ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η στήλη αυτή είναι κατάθεση αγάπης και σεβασμού για την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα που έχει το σπάνιο προνόμιο αδιάκοπης εξέλιξης, αδιάκοπης γραπτής και προφορικής παράδοσης τεσσάρων και πλέον χιλιάδων χρόνων.
Βέβαια, στην εκπληκτική εξελικτική της πορεία, υπέστη πολλές μεταβολές στη δομή της. Πλήθος από χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πρώτης περιόδου της, της Αρχαίας Ελληνικής, αχρηστεύτηκαν κατά τις επόμενες φάσεις της ‒ Αλεξανδρινή, Κοινή, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική ‒ με την εισαγωγή νεωτερισμών στη φωνητική, στη μορφολογία, στη γραμματική, στο λεξιλόγιο.
Κι ωστόσο η ελληνική γλώσσα παραμένει ενιαία και αδιάσπαστη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, με αψευδή μάρτυρα το λεξιλόγιό της. Χρησιμοποιούμε πληθώρα φράσεων και λέξεων αρχαίων ‒ χωρίς οι περισσότεροι να το γνωρίζουμε, με εξαίρεση τους ειδικούς της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας ‒ που μαρτυρούν ζωή πολλών αιώνων και έχουν επιβιώσει, άλλες αυτούσιες, άλλες παραλλαγμένες, με το ίδιο ή εντελώς διαφορετικό νόημα.
Δεν είναι λίγο αυτό, είπε ο μεγάλος μας ποιητής Ο. Ελύτης σε μία ομιλία του, απευθυνόμενος στην Ελληνική παροικία της Σουηδίας, τον Νοέμβριο του 1979: « …Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα” , όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν είναι λίγο αυτό. Η γλώσσα δεν είναι μόνο μέσο επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία…»
Με αυτό το πνεύμα λοιπόν και εμείς εδώ θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στον αρχικό πυρήνα της γλώσσας μας, στην αγαπημένη Αρχαία Ελληνική, τη γλώσσα της ακρίβειας και της σαφήνειας, της μουσικότητας και της διαύγειας, της ποιητικότητας και της πλαστικότητας. Και θα προβάλουμε τον λεξιλογικό ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με τη Νέα Ελληνική, είτε παρουσιάζοντας λέξεις ή εκφράσεις της που έχουν διατηρηθεί ζωντανές μέχρι σήμερα, είτε ανασύροντας άλλες λησμονημένες, που ξεχωρίζουν για το κάλλος τους ή είναι χρήσιμες από σημασιολογική άποψη στον εμπλουτισμό του λόγου μας.
Ένα ταξίδι θα κάνουμε μαζί, ελπίζοντας να μοιραστούμε την ίδια τέρψη, την ίδια χαρά της γνώσης, την ίδια συγκίνηση, και ‒ γιατί όχι; ‒ να αναβιώσουμε, ο καθείς στον δικό του προφορικό ή γραπτό λόγο, κάποιες λέξεις που στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, άγγιξαν την ψυχή μας ή κέρδισαν την εκτίμησή μας και πάντως τις αγαπήσαμε.
1 ΝΟΤΙΣ
Η Μέλπω Αξιώτη έχει γράψει στην αριστουργηματική της Κάδμω: «Οι ποιητές είναι εκείνοι που βρίσκουν κάτι τόσο λεπτά πράγματα. Σαν την αναπνοή». Αυτή η ρήση βρίσκει συχνά την εφαρμογή της στα έργα των μεγάλων Τραγικών της αρχαιότητας, όπου ανακαλύπτει κανείς εξαιρετικής ομορφιάς «λεπτά πράγματα», που δυστυχώς τις περισσότερες φορές χάνονται στις κακές μεταφράσεις. Παράδειγμα, ο παρακάτω στίχος του Ευριπίδη, από την τραγωδία του Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι:
…ταχεῖα γὰρ
νοτὶς διώκει μ’ ὀμμάτων ψαύσαντά σου.
Για τη λέξη νοτίς-ίδος (ἡ) σημειώνουμε ότι σημαίνει υγρασία, υγρότητα και είναι παράγωγο του ουσιαστικού νότος= ο νότιος άνεμος. Στην τελευταία λέξη υπήρχε εξαρχής η έννοια της υγρασίας, όπως γίνεται φανερό από τα αρχαία χωρία στα οποία απαντά, και από τα άλλα παράγωγά της: νότιος= α) υγρός, β) ο προς νότον κείμενος· νοτερός = υγρός· νοτίζω = υγραίνω, βρέχω· νοτία = υγρός καιρός, βροχή, νοτιά (η) και το νεοελληνικό νότισμα= ύγρανση.
Ας προσεγγίσουμε λοιπόν τον εν λόγω στίχο, που απευθύνεται από τον Αγαμέμνονα στην κόρη του Ιφιγένεια. Θέμα αυτής της τραγωδίας του Ευριπίδη είναι, ως γνωστόν, η θυσία της Ιφιγένειας, και η υπόθεση διαδραματίζεται στο στρατόπεδο των Αχαιών στην Αυλίδα.
Τα πλοία είναι ακινητοποιημένα. Ο φρικτός χρησμός για τη θυσία της Ιφιγένειας έχει δοθεί από τον μάντη Κάλχα, και ο Αγαμέμνων, για να πείσει την κόρη του να έρθει από τις Μυκήνες, της έχει μηνύσει ότι θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Πράγματι, η Ιφιγένεια φθάνει στην Αυλίδα συνοδευόμενη από τη μητέρα της, την Κλυταιμνήστρα, και γίνεται η συνάντηση μητέρας και κόρης ‒ ανύποπτων για το αποτρόπαιο που πρόκειται να συμβεί ‒ με τον αρχιστράτηγο, σύζυγο και πατέρα. Πρόκειται για μία από τις πιο δυνατές σκηνές του δράματος, η οποία βασίζεται στη στιχομυθία του Αγαμέμνονα και της Ιφιγένειας.
Εκείνη, ανέμελη παιδούλα, γεμάτη χαρά που συναντά ξανά τον λατρεμένο της πατέρα, τον περιβάλλει με εκδηλώσεις τρυφερότητας και αγάπης, που όμως δεν καταφέρνουν να διαλύσουν μια σκιά ανησυχίας που παρατηρεί στο πρόσωπό του. Απέναντί της ο Αγαμέμνων, ένα διχασμένο εσωτερικά πρόσωπο· από τη μια νιώθει αγάπη, συμπόνια, ευαισθησία, και από την άλλη βαραίνει μέσα του το χρέος που επιτάσσει η λογική. Ωστόσο πρέπει να παίξει τον ρόλο του χαρούμενου πατέρα μπροστά στον υποτιθέμενο γάμο της αγαπημένης του κόρης, γάμο που αυτός γνωρίζει πως θα είναι με τον Χάρο. Με πόνο ψυχής ψελλίζει διάφορες δικαιολογίες για την κακή του διάθεση, κάνοντας αμφίσημους υπαινιγμούς στον θάνατό της. Η συγκίνηση τον πνίγει και, προς στιγμήν, τα μάτια του δακρύζουν. Στο τέλος της δραματικής στιχομυθίας πατέρας και κόρη αγκαλιάζονται και τ ό τ ε ο κραταιός αρχιστράτηγος δεν αντέχει άλλο· λυγίζει κάτω από το βάρος της οδύνης του και, απομακρύνοντας την αγαπημένη του θυγατέρα από την αγκαλιά του, ξεσπάει με τα παρακάτω λόγια ‒ το παρατιθέμενο απόσπασμα (στ. 681- 684) περιέχει και τον περί ου ο λόγος στίχο:
ὦ στέρνα καὶ παρῆδες, ὦ ξανθαὶ κόμαι,
ὡς ἆχθος ἡμῖν ἐγένεθ’ ἡ Φρυγῶν πόλις
Ἑλένη τε. παύω τοὺς λόγους· ταχεῖα γὰρ
νοτὶς διώκει μ’ ὀμμάτων ψαύσαντά σου.
Ω κόρφοι, μάγουλα, και ω ξανθά μαλλιά,
τι βάρος που μας έγινε η πόλη των Φρυγών
και η Ελένη! Μα, παύω να μιλώ·
γιατί, με το που σ’ άγγιξα, μ’ ορμή
το νότισμα, ναι, με καταδιώκει των ματιών.
Ο στίχος αυτός αποδίδει μια συγκεκριμένη πάλη που γίνεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή μέσα στην πονεμένη ανθρώπινη ψυχή. Πρόκειται για εκείνη τη λεπτή, εξαιρετικά δύσκολη στιγμή, όταν ο άνθρωπος νιώθει να ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια του και προσπαθεί, αγωνίζεται να τα εμποδίσει. Πασχίζει, σφίγγοντας τα δόντια, να κρατήσει στεγνά τα μάτια του από τα δάκρυα, ακριβέστερα από το βούρκωμα, τη νοτίδα, που με λαμπρή ποιητική διεισδυτικότητα ο Ευριπίδης παρομοιάζει με ορμητικό διώκτη, ο οποίος καταδιώκει την ανθρώπινη ψυχή, όσο αυτή αντιστέκεται παλεύοντας να του ξεφύγει.
Αλήθεια, ποιος δεν έχει βιώσει έστω και μία φορά στη ζωή του αυτή τη συγκλονιστική πάλη μέσα μας, όταν
ταχεία μάς διώκει η νοτίς των ομμάτων!
2 ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ
Η λέξη χείμαρρος είναι σύνθετη, προερχόμενη από τη συνένωση του ουσιαστικού τὸ χεῖμα, που αποτελεί ποιητικό τύπο της λέξης χειμὼν και σημαίνει, επίσης, καιρός χειμερινός, ψύχος, καταιγίδα, και του ρήματος ῥέω. Συνεπώς, δηλώνει το ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται τον χειμώνα από τα νερά των βροχών ή από τα χιόνια που λιώνουν.
Εδώ θα δούμε πώς χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή ο μεγάλος Τραγικός Σοφοκλής στο κορυφαίο δράμα του Ἀντιγόνη.
Τόπος του δράματος η Θήβα. Ο βασιλιάς Οιδίπους έχει πεθάνει, αφήνοντας από τον αιμομικτικό γάμο του με τη μητέρα του τέσσερα παιδιά, τον Ετεοκλή, τον Πολυνείκη, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Από αυτά, τα δύο αγόρια έχουν αλληλοσκοτωθεί σε μονομαχία μπροστά στα τείχη της πόλης. Η αιτία που τα οδήγησε στον αδελφοκτόνο χαμό ήταν η παράβαση από μέρους του Ετεοκλή της συμφωνίας που είχαν κάνει μεταξύ τους να βασιλεύουν εναλλάξ ανά έναν χρόνο. Ο Ετεοκλής δηλαδή που βασίλευσε πρώτος αρνήθηκε να παραδώσει την αρχή στον Πολυνείκη όταν ήρθε η σειρά του. Έτσι αυτός κατέφυγε στο Άργος και οργάνωσε εκστρατεία κατά της πατρίδας του. Μετά τον θάνατο των δύο αδελφών, ανέλαβε τη βασιλεία ο θείος τους, ο Κρέων, ο οποίος έδωσε διαταγή ο μεν Ετεοκλής να θαφτεί με κάθε μεγαλοπρέπεια, ο δε Πολυνείκης να μείνει άταφος, γεγονός που συνιστούσε ανίερη παραβίαση άγραφου νόμου· κάθε νεκρός έπρεπε να θάβεται οπωσδήποτε, γιατί μόνο έτσι θα ησύχαζε η περιπλανώμενη ψυχή του και θα έβρισκε ηρεμία στον κάτω κόσμο.
Η υπόθεση της τραγωδίας αρχίζει στο σημείο που η Αντιγόνη ανακοινώνει στην Ισμήνη την απόφασή της να παραβεί τη διαταγή του Κρέοντα και να θάψει τον αδελφό τους. Κρέων και Αντιγόνη συγκρούονται – ουσιαστικά πρόκειται για τη σύγκρουση δύο νόμων, του γραπτού, που εκπροσωπεί ο Κρέων, και του άγραφου, που εκπροσωπεί η Αντιγόνη – η ηρωίδα πραγματοποιεί την απόφασή της, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται από τον βασιλιά και θείο της σε θάνατο.
Με την Αντιγόνη είναι μνηστευμένος ο Αίμων, ο γιος του Κρέοντα, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με τον πατέρα του στην προσπάθειά του να αποτρέψει τον άδικο θάνατο της αγαπημένης του που εκείνος έχει διατάξει πεισματικά και ανυποχώρητα – το επιλεγμένο απόσπασμα που παραθέτουμε προέρχεται από την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών, και συγκεκριμένα περιέχει λόγια του γιου προς τον πατέρα. Απέναντι στον δεσποτικό Κρέοντα και στον παραλογισμό της αυθαιρεσίας του ο νεαρός Αίμων δίνει τη δική του μάχη· πασχίζει να τον μεταπείσει με σεβασμό μεν αλλά και με σθένος, και ξεδιπλώνει τη συνετή του επιχειρηματολογία χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της λογικής και μιας εντυπωσιακής για την ηλικία του ωριμότητας. Του λέει λοιπόν κάποια στιγμή μεταξύ των άλλων:
ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὃσα
δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται,
τὰ δ’ ἀντιτείνοντ’ αὐτόπρεμν’ ἀπόλλυται.
Βλέπεις, δίπλα στις κοίτες των χειμάρρων
όσα από τα δέντρα υποχωρούν πώς σώζουνε τους κλώνους,
ενώ εκείνα που αντιστέκονται σύρριζα καταστρέφονται.
Μια ωραιότατη εικόνα με την οποία παρομοιάζονται δύο αντίθετοι ανθρώπινοι χαρακτήρες, ο ενδοτικός και ο αδιάλλακτος, με δέντρα εκτεθειμένα στο έλεος των ορμητικών χειμάρρων: με την υποχωρητικότητά του ο πρώτος κερδίζει τη σωτηρία του, ενώ το τυφλό, ανένδοτο πείσμα του δεύτερου τον οδηγεί στην καταστροφή – και αυτό συνέβη και με τον Κρέοντα.
3 ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΩ
Μία από τις φράσεις που λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος έγινε αντιληπτός τη στιγμή που διέπραττε μια παράνομη πράξη είναι: « πιάστηκε» ή «συνελήφθη επ’ αυτοφώρω». Το επίθετο αὐτόφωρος –ον είναι σύνθετο, με πρώτο συνθετικό την αντωνυμία αὐτός = ίδιος, και δεύτερο συνθετικό το ουσιαστικό (ὁ) φώρ-(-ρός) = κλέφτης, και σημαίνει τον αφ’ εαυτού αποκαλυπτόμενο, αλλά και αυτόν που καταλαμβάνεται τη στιγμή είτε, ειδικά, της κλοπής είτε, γενικά, κάθε αξιόποινης πράξης. Όμως ήδη στα αρχαία κείμενα συναντούμε τη λέξη αυτή, ως επί το πλείστον, στη φράση «ἐπ’ αὐτοφώρῳ» με τη διευρυμένη – πέραν της κλοπής– σημασία που διασώθηκε ώς τις μέρες μας, όπως φαίνεται και σε μία κωμωδία του Μένανδρου, τον Μισούμενο. (Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται στη δικανική ορολογία κ α ι ως επίθετο, π. χ. αυτόφωρο κακούργημα, κ α ι ως ουσιαστικό, το αυτόφωρο, με την έννοια του δικαστηρίου στο οποίο εκδικάζονται τα σχετικά αδικήματα).
Ο Μένανδρος (342 – 291/90 π. Χ.) θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαιότητας και ο κυριότερος εκπρόσωπος της Νέας Αττικής κωμωδίας. Γιος ενός πλούσιου κτηματία από την Κηφισιά, έλαβε καλή ανατροφή και μόρφωση. Υπήρξε φιλοσοφημένο άτομο, καθώς μαθήτευσε κοντά στον Θεόφραστο, τον διάδοχο του Αριστοτέλη, και ανέπτυξε στενότατη φιλία με τον φιλόσοφο Επίκουρο. Παραδίδεται πως ήταν όμορφος άντρας, αν και στράβιζε λίγο. Φίλος των διασκεδάσεων και λάτρης των γυναικών, ζούσε στη Φρεαττύδα του Πειραιά μαζί με την αγαπημένη του σύντροφο, τη Γλυκέρα. Πέθανε σε ηλικία 52 ετών· πιθανότατα πνίγηκε κολυμπώντας στον Πειραιά. Έγραψε 108 κωμωδίες από τις οποίες σώζονται μόνο μία ολόκληρη, ο Δύσκολος, και πολυάριθμα αποσπάσματα από άλλες.
Στην υψηλή ποιότητα της τέχνης του συντελούν η ανυπέρβλητη χάρη και φυσικότητα του ύφους του, η ομορφιά της γλώσσας του – είναι η γλώσσα που μιλιόταν στην Αθήνα του καιρού του, άμεση, χωρίς επιτηδεύσεις και άσεμνες εκφράσεις – και κυρίως το εξαιρετικό ταλέντο του να εξατομικεύει τους διαμορφωμένους κωμικούς τύπους και να πλάθει ξεχωριστούς κάθε φορά χαρακτήρες.
Οι κωμωδίες του είναι ζωντανοί πίνακες της πραγματικότητας, γι’ αυτό ένας Αλεξανδρινός, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, είπε: « Μένανδρε και ζωή, ποιος άραγε από τους δυο σας μιμήθηκε τον άλλον;»
Από την κωμωδία Μισούμενος σώζονται πολύ λίγα αποσπάσματα, ωστόσο μπορούμε κάπως να αναπλάσουμε τον κεντρικό πυρήνα της υπόθεσης.
Ο τίτλος του έργου οφείλεται στο μίσος που νιώθει μια κοπέλα, η Κράτεια, για τον Θρασωνίδη – η αιτία μάς είναι άγνωστη – έναν ξιπασμένο, καυχησιάρη στρατιώτη. Ο Θρασωνίδης φλέγεται από έρωτα γι’ αυτήν και την κρατά αιχμάλωτη μέσα στο σπίτι του – επίσης δεν ξέρουμε πώς έγινε αυτό– με την τρυφερότητα και την ταπεινότητα του ερωτευμένου, χωρίς να τολμά να την αγγίξει παρά τη θέλησή της. Ο πατέρας τής Κράτειας, ο Δημέας, ψάχνει να τη βρει και τελικά το καταφέρνει. Πατέρας και κόρη ανταμώνουν, και τη στιγμή που βρίσκονται ο ένας στην αγκαλιά της άλλης, εμφανίζεται ο ερωτοχτυπημένος Θρασωνίδης με έναν δούλο του, τον Γέτα. Βλέπει τη σκηνή και, καθώς δεν ξέρει ότι ο γέρος είναι ο πατέρας της αγαπημένης του, τον περνάει για αντεραστή και τρελός από ζήλια λέει:
παῖ, τί τοῦθ’; αὕτη τις εἶ;
ἄνθρωπε, τί ποεῖς οὗτος; οὐκ ἐγώ ’λεγον;
ἐπ’ αὐτοφώρῳ τόνδε τὸν ζητούμενον
ἒχω· γέρων οὗτός γε πολιὸς φαίνεται,
ἐτῶν τις ἑξήκονθ’· ὅμως δὲ κλαύσεται.
τίνα περιβάλλειν καὶ φιλεῖν οὗτος δοκεῖς;
(Στον Γέτα): Ρε μικρέ,* τι είναι τούτο;! (Στην Κράτεια): Ελόγου σου ποια είσαι κει;
(Στον Δημέα): Βρε συ παλιάνθρωπε, τι κάνεις;! Δεν τα ’λεγα εγώ;
Τον έχω πιάσει επ’ αυτοφώρω αυτόν εδώ που έψαχνα.
Τούτος μαθές φαίνεται γέρος ασπρομάλλης,
καμιά εξηνταριά χρονών· μα θα τις φάει και θα τον κάνω εγώ
να κλάψει!
Ποια, μωρέ συ, θαρρείς πως αγκαλιάζεις και φιλάς;!
* Με τη λέξη παῖς συνήθιζαν να προσφωνούν τους δούλους.