Ο περιορισμός του ζωτικού μας χώρου
Το χωριό μου έχει έκταση 10.000.000 τ.μ.
Το νεκροταφείο του 10.000 τ.μ.
Το οστεοφυλάκιό του 100τ.μ.
Και με αυτό το συγκλονιστικό ποίημα ο Γ.Χ.Θ. μιλά για τη γενέτειρά του, τη Δεσφίνα Φωκίδας. Με αυτό, αποδίδει ρεαλιστικά τον βαθύτερο πυρήνα της ζωής, που φτερουγίζει ασύλληπτος δίπλα μας και που μόνο μέσω της ευφυούς ποιητικής επεξεργασίας και της αριστοτεχνικής αφαίρεσης όλων των περιττών ψιμυθίων γίνεται τελικά από απελπιστικά αόρατος, ορατός. Το ποίημα αυτό είναι κυκλαδίτικο ειδώλιο, το κάλλος ως αποτέλεσμα της γόνιμης ένωσης λιτότητας και συμβολισμού.
Όταν ένα βιβλίο μου αρέσει πολύ δεν μπορώ εύκολα να το περιγράψω. Οποιαδήποτε απόπειρα φιλολογικού τύπου παρουσίασης βουλιάζει αύτανδρη κι αναδύεται ως αεράκι, ως ποίημα. Παθαίνω αυτό που παθαίνουν οι ερωτευμένοι. Δένεται η γλώσσα κόμπος και με κυριεύουν «εκείνες οι γλυκιές σιωπές του έρωτα», όπως τις χαρακτήρισε ο Χρίστος Λάσκαρης. Ένας τέτοιος άνεμος φύσηξε απαλά απ’ την απέναντι στεριά, γλίστρησε χαϊδεύοντας όλους τους δαντελωτούς κολπίσκους του Κορινθιακού, πέρασε από τόπους αρχαίους, Άσπρα Σπίτια, Αντίκυρα, Μεδεών, Ιτέα, δυνάμωσε θρεμμένος από την ανάσα του φωτοδότη Θεού που εποπτεύει την επικράτειά του καθισμένος ψηλά στο θρόνο του στους Δελφούς, και με οδηγό τη γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου με βρήκε κατάστηθα ένα μεσημέρι Σαββάτου, εδώ, στην άκρη του Πατραϊκού.
Η Δίφορη μνήμη των βιωμάτων που τροφοδότησε τη γραφίδα του Γ.Χ.Θ. άνοιξε έναν δρόμο πρωτόγνωρο. Κι αυτό γιατί το βίωμα δουλεύεται λογοτεχνικά με τέτοια μαεστρία που δε χάνει στο ελάχιστο την αυθεντικότητά του· αντίθετα, την αναδεικνύει και τη στεφανώνεται ως στέμα λαμπρό. Η αποκάλυψη κι η εξύψωση της βιωμένης μνήμης μάς δίνει μια από τις πιο υπέροχες στιγμές της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο πιο εύκολος και ασφαλής τρόπος μετάγγισης της αλήθειας ήταν πάντοτε ο ευθύς λόγος. Στόχος του η καλύτερη δυνατή σκιαγράφηση των προσώπων και η γλαφυρότερη και βαθύτερη ηθογράφηση και ψυχογράφησή τους. Ο Γ.Χ.Θ. καταφεύγει σε αυτόν μόνο όταν αυτή η επιλογή είναι επιβεβλημένη από την ιδιαίτερη “φωνή” που θέλει να ηχοποιήσει:
Το τελευταίο σπίτι που ηλεκτροδοτήθηκε στο χωριό ήταν των Ψαραίων. Όταν ρωτήθηκε ο Χαραλάμ’ς των Ψαραίων, γεροντοπαλίκαρο, μειωμένης αντίληψης, πώς κι αποφάσισε να κάνει συμβόλαιο με την ηλεκτρική εταιρεία, εκείνος απάντησε αφοπλιστικά : «Τι να κάμ’ς λέπ’ς, είτ’ ιγώ παντρευτώ, είτ’ η μάνα μ’ πεθάν’ τα φώσα χρειάζοντ’….
Εδώ, οποιαδήποτε άλλη επιλογή απόδοσης θα κραύγαζε ως ψέμα. Ο συγγραφέας περπατά κυρίως στον άλλο δρόμο, τον δύσβατο. Παίρνει τα λόγια, τις πράξεις, τις μνήμες, και τις δικές του και των απλών ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας, και αφού τα επεξεργάζεται όλα αυτά όσο πρέπει, τα κάνει εξαιρετική λογοτεχνία. Αυτό το «όσο πρέπει» είναι η δυσπρόσιτη κορυφή που κατέκτησε και την οποία ελάχιστοι κατακτούν.
Το πλατύ και καθάριο ποτάμι των, από τη μεριά του πατέρα, προγόνων του, ενώνεται με το άλλο, το ήρεμο και ζεστό από τη μεριά της μητέρας. Κι αυτή η ένωση επισυμβαίνει διαρκώς μέσα στο υλικό κι άυλο (ψυχικό) σώμα του. Κι αντί να καταλήξει, νομοτελειακά, στην απεραντοσύνη της λήθης, σχηματίζει ένα μεγαλειώδες και γόνιμο Δέλτα, που «υδροδοτεί» στην εύφορη σκέψη του μια μνήμη δίφορη, ες αεί καρποφορούσα κι ανθοφορούσα εντός του συλλογικού υποσυνείδητου της ελληνικής ψυχής. Γιατί οι πρόγονοι ζουν μέσα μας, οι πρόγονοι είμαστε εμείς. «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» ο Γιώργος Ιωάννου είδε καθαρά «το βουβό ποτάμι των προγόνων», όπως χαρακτηριστικά έγραψε, να κυλά στις φλέβες των περαστικών . Ο τρόπος που το ατομικό βίωμα εδώ περνά στη σφαίρα της συλλογικής μνήμης, αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση μιας συγκλονιστικής αυτεπίγνωσης. Ακούει τον αχό μιας λυτρωτικής άλωσης.
Διαβάζοντας συναντάμε τους δικούς μας προγόνους, τους αντάρτες, τους ξωμάχους, τους μερακλήδες, τους καβαλάρηδες της ζωής, τους εραστές, τους αλλιώτικους:
Έπιναν ούζα στην άκρη στο κύμα. Ο Μπάμπης καθόταν, κάθε νύχτα, μονάχος στο πεζοδρόμιο του μαγαζιού κι έπινε. Σηκώθηκε μια φορά ένας και πήγε κοντά του. «Έλα, ρε Μπάμπη, στην παρέα», του είπε. «Μην παρεμβάλλεσαι, φίλε, δίνω ρεύμα στο φεγγάρι, πρέπει να είμαι μόνος», αποκρίθηκε. Αργότερα έφυγε στον Καναδά. Δεν ξαναγύρισε. Δεν ήταν του κόσμου τούτου ο Μπάμπης.
Συναντάμε και τις γυναίκες της γενιάς μας, τις περήφανες, τις φιλόξενες, τις εργατικές:
Ξενομερίτες καβάλα στα ζώα τους φτάνουν στο έμπα του χωριού. Η θεια – Θεοφανή που βοτανίζει στο χωραφάκι της κόβει κάμποσες χεράδες ρεβυθιές και τους καλοδέχεται δίνοντάς τους τα φρέσκα ρεβύθια, εν είδει ανθοδέσμης.
Ή:
η παρέα ζητάει από την κομπανία να παίξει, στο πανηγύρι, το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Με το που αρχίζει το ορχηστρικό σηκώνεται η κυρα – Δροσούλα, ετών πενήντα πέντε, και γεμίζει με το χορό της την πίστα. Σε ένα τσάκισμα, τσακίζει η καρδιά της και πέφτει νεκρή. Το πανηγύρι διαλύεται. Αλλά γιατί; Μήπως δεν αρμόζουν πανηγύρια σε τέτοιον ευτυχισμένο θάνατο;.
Συνάντησα και τη γιαγιά που δεν γνώρισα , την είδα να γεννά τα δίδυμα (τη μάνα και το θείο μου) στ’ αλώνι, στη σταφίδα. Να πλένει εκεί, στη στέρνα, τα ματωμένα ρούχα, να φασκιώνει πρόχειρα τα μωρά.. Την είδα!
Ο Γ.Χ.Θ. αυτοσυστήνεται όχι μόνο μέσω της δικής του φωνής, όχι μόνο μέσω των προγόνων του, αλλά και μέσω της φωνής όλων αυτών των απλών, καθημερινών ανθρώπων της Ελλάδας ενός παρελθόντος, το οποίο χάρη στη δύναμη της πένας του φαντάζει τόσο ζωντανό, τόσο κοντινό . Αυτοσυστήνεται δηλαδή μέσω της επιλογής που κάνει ως προς το τι θα καταγράψει, επιλογή που αφορά κι αποκόμματα εφημερίδων με ειδήσεις από τη γενέτειρά του :
Οι επιτεθέντες κατά της κωμοπόλεως Δεσφίνης συμμορίται ανερχόμενοι εις 100 περίπου κατόρθωσαν να εισδύσουν εις ακραίον σημείον της κοινότητος ένθα εφόνευσαν 4 ΜΑΥ και μίαν γυναίκα. Εν τω μεταξύ η φρουρά της κωμοπόλεως, ενισχυθείσα και δια πυρών καταπλεύσαντος εξ Ιτέας περιπολικού, κατεδίωξε τους συμμορίτας, οίτινες κατηυθύνθησαν προς Αντίκυραν βαλλόμενοι συνεχώς υπό του πολεμικού. Αι απώλειαι των συμμοριτών δεν εγνώσθησαν.
Εφ. Εμπρός, 20.10.1948
Ο Γ.Χ.Θ. δεν λαογραφεί, ούτε ιστοριογραφεί. Δεν καταθέτει «φωτογραφικά» ντοκουμέντα. Δεν απομαγνητοφωνεί απλώς. Με μια έξοχη γλώσσα, δωρική, θηριώδη κι ευφυή (καθώς επιλέγει όχι μόνο τι θα πει και πώς, αλλά και τι εσκεμμένα θα αποσιωπήσει προκειμένου να υπονοηθεί) προκαλεί αναγνωστική συγκίνηση, αποδεικνύοντας πως και στον πεζό του λόγο είναι πάντα ένας μεγάλος ποιητής.