηγήθηκε με ιδιαίτερη οξυδέρκεια τα γεγονότα στο πόνημά του αυτό, αναφερόμενος στις μορφές τέχνης / κιβωτούς πολιτισμού, που αυτή άφησε. Στο πόνημα του που παρουσιάζουμε εδώ, αναφέρεται στην πτώση της Πόλης των Ελλήνων και στην συνακόλουθη παρακμή των προτάσεων που αυτοί κόμιζαν στην ανθρωπότητα, εμβαθύνοντας στον τρόπο και περιγράφοντας τη μορφή με την οποίαν η τραγωδία αυτή βιώθηκε. Αναφέρεται στο βίωμα που δεν υποτάσσεται στις εμμονές της θεώρησης της πραγματικότητας ως περιορισμένης στο προφανές γεγονός, αλλά αναφέρεται στο βίωμα ως διεργασία εντός μας, με αυτό το «εντός μας» να έχει ξεκινήσει να πλάθεται αλλά και να πλάθει ταυτόχρονα την Ιστορία από αιώνες πριν, ίσως από διαχρονικά σχήματα, που αναπέμπουν σε αρχέτυπες ιδέες πέραν των περιορισμών του χώρου και του χρόνου. Έτσι ο ποιητής μας οδηγεί στη διερώτηση περί του βαθύτερου είναι μας και από κει σε ανώτερες Αλήθειες. Ιδού γιατί η εμμονή των αθλοφόρων του, αυτών που μας οδήγησαν μέχρι εδώ σήμερα, αθλοφόροι που καίτοι δείχνουμε να έχουμε ξεχάσει, είναι αυτοί με τους οποίους «σιωπηρώς και ανεπαισθήτως» – θα’ λεγε ο Καβάφης – πορευόμαστε. Και ας τους περιφρονούμε: αυτοί φέρουν τις ρίζες μας. Σοφά τα λόγια του Λορεντζάτου για τον Πικιώνη, που θα έλεγα και για τον Ξυδερό: «Σήμερα που ο ελληνικός τροχός – αν φανταστούμε αυτή την εικόνα – έχασε σχεδόν όλες τις ακτίνες ή τα αδράχτια του και αναδιπλώθηκε στο κεντρικό σημείο, στο τιγκίλι της ρόδας, οι δυσκολίες για μια κάποια αυτογνωσία και η ανάπτυξη, απάνω στην αυτογνωσία αυτή, κάποιου καινούργιου πολιτισμού πληθύνανε τόσο πολύ, ώστε να γλιστράει μέσα από τα χέρια μας, όχι μόνο η χίμαιρα (που δουλειά της είναι πάντα να γλιστράει), αλλά περισσότερο ακόμα η πραγματοποίηση μιας παρόμοιας προοπτικής. Και αυτό δεν μπορεί να είναι πολύ καλό σημάδι, χωρίς αναγκαστικά να είναι και σημάδι απελπισμού.
Ποιος ξέρει, μπορεί τον καιρό κάποιας μεγάλης αναβροχιάς, όταν τίποτα δεν θα έχουμε να προσμένουμε από πουθενά και τα κλαριά ή τα φύλλα του δέντρου θα απομένουνε φρυγμένα και θα είναι μόνο για λύπηση, οι ρίζες αυτές, που εμείς τις είχαμε για ξοφλημένες, να ανεβάσουνε από τα καταχθόνια τις λίγες σταλαματιές που θα σώσουνε το δέντρο από το μαράζωμα και τον αφανισμό». Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν πορεύεται ο Δημήτρης Ξυδερός, αναζητώντας τις ρίζες μας στην τελευταία αναλαμπή του ελληνισμού, σε αυτήν της ρωμιοσύνης. Και μας τις παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό και γοητευτικό, ως φτερουγίσματα της ίδιας μας της ψυχής. Του ευχόμαστε να συνεχίσει, μέχρι την αυτογνωσία μας και από κει στην αναγέννησή μας. Δεν θεωρούμε πως ο «ελληνισμός τελείωσε», όπως ακούμε σήμερα πολλούς διανοούμενους να διατείνονται. Αντιθέτως πιστεύουμε ακράδαντα πως η ανθρωπότητα θα ξαναστραφεί προς αυτόν, όπως το έκανε τον 19ο αιώνα: είναι ζήτημα επιβίωσης της.
Ο dr. Νικήτας Χιωτίνης, κοσμήτορας Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, είναι αρχιτέκτων – μηχανικός του Μετσοβείου Πολυτεχνείου Αθηνών με μεταπτυχιακά στην Φιλοσοφία του Πολιτισμού και την Αισθητική (Sorbonne).