Η λιγοστή φιλοσοφία προδιαθέτει τον άνθρωπο προς τον αθεισμό, αλλά η φιλοσοφική εμβρίθεια άγει τον νου τον ανθρώπων προς τη θρησκεία
Φράνσις Μπέικον (1561-1626)
Ενδεχομένως να μη διαθέτω τα προσόντα για να ερμηνεύσω αυτή τη ρήση, καθώς δεν κατόρθωσα ποτέ να κολυμπήσω στα πιο βαθιά νερά της φιλοσοφίας. Πελαγώνω – έως πανικοβάλλομαι – στα χωρικά ύδατα της «εκτατικής λογικής» και της «επιστημολογικής συγκειμενικότητας». (Μη με ρωτάτε τι είναι αυτά – παρακαλώ σας!). Πάντως, τα λόγια του Μπέικον με συναρπάζουν κάθε φορά που τα σκέφτομαι. Και πότε πότε τραβάω μια γερή τζούρα από το νόημά τους.
Εφαλτήριο του Μπέικον αποτέλεσε η διάσημη ρήση που αποδίδεται στον Αριστοτέλη: «Όσο περισσότερα γνωρίζεις, τόσο περισσότερο γνωρίζεις ότι δεν γνωρίζεις». Αποδεικνύεται πραγματικά διαφωτιστικό το να παραδεχτεί πόσο λίγα γνωρίζει, και μάλιστα, πόσο λίγα είναι δυνατόν να γνωρίσει ο άνθρωπος. Υπάρχουν τρομακτικά πολλά πράγματα εκεί έξω που δεν γίνεται να τα γνωρίσουμε, αλλάμε κάποιον τρόπο αυτό δεν μας εμποδίζει να θέλουμε να μάθουμε ή τουλάχιστον να αναρωτιόμαστε γι αυτά. Και όταν κανείς απορεί και αναρωτιέται σχετικά με αυτό που δεν γίνεται να γνωρίσει, ασφαλώς ρέπει προς την θρησκευτική πνευματικότητα.
Πολλές από τις τζούρες μου από το νόημα της φράσης του Μπέικον τις έχω πάρει κατά την ενασχόληση μου με τον κλάδο της φιλοσοφίας που είναι γνωστός ως επιστημολογία, τις θεωρίες της γνώσης. Η επιστημολογία θέτει το ερώτημα» Τι μπορούμε να γνωρίσουμε;»
Για παράδειγμα, ο Βρετανός Τζορτζ Μπέρκλεΰ, εμπειριστής του 18ου αιώνα, υποστηρίζει ότι όλη η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από τις αισθήσεις μας και άρα, σε τελική ανάλυση, η μόνη γνώση που διαθέτουμε συνίσταται σε αυτά τα αισθητηριακά δεδομένα που βρίσκονται μέσα στο κεφάλι μας. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει μια καρέκλα εκεί έξω, αλλά μόνο ότι έχουμε κάποια αισθητηριακά δεδομένα καρέκλας στον νου μας. Είναι λοιπόν αδύνατο να ισχυριστούμε ότι η καρέκλα είναι κάτι περισσότερο απόμια δέσμη αισθητηριακών εμπειριώνπου «συναρμολογούμε» μέσα στο μυαλό μας και τις μετατρέπουμε σε αυτό που ονομάζουμε «καρέκλα». Ο Μπέρκλεΰ το έθεσε περιεκτικά και δραματικά δηλώνοντας «Esse est percipi» (Υπάρχει ό, τι γίνεται αντιληπτό).
Θυμάμαι ακόμη πώς μου φάνηκε η ρήση του Μπέρκλεΰ όταν την πρωτάκουσα σε μια πανεπιστημιακή διάλεξη. Σκέφτηκα: «Πάλι τα ίδια – μια από τα ίδια άσκοπα φιλοσοφικά παιχνίδια! Ίσως είχε δίκιο ο μπαμπάς, έπρεπε να σπουδάσω κάτι πρακτικό, όπως ηλεκτρολόγος μηχανικός – τουλάχιστον τότε θα μπορούσα να φτιάξω μια καρέκλα!»
Όμως, το ίδιο βράδυ, καθώς ξαναδιάβαζα τις σημειώσεις μου, αναφώνησα από μέσα μου Εύρηκα! Ο Μπέρκλεϋ δεν έπαιζε παιχνίδια, απλώς έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους: η ύπαρξη ενός αντικειμένου είναι απλώς μια αντίληψη, τελεία και παύλα. Δεν μπορούμε να παρακάμψουμε τις αισθήσεις μας και να γνωρίσουμε με κάποιον άλλο τρόπο ότι υπάρχει ένα αντικείμενο εκεί έξω. Άρα, το μόνο που μπορούμε να εννοούμε στην πραγματικότητα όταν λέμε ότι ένα αντικείμενο υπάρχει είναι ότι κάποια αισθητηριακά δεδομένα βρίσκονται μέσα στο κεφάλι μας. Αν τα μυαλά πράγματι κολλάνε, το δικό μου το έπαθε.
Όμως, εν συνεχεία, ο Μπέρκλεϋ με απογοήτευσε. Έπρεπε να εξηγήσει από πού προέρχονται αυτά τα αισθητηριακά δεδομένα και, όντας χριστιανός επίσκοπος, υποστήριξε ότι πρέπει να προέρχονται από τον Θεό, ο οποίος παράγει αισθητηριακά δεδομένα αποκεί ψηλά, μέσω κάποιου θεϊκού κεντρικού υπολογιστή. Κάπου εκεί έπαψε να με πείθει – η εξήγησή του για τον τύπο που κάνει την εν λόγω δουλειά από τον ουρανό δεν άγει τον νου μου προς τη θρησκεία.
Πάντως, ο Μπέρκλεϋ κάνει τη φαντασία μου να οργιάζει. Αν το μόνο που έχω στη διάθεσή μου είναι αισθητηριακά δεδομένα, ίσως αυτό που πιστεύω ότι υπάρχει περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα αισθητηριακά όργανά μου. (Να μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή η φαντασία μου οργιάζει.). Άρα, αν διέθετα μία πρόσθετη, έκτη αίσθηση, ίσως να υπήρχαν για μένα περισσότερα πράγματα- ίσως κάτι θεϊκό, όπως, για παράδειγμα, ο Θεός. Ίσως να ανοιγόταν στην αντίληψή μου μια ολόκληρη καινούρια διάσταση. Ξαφνικά ο νους μου αρχίζει να με άγει τουλάχιστον προς τις παρυφές της θρησκείας. Άνθρωποι που έχουν βιώσει θρησκευτικές εμπειρίες μέσω της γιόγκα ή ψυχοτρόπων ουσιών ισχυρίζονται ότι μια καινούρια αίσθηση αφυπνίστηκε μέσα τους και ότι μέσω αυτής αντιλήφθηκαν καινούριες οντότητες, ορισμένες από τις οποίες απέπνεαν μια ιερότητα.
Ζήτησα τη γνώμη του Τομ για τη ρήση του Μπέικον (…)
Κατ’ αρχάς, είπε, αν είσαι σκεπτικιστής φιλόσοφος και υποβάλλεις τα πάντα σε αυστηρό λογικό έλεγχο, ο Θεός είναι απλώς ένα από τα πολλάπράγματα που δεν περνούν τη δοκιμασία. Ένας φιλόσοφος που ακολουθεί την οδό της ριζικής αμφιβολίας καταλήγει να έχει μόνο αισθητηριακά δεδομένα και τους κανόνες της λογικής πάνω στο τραπέζι – ή μάλλον πάνω στον συνδυασμό αισθητηριακών δεδομένων που ονομάζουμε «τραπέζι». Και αυτό είναι όλο, παιδιά.
Μαζί με τον Θεό μας αφήνουν για και οι ηθικές αρχές – σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει κανένας ορθολογικός τρόπος για να αποδείξουμε ότι μια πράξη είναι καλή ή κακή, οπότε πρέπει να φύγει από το τραπέζι και η ηθική. Τελικά, το καλό και το κακό είναι θέμα πίστης, όπως και η ύπαρξη του Θεού.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: είμαστε πρόθυμοι να εξαιρέσουμε τις ηθικές αρχές από τη συνολική απόρριψη της πίστης , γιατί να μην κάνουμε μια εξαίρεση και όσον αφορά την περίπτωση της ύπαρξης του Θεού;
Αλλά υπάρχει και το ενδεχόμενο, είπε ο Τομ, ο Μπέικον να εννοούσε ότι τελικά η φιλοσοφία μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι παράλογη και άσκοπη. Σε τελική ανάλυση, αν δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι έχει αξία οποιοδήποτε πράγμα, είναι αδύνατο να επιχειρηματολογήσουμε πειστικά υπέρ της όποιας αξίας της ίδιας της ζωής. Ως προς αυτό, ορισμένοι φιλόσοφοι, όπως ο Σέρεν Κίργκεγκορ, λένε ότι απλώς δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν μια ζωή που δεν έχει κανένα νόημα, οπότε στα τσακίδια ο αυστηρός ορθολογισμός. Ο Κίργκεγκορ αποφάσισε να δώσει ο ίδιος νόημα στη ζωή του, ξεκινώντας από την υιοθέτηση της ανορθολογικής πεποίθησης ότι υπάρχει Θεός. Πραγματοποίησε ένα παράλογο άλμα πίστης.
Προσπαθώ ακόμα να προσεγγίζω με ανοιχτό μυαλό αυτά τα θέματα, όμως η αλήθεια είναι πως με πήραν τα χρόνια και, όπως κάποτε είπε ένας φίλος μου: «Μην ξεχνάς πως ο αγνωστικιστής, πεθαίνοντας, δεν πάει στο Υπερπέραν, αλλά στο Υπερίσως».