Από τις άυλες μορφές τέχνης, η ποίηση είναι η πλέον συμπαγής· πιο σωστά, ίσως, έχει τη δυνατότητα να είναι η πλέον συμπαγής, με δεδομένο ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων αδικείται καταδικαζόμενη σε επιτηδευμένη αερολογία. Το υλικό της σώμα, η λέξη, και πολλές φορές ούτε καν αυτή, πολλές φορές αντί της λέξης ένας μεμονωμένος φθόγγος ή η τεχνητή, εκεί που πρέπει, σιωπή, η εσκεμμένη δηλαδή αποσιώπηση, επιδρούν με τρόπο σχεδόν μεταφυσικό στο θυμικό, και μας οδηγούν σε μία terraincognita· στη γη του εσώτερου κρυμμένου εαυτού· στην πατρίδα του μεγάλου, όπως τελικά αποδεικνύεται, αγνώστου, κερδίζοντας έτσι σπιθαμή προς σπιθαμή το δρόμο προς την αυτογνωσία. Έρχεται η ποίηση, κι έτσι ριγμένοι όπως είμαστε ανάμεσα στις μυλόπετρες της καθημερινότητας, φωτίζει την ουσία μέσω κυρίως του κοινού βιώματος. Ως εκ τούτου η μία συντριβή, η φθοροποιός, η ατελέσφορη, η μάταιη, ηττάται κατά κράτος από τη γλυκιά και γόνιμη συντριβή της αληθινής επικοινωνίας που μας δωρίζεται μέσω του στίχου. Ανακαλύπτουμε τον Άλλο που φυτοζωεί μέσα μας και βρίσκεται σε υπαρξιακό λήθαργο και του οποίου η αξία έγκειται στη συνειδητοποίηση πως η αληθινή ουσία βασίζεται στην συν – ουσία, στην ώσμωση, με τον κάθε Άλλο. Η ποίηση δηλαδή για να μην αδικείται, για να είναι πυκνή, εκπληρώνοντας τη δική της εγγενή ενδελέχεια, που είναι να ταξιδεύει από το ατομικό στο κοινωνικό γίγνεσθαι κι αντίστροφα, από το συλλογικό στη γόνιμη και θρεπτική μοναξιά του ατομικού βιώματος, για να διαδραματίζει δηλαδή τον πολιτικό – με την πλατωνική έννοια του όρου – ρόλο της, η ποίηση πρέπει πάντοτε να διατηρεί το αρχικό της π. Να μην το χάνει ποτέ. Και μάλιστα όχι κεφαλαίο· το αντίθετο, όσο πιο διακριτικό γίνεται. Εξυψώνεται κι άρα εισακούγεται, μόνο ψιθυρίζοντας, ποτέ φωνασκώντας.
Μία τέτοια γραφή είναι κι η γραφή της Βαρβάρας Χριστιά. Με αρετές που τείνουν να γίνουν σπάνιες. Γεμάτη ειλικρίνεια, καθαρότητα, ευαισθησία, σοφή οικονομία στην έκφραση, αριστουργηματική και τόσο ανακουφιστική απλότητα. Ανακουφιστική, μέσα στον κυκεώνα της σύγχυσης που επικρατεί περί του υπερρεαλισμού (λογοτεχνικό ρεύμα που εξαιτίας ίσως της φύσης του εύκολα πέφτει θύμα κακής «χρήσης») και μέσα στον κυκεώνα της παραπλάνησης πως η ποιητική γραφή οφείλει να είναι κρυπτική, σκοτεινή, κοινώς ακαταλαβίστικη. Σύγχυση που συχνά οδηγεί σε γκρεμούς φαιδρότητας επιδεινούμενης διαρκώς από τη μη συναίσθηση αυτής καθεαυτής της φαιδρότητάς της. Η γραφή της Βαρβάρας Χριστιά βαδίζει με βήμα σταθερό στον λείο αλλά ταυτόχρονα τόσο δύσβατο, για λόγους άσχετους με αυτήν, δρόμο της ποιητικής αλήθειας. Στέκεται με γενναιότητα κι ομολογεί :
Εκείνο που πιότερο με πονά/ εκείνο που με καταβάλει/ είν’ το κρυφό σημάδι/ απ’ τη μάχη που φοβήθηκα να δώσω// Κι αμαχητί/ σ’ άτιμο βόλι παραδόθηκα// Κι αν έχει θρέψει απ’ έξω η πληγή/ μέσα στα τρίσβαθα η ψυχή/ κρυφά φλεγμαίνει.
Βυθοσκοπεί με ματιά διεισδυτική τα ανθρώπινα κι εμπνέεται τόσο από γεγονότα εσωτερικά όσο κι από την εξωτερική πραγματικότητα, θραύσματα της οποίας επιτυγχάνει να αποδώσει με αυτοτελή, το καθένα ενότητα, βαθύτητα και κυρίως προοπτική του χρόνου. Ο διαχρονικός στίχος είναι ένα στοίχημα που δύσκολα κερδίζεται. Ο στίχος που ακόμα κι αν γράφτηκε για παράδειγμα τον 6ο αι. π.Χ. από τη Σαπφώ παραμένει πάντοτε σύγχρονος. Στο ποίημα Μικρές Αναστάσεις, το οποίο κατά τη γνώμη μου θα κοσμήσει ανθολογίες του μέλλοντος γράφει :
Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ/ σε αίθουσες χειρουργείων/ σε χαμηλοτάβανα σχολεία/ σε στοές ανθρακωρυχείων/ σε χούφτες που από καρφιά αιμορραγούν/ μα σφίγγονται κι υψώνονται από περηφάνια.// Για κείνες τις μικρές αναστάσεις/ της ανεμώνης που σπάει την πέτρα κι ανθίζει,/ της ανασαιμιάς που επιμένει/ σε βομβαρδισμένα σπιτιών κουφάρια,/ του επαίτη που κόβει τη μπουκιά στα δυο/ και με τ’ αδέσποτο μοιράζεται του χεριού που απλώνεται/ στον ναυαγό, στην πόρνη, στον εξαρτημένο,/ του στόματος που λέει/ «αγάντα αδερφέ μου και θ’ αντέξουμε»/ της αυλής που μοσχοβολάει ασβέστη/ της τσιγγάνας που χορεύει στα λασπόνερα/ της καλημέρας/ της ελπίδας,/ της συγγώμης των παιδιάστικων βλεμμάτων,/ του «σ’ αγαπώ που ψιθυρίζει ο ερωτευμένος.// Αυτών, που το φεγγάρι στη χάση του τ’ αρπάζουν και μ’ ένα γέλιο τους το μετατρέπουν σε πανσέληνο.// Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ/ που όσες σταυρώσεις κι αν προηγηθούν,/ πάντα κι αλάνθαστα στην ώρα τους, θα φθάνουν.
Δε θα μπορούσε να αποτυπωθεί ευκρινέστερα νομίζω και πιο επιδραστικά η νίκη της ζωής και της ανθρωπιάς επί του θανάτου, του όποιου θανάτου. Είναι μια νίκη επί της ηττοπάθειας και του πεσσιμισμού, η οποία πείθει για το αναπόφευκτο της έλευσής της. Το «θα μιλώ» προδίδει ειλημμένη απόφαση μετά από προηγηθείσα εσωτερική διαβούλευση, απόφαση που συμπαρασύρει με την πρωτοπρόσωπη αμεσότητά της και τον αναγνώστη. Αχνοφαίνεται σαν κατακλείδα, σαν ρυθμική επωδός και στο δικό μας στόμα ανάλογη απόφαση, ανάλογη δέσμευση αντίστασης. Σα να ψιθυρίζει ο καθένας μας στο τέλος του ποιήματος : «Κι εγώ θα μιλώ», «κι εγώ…» «κι εγώ…» Είναι σα να κάνουμε ήδη πράξη, σε χρόνο ενεστώτα πια κι όχι μέλλοντα, την αρπαγή του φεγγαριού στη χάση του και τη θαυματουργή μετατροπή του σε πανσέληνο με ένα γέλιο. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί συχνά το α’ ενικό ρηματικό πρόσωπο. Είναι απόδειξη ότι την τροφοδοτεί το προσωπικό της βίωμα, δηλαδή μια απόδειξη της στράτευσής της στην αλήθεια, την οποία κι αποτυπώνει με εκφραστική δεινότητα. Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η επιλογή ίσως να κρατούσε σε μια απόσταση τον αναγνώστη, να τον απομάκρυνε ενδεχομένως από το εκπεφρασμένο συναίσθημα, να το έβλεπε ως ξένο, ως αλλότριο. Είναι όμως η δυναμική της Β. Χριστιά τέτοια που αυτή η πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση διαχέεται άμεσα στον αναγνώστη συνεπικουρούμενη από μία μορφή που οργανικά βλασταίνει μέσα από το περιεχόμενο συνταιριασμένη πλήρως μαζί του, για να γίνει τελικά το δικό μας α’ ενικό, η δική μας εξομολόγηση, εκούσια κι ελεύθερα επιλεγμένη. Τον σεβασμό στην ελευθερία του αναγνώστη η ποιήτρια τον αποδεικνύει και μέσω της έντεχνης αποσιώπησης του β΄ ενικού, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το δρόμο για την ενσάρκωσή του σε ό,τι ο καθένας μας επιθυμεί. Το ποίημα «Στην κόγχη» είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού . Γράφει :
Εκεί θα σε κρατώ/ στην κόγχη του μυαλού.// Εκεί που ακροβατούν,/ εκεί που μετριούνται/ το απέραντο και το μικρό/ το ποτέ και το πάντα// Εκεί που γίνονται τα πιο όμορφα ταξίδια/ κι οι πιο μεγάλοι καταποντισμοί.
Τη θέση του αντικειμένου, τη θέση του «σε» στο στίχο «θα σε κρατώ», ο αποδέκτης είναι ελεύθερος να την καλύψει με τη δική του απωλεσθείσα Ιθάκη από την οποία όμως ποτέ δεν παραιτείται. Για άλλους μπορεί να είναι μία προδομένη ελπίδα, για άλλους ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, μια χαμένη πατρίδα ή η συμφιλίωση με το αναπόφευκτο κ.λπ. Θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη μνεία και στην εξαιρετική αντίθεση των δύο τελευταίων στίχων. Μου θύμισε έντονα τον συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο τελειώνει ο Σολωμός το πολύστιχο, αφηγηματικό του ποίημα «Ο Κρητικός». Λέει ο ήρωας που μόλις έχει καταφέρει μετά από μία τιτάνια μάχη με τα κύματα, να βγάλει την αρραβωνιαστικιά του στην ακτή : «Την απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη». Στον ίδιο στίχο η απόλυτη χαρά με την απόλυτη ματαίωσή της. «Τα πιο όμορφα ταξίδια και οι πιο μεγάλοι καταποντισμοί» γράφει η Χριστιά. Μερικές φορές η ευτυχία αποδεικνύεται μεγάλος τοκογλύφος.
Την άμεση συνομιλία του στίχου με τον αναγνώστη την κατορθώνει η ποιήτρια σε άλλες στιγμές και με την αίσθηση της καθολικότητας που αποπνέει η χρήση του α’ πληθυντικού προσώπου – του πολυσυζητημένου «εμείς». Στο ποίημα «Οίκος αντοχής» με καρυωτακική μουσική υπόκρουση και με πικρή μεν αλλά αξιοπρεπή ειρωνεία που υπογραμμίζει κι ενισχύει τον υπαινιγμό – μια από τις μεγαλύτερες αρετές θεωρώ της ποιητικής γραφής γενικά – γράφει :
Είμαστε κάτι γέρικα κόκαλα/ θρυμματισμένα από οστεοπόρωση,/ σε πόρτες παλιακές κασώματα/ φαγωμένα από σαράκι,/ κορμιά υποψηφίων εραστών/ που παραδόθηκαν στον ύπνο// Είμαστε κάτι πειρατικές κεραίες/ σκιάχτρα σε καπνοχώραφα/ φερτά υλικά στο Δέλτα του Αχέροντα,/ γριές ψαρόβαρκες στο Κάβο Ντόρο,// αμνοερίφια σε στάνες ηλεκτρονικές,/ πυώδη δάχτυλα πληκτρολογίων,/ ξερά λουλούδια του Μαγιού/ σ’ ανήλιαγα σαλόνια από μαόνι,// είμαστε// ισχνοί κι αγύμναστοι πορτιέρηδες/ στον οίκο αντοχής μας.
Σε άλλες στιγμές δε η θεματική της έχει ένα έντονο κοινωνικό πρόσημο. «Θα σας μιλώ με ποιήματα/ από κείνα τα «εκτός ύλης» μας βεβαιώνει, κι εννοεί :
Εκείνα που διαβάζονται/ από βραχνές φωνές/ σ’ υπόγεια κουτούκια/ που νύχτα γράφονται/ σε τοίχους γειτονιάς/ και το πρωί/ του δήμου η υδροβολή με μένος τ’ αφανίζει.
Η Βαρβάρα Χριστιά με τη δεύτερη αυτή ποιητική συλλογή της και γι’ αυτό ίσως κι ο τίτλος «Δευτερολογία» από τη μία αποδεικνύει τη σταθερότητα τής απόφασης να στρατευτεί στο χώρο των ιδεών κι από την άλλη προσφέρει στη σύγχρονη ελληνική ποίηση που τελεί υπό την πολιορκία του εξής οξύμωρου : πολλές εκδόσεις, ελάχιστοι αναγνώστες, έναν λόγο πνευματικά ώριμο, λογοτεχνικά άρτιο και βαθυστόχαστα ουσιώδη. Στο ποίημά της «Αμπελοφιλόσοφοι» ομολογεί : Από τους ποιητές των αμπέλων/ προτιμώ εκείνους των πεζοδρομίων. Αυτή η αυτοαναφορική προτίμησή της κατατάσσει και την ίδια στο στρατόπεδο των δεύτερων, στρατόπεδο μοναχικό αλλά περήφανο, μακριά από το τσίρκο όπως έγραψε ο Λάσκαρης, μακριά από τους ψευτοδιανοούμενους όπως τους περιέγραψε ο Χριστιανόπουλος.