Δεν υπήρχε πια δρόμος αλλά κόσμος, ένας χώρος και χρόνος καμωμένος σχεδόν από νύχτα και από στάχτες που έπεφταν. Εκείνος περπατούσε προς το βορρά μέσα από τα χαλάσματα και τη λάσπη και άνθρωποι τον προσπερνούσαν τρέχοντας κρατώντας πετσέτες στο πρόσωπό τους, σακάκια πάνω απ’ το κεφάλι τους. Πίεζαν με μαντίλια το στόμα τους. Κρατούσαν παπούτσια στα χέρια τους -μια γυναίκα μ’ ένα παπούτσι στο κάθε χέρι τον προσπέρασε τρέχοντας. Έτρεχαν, και κάποιοι έπεφταν, θολωμένοι και άγαρμποι, ενώ τριγύρω τους έπεφταν συντρίμμια -και κάποιοι ζητούσαν καταφύγιο κάτω από αυτοκίνητα. Ο αέρας ήταν ακόμα γεμάτος απ’ τη βουή, τον αχό της κατάρρευσης. Αυτός ήταν ο κόσμος τώρα. Καπνός και στάχτη γλιστρούσαν ορμητικά από τις γωνιές, σεισμικά κύματα καπνού, με τα χαρτιά από τα γραφεία να περνούν σαν αστραπή, οι συνηθισμένες κόλλες χαρτί με την κοφτερή κόψη, περνούσαν ξυστά, μαστίγωναν τον αέρα, αντικείμενα ενός άλλου κόσμου μες στην πρωινή αχλή
…
Τότε είδε ένα πουκάμισο να πέφτει από τον ουρανό. Προχώρησε και το είδε να πέφτει, χέρια κουνιούνται σαν τίποτα σε αυτή τη ζωή.
…
Αργότερα άκουσε τον ήχο της δεύτερης κατάρρευσης. Διέσχισε την οδό Κανάλ και άρχισε να βλέπει τα πράγματα κάπως διαφορετικά…. Υπήρχε μια δραματική απουσία από τα πράγματα γύρω του. Ήταν ημιτελή, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ήταν αθέατα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό… Ίσως έτσι μοιάζουν τα πράγματα όταν δεν υπάρχει κανείς για να τα δει”.