Δώρο γιορτινό από το περιοδικό μας, ένα διήγημα του Ντύλαν Τόμας! Απολαυστικό και χορταστικό απ’ όλες τις απόψεις. Η μοναδική πένα του θα παρασύρει σε διάθεση γιορτινή ακόμα και κάποιους μελαγχολικούς που αντιστέκονται. Γιατί με τη μαγεία των λέξεων και το απαράμιλλο πνεύμα του μας διακτινίζει όλους σε μια εποχή που τα πάντα στη ζωή ήταν μαγεία και παιχνίδι…
Eκείνα τα χρόνια στην παραθαλάσσια κόχη, τα Χριστούγεννα έμοιαζαν τόσο μεταξύ τους που τώρα, απ’ όλους τους μακρινούς ήχους και τις απόμακρες ομιλίες που κάποιες βραδιές ακούω πριν αποκοιμηθώ, δεν καταφέρνω ποτέ να θυμηθώ αν χιόνιζε επί έξι μέρες και έξι νύχτες όταν ήμουν δώδεκα, ή αν χιόνιζε επί δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες όταν ήμουν έξι.
Όλα τα Χριστούγεννα κυλάνε κάτω στις δυο γλώσσες της θάλασσας, σαν παγωμένο κι ορμητικό φεγγάρι που κουτρουβαλιάζεται με το κεφάλι απ’ τον ουρανό του δικού μας δρόμου. Και σταματούν στο χείλος των κρουσταλιασμένων κυμάτων όπου παγώνουνε τα ψάρια κι εγώ βυθίζω τα χέρια στο χιόνι και βγάζω ό, τι πιάσω. Μέσα χώνεται το χέρι μου στη λευκή, μάλλινη λες, μπάλα των γιορτών που ξαποσταίνει στην ακροθαλασσιά και τραγουδά τα κάλαντα, κι έξω βγαίνει η κυρία Πρόθερο κι οι πυροσβέστες.
Απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων ήταν κι ήμουν στον κήπο της κυρίας Πρόθερο περιμένοντας τις γάτες μαζί με τον γιο της τον Τζιμ. Χιόνιζε. Τα Χριστούγεννα πάντα χιόνιζε. Ο Δεκέμβρης, στη μνήμη μου, είναι λευκός σαν τη Λαπωνία, αν και δεν είχε τάρανδους. Είχε όμως γάτες. Υπομονετικοί, παγωμένοι και αδίστακτοι, με τα χέρια τυλιγμένα σε κάλτσες, καραδοκούσαμε να πλακώσουμε στο χιονοπόλεμο τις γάτες. Στιλπνές και μακρύκορμες σαν ιαγουάροι, με τρομακτικά μουστάκια, φτύνοντας και γρούζοντας, ζύγωναν και ξεγλιστρούσαν πάνω στους λευκούς μαντρότοιχους των πίσω κήπων κι οι αετομάτηδες κυνηγοί, ο Τζιμ κι εγώ, παγιδευτές με γούνινα καπέλα και μοκασίνια από το Χάντσον Μπέι στη Μάμπλς ρόουντ του Σουάνσι, εξακοντίζαμε φονικές χιονόμπαλες ίσια πάνω στο πράσινο των ματιών τους.
Οι σοφές γάτες ποτέ δεν εμφανίζονταν. Εμείς, τελείως ακίνητοι σκοπευτές με Εσκιμώου περπατησιά μες στην απόλυτη σιωπή του αιώνιου χιονιού – αιώνιου απ’ την Τετάρτη –ούτε που ακούσαμε την πρώτη στριγκλιά της κύριας Πρόθερο από το ιγκλού της στο τέρμα του κήπου. Ή, κι αν την ακούσαμε, ήταν για μας κάτι σαν μακρινή πρόκληση του εχθρού και θηράματός μας, του πολικού γάτου του γείτονα. Σε λίγο όμως η κραυγή δυνάμωσε. «Φωτιά!» έσκουζε η κυρία Πρόθερο, κοπανώντας το γκονγκ για το γεύμα.
Τρέξαμε στον κήπο προς το σπίτι με τις χιονόμπαλες στα χέρια. Πράγματι, καπνός έβγαινε από την τραπεζαρία ενώ το γκονγκ δονούνταν βουίζοντας και η κυρία Πρόθερο διαλαλούσε την καταστροφή, σωστός ντελάλης της Πομπηίας. Αυτό ήταν καλύτερο απ’ όλες τις γάτες της Ουαλίας παραταγμένεςστη σειρά στο μαντρότοιχο. Ορμήσαμε στο σπίτι φορτωμένοι χιονόμπαλες και φρενάραμε στην ανοιχτή εξώπορτα του γεμάτου κάπνα δωμάτιου.
Κάτι καιγόταν, σίγουρα. Ο κύριος Πρόθερο ίσως, που κοιμόταν πάντα μετά το μεσημεριανό με την εφημερίδα πάνω στα μούτρα του. Όμως εκείνος έστεκε τώρα καταμεσής στο δωμάτιο λέγοντας «Μαύρα Χριστούγεννα!» και μπάτσιζε τους καπνούς με την παντόφλα του.
«Κάλεσε την πυροσβεστική!» τσίριζε η κυρία Πρόθερο συνεχίζοντας να βαράει το γκονγκ. «Δεν θα ’ρθουν χριστουγενιάτικα», είπε ο κύριος Πρόθερο.
Φωτιά δεν έβλεπα πουθενά, μόνο σύννεφα καπνού και τον κύριο Πρόθερο στη μέση να κουνάει την παντόφλα του σαν διευθυντής ορχήστρας.
«Κάντε κάτι», είπε.
Εμείς ρίξαμε όλες τις χιονόμπαλες μες στους καπνούς – δεν πετύχαμε τον κύριο Πρόθερο, θαρρώ – κι ύστερα τρέξαμε έξω απ’ το σπίτι στον τηλεφωνικό θάλαμο.
«Να τηλεφωνήσουμε και στην αστυνομία», πρότεινε ο Τζιμ.
«Και στο ασθενοφόρο».
«Και στον ΈρνιΤζένκινς, τ’ αρέσουν οι φωτιές αυτουνού».
Τηλεφωνήσαμε όμως μόνο στην πυροσβεστική, που σε λίγο ήρθε και τρία ντερέκια με κράνη κουβάλησαν μια μάνικα μες στο σπίτι και ο κύριος Πρόθερο μόλις που πρόκανε να βγει πριν την ανοίξουν. Μεγαλύτερος σαματάς παραμονή Χριστουγέννων δεν έχει ξαναγίνει. Κι όταν οι πυροσβέστες έκλεισαν τη μάνικα και στάθηκαν στο βρεμένο, καπνισμένο δωμάτιο, η θεία του Τζιμ, η κυρία Πρόθερο, κατέβηκε τις σκάλες και τους κοίταξε εξεταστικά. Ο Τζιμ κι εγώ περιμέναμε, βουβοί, ν’ ακούσουμε τι θα τους έλεγε. Γιατί η θεία του Τζιμ έλεγε πάντα τα κατάλληλα λόγια. Κοίταξε που λέτε τους τρεις πανύψηλους πυροσβέστες με τ’ αστραφτερά κράνη, να στέκουν ανάμεσα στους καπνούς και τ’ αποκαΐδια και τις χιονόμπαλες που λιώνανε, και είπε, «Μήπως θα θέλατε κάτι να διαβάσετε;»
Χρόνια πολλά πριν, όταν ήμουν μικρό αγόρι, όταν υπήρχαν ακόμα λύκοι στην Ουαλία, και πουλιά στο χρώμα άλικων φανελένιων μεσοφοριών που βίτσιζαν τον αέρα στους λόφους σε σχήμα άρπας, όταν τραγουδούσαμε και γλεντοκοπούσαμε ολονυχτίς κι ολημερίς σε σπηλιές που μύριζαν σαν κυριακάτικα απογεύματα σε νοτερές σάλες αγροτόσπιτων, και κυνηγούσαμε, κραδαίνοντας σαγόνια παπάδων, τους Άγγλους και τις αρκούδες, πριν το αυτοκινούμενο όχημα, πριν τον τροχό, πριν τ’ άλογο με τη μούρη δούκισσας, όταν καβαλούσαμε τους τρελαμένους, χαρούμενους λόφους ξεκαπίστρωτοι, τότε χιόνιζε και ξαναχιόνιζε. Εδώ όμως ένα μικρό αγόρι λέει, «Και πέρσι χιόνισε. Έφτιαξα ένα χιονάνθρωπο κι ο μεγάλος μου αδελφός τον κλώτσησε και τον έφερε κάτω και τότε εγώ κλώτσησα τον αδελφό μου και τον έφερα κάτω κι έπειτα πήγαμε σπίτι για τσάι».
«Μα κείνο δεν ήταν το ίδιο χιόνι», είπα εγώ. «Το δικό μας χιόνι δεν ήταν μόνο κουβάδες ασβεστόχρωμα που έπεφτε απ’ τους ουρανούς, αλλά κουκούλωσε κιόλας το χώμα και κολύμπησε και κύλησε από τα μπράτσα και τα χέρια και τα κορμιά των δέντρων. Το χιόνι στοιβάχτηκε τη νύχτα στις σκεπές των σπιτιών σαν πυκνά βρύα που κρέμονταν, σκέπασε τελείως τις μάντρες σαν άσπρος κισσός και κάθισε πάνω στον ταχυδρόμο,καθώς εκείνος άνοιγε την αυλόπορτα, σαν σιωπηλή, γαλήνια καταιγίδα από κατάλευκες, σκισμένες χριστουγεννιάτικες κάρτες”.
«Υπήρχαν ταχυδρόμοι και τότε;»
«Αμέ! Κι είχαν λαμπερά μάτια και κόκκινες μύτες απ’ το κρύο, και ξυλιασμένα πόδια που ανέβαιναν κούτσα κούτσα ως την εξώπορτα και τη γράπωναν αρρενωπά με τα γαντοφορεμένα χέρια τους. Τα παιδιά όμως μόνο τα κουδουνάκια άκουγαν».
«Δηλαδή ο ταχυδρόμος έκανε ντριν-ντριν χτυπώντας τις πόρτες;»
«Εννοώ ότι τα κουδουνάκια που άκουγαν τα παιδιά ήταν μέσα τους».
«Εγώ πάντως καμιά φορά ακούω μόνο βροντές, κουδουνάκια ποτέ».
«Ήταν και καμπάνες της εκκλησίας».
«Μέσα τους;»
«Όχι μωρέ! Πάνω στα κατάμαυρα και κατάλευκα από χιόνι καμπαναριά, που τις καμπάνες τους χτυπούσαν παπάδες και πελαργοί. Και διαλαλούσαν τα μαντάτα πάνω απ’ τη φασκιωμένη πόλη, πάνω απ’ τον κρουσταλιασμένο αφρό των πασπαλισμένων με άχνη και παγωτό λόφων, πάνω από την θάλασσα που κροτάλιζε. Κι ήταν, θαρρείς, σαν όλες οι εκκλησιές να ηχούσαν χαρμόσυνα κάτω απ’ το παράθυρό μου. Και οι ανεμοδείκτες έκραζαν «Χριστούγεννα!» σκαρφαλωμένοι στον φράχτη».
«Πες για τον ταχυδρόμο».
«Ήταν συνηθισμένοι ταχυδρόμοι, που αγαπούσαν το περπάτημα και τους σκύλους, τα Χριστούγεννα και το χιόνι. Χτυπούσαν τις πόρτες με μελανιασμένα κότσια των δακτύλων τους…»
«Η δική μας έχει μαύρο ρόπτρο…»
«Κι έπειτα στέκονταν στο λευκό χαλάκι με το Καλωσόρισες στις μικρές ανεμοδαρμένες εισόδους και φυσούσαν και ξεφυσούσαν, φτιάχνοντας φαντάσματα με τη ζεστή τους ανάσα, και χοροπηδούσαν από το ένα πόδι στ’ άλλο σαν μικρά παιδιά που θέλουν να κατουρήσουν».
«Και μετά, τα δώρα;»
«Και μετά τα δώρα, μετά τα χριστουγεννιάτικα πακέτα. Και ο παγωμένος ταχυδρόμος μ’ ένα τριαντάφυλλο στη στρογγυλή του μύτη, τουρτούριζε κατηφορίζοντας τον χιονισμένο λόφο που γλίστραγε σαν δίσκος του τσαγιού. Οι καταψυγμένες μπότες του τον πήγαιναν λες και πάταγε πάνω σε φέτες ψαριού σε ψαράδικο. Και το σακίδιο στην πλάτη του σειόταν πέρα δώθε σαν ξεπαγιασμένη καμπούρα καμήλας, κι εκείνος ζαλισμένος, έστριβε μονόπαντα στη γωνιά και χανόταν».
«Πες κι άλλα για τα δώρα».
«Είχαμε και χρήσιμα δώρα. Ζεστά κασκόλ από τον παλιό καιρό των λεωφορείων και γάντια φτιαγμένα για χασομέρηδες γίγαντες. Φουλάρια με σχέδια ζέβρας από ένα υλικό που έμοιαζε με μεταξένια μαστίχα κι έτσι και το πατούσες έδινες μάχη για να ξεκολλήσεις τις γαλότσες σου. Εκτυφλωτικά μπερέ σαν πολύχρωμα καλύμματα για την τσαγιέρα και γούνινα καπέλα με λαγουδίσια αυτιά και μάσκες σκι για θύματα κυνηγών κεφαλών. Κάτι θείες, που πάντα φορούσαν κατάσαρκα τα μάλλινα, μας δώριζαν τραχιά φανελάκια που μας φαγούριζαν και μας έκαναν ν’ αναρωτιόμαστε αν στις θείες μας αυτές είχε απομείνει καθόλου δέρμα. Κάποτε μάλιστα πήρα ένα σακούλι φαγητού πλεγμένο με βελονάκι από μια θεία που δυστυχώς δεν κακαρίζει πια μαζί μας. Και βιβλία δίχως εικόνες που τα μικρά αγόρια τα ΄χαν για να πατινάρουν στη λίμνη Φάρμερ Τζιλ, αν και τα προειδοποιούσαν αυστηρά να μην το κάνουν, εκείνα όμως δεν άκουγαν κι έπεφταν μέσα και πνίγονταν. Και βιβλία που έλεγαν τα πάντα για τη μέλισσα εκτός απ’ το γιατί».
«Πες για τ’ άχρηστα δώρα».
«Σακούλια με ζαχαρωτά και πολύχρωμες μαλακές καραμέλες και μια διπλωμένη σημαία, μια ψεύτικη μύτη κι ένα καπέλο εισπράκτορα τραμ, ένα μηχάνημα που τρυπάει εισιτήρια και χτυπάει το καμπανάκι. Σφεντόνα ποτέ. Μια μόνο φορά, κατά λάθος, που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει, ένα τσεκουράκι. Κι ένα πλαστικό παπί που όταν το πίεζες έβγαζε τον πιο ά-παπο ήχο, κάτι σαν νιαούρισμα φιλόδοξης γάτας που ΄θελε να ΄ναι γελάδα. Κι ένα τετράδιο εικονογραφίας όπου μπορούσα να χρωματίσω το χορτάρι και τα δέντρα, τη θάλασσα και τα ζώα ό, τι χρώμα ήθελα κι ακόμα τα εκτυφλωτικά καταγάλανα σαν ουρανός πρόβατα να βοσκάνε στον κόκκινο αγρό κάτω από τα πουλιά με ράμφη στο χρώμα του ουράνιου τόξου και φτέρωμα στο χρώμα μπιζελιού.
Περιπετειώδη βιβλία και καραμέλες βουτύρου κι ένα σωρό γλυκίσματα, τραγανά και κριτσανιστά μπισκότα, καραμέλες μέντας, γρανίτες, μαντολάτα και παραδοσιακά ουαλέζικα κέικ. Και στρατιές ολόκληρες αστραφτερά, μολυβένια στρατιωτάκια που, αν δεν μπορούσαν να πολεμήσουν, μπορούσαν πάντα να τρέχουν. Και κουτιά με επιτραπέζια, φιδάκι. Και κατασκευές για Μικρούς Μηχανικούς με εσώκλειστες οδηγίες.
Αγορίστικα παιχνίδια! Και μια σφυρίχτρα για να γαυγίζει ο σκύλος και να ξυπνάς τον γείτονα και να τον κάνεις να κοπανάει με τέτοια μανία τον τοίχο με τη μαγκούρα που να τραντάζεται το κάδρο στο δικό μας τοίχο.
Και ένα πακέτο τσιγαράκια- τσίχλες. Κι έβαζες ένα στο στόμα σου και στηνόσουν στη γωνιά του δρόμου και περίμενες με τις ώρες, του κάκου, να περάσει η γριά και να σε μαλώσει που καπνίζεις.Κι έπειτα εσύ, με πονηρό γελάκι, το μασουλούσες. Και μετά πρωινό κάτω απ’ τα μπαλόνια».
«Είχαμε θείους σπίτι μας;»
«Πάντα υπάρχουν θείοι τα Χριστούγεννα. Οι ίδιοι θείοι. Και τα πρωινά των Χριστουγέννων, με τις σφυρίχτρες που τσαντίζουν τα σκυλιά και τσιγάρα- τσίχλες, όργωνα την μπανταρισμένη πόλη να μάθω νέα από τον μικρό μας κόσμο, και πάντα έβρισκα ένα νεκρό πουλί κοντά στο Ταχυδρομείο ή τις άσπρες έρημες κούνιες. Ένα κοκκινολαίμη ίσως, έναν απ’ όλους, το κερί του σβησμένο. Άντρες και γυναίκες περπατούσαν με κόπο μπαινοβγάζοντας τα πόδια στο χιόνι γυρνώντας από την εκκλησιά, με μύτες κουκουνάρα κι ανεμοφιλημένα μάγουλα, κάτασπροι όλοι σαν αλμπίνο, συνωστίζοντας το άκαμπτο μαύρο φτέρωμά τους πάνω στο άθρησκο χιόνι.
Κλαριά ου κρέμονταν από τα φώτα γκαζιού σ’ όλες τις σάλες. Είχαμε σέρι και καρύδια και μπίρα σε μπουκάλια και καρυοθραύστες πλάι στα κουταλάκια του γλυκού. Κι οι γάτες με τα ολόσωμα γουναρικά τους παρατηρούσαν τη φωτιά. Και το γεμάτο κούτσουρα τζάκι τριζοβολούσε πανέτοιμο για τα κάστανα και τα συλλογισμένα μούτρα των ποκαδόρων.
Μερικοί μαντραχαλάδες κάθονταν στις μπροστινές σάλες, χωρίς κολάρο, θείοι βεβαίως, και δοκίμαζαν τα καινούρια τους πούρα, κρατώντας τα με σύνεση σε απόσταση από το σώμα τους κι ύστερα τα ‘φερναν πάλι στο στόμα βήχοντας, κι ύστερα πάλι μακριά λες και περίμεναν την έκρηξη. Και μερικές μικροθείες, που δεν τις ήθελαν στην κουζίνα, ούτε πουθενά αλλού τελικά, κάθονταν άκρη άκρη στην καρέκλα τους, στημένες νευρικά λες και φοβόνταν μην σπάσουν, σαν ξεπλυμένα φλιτζάνια με το πιατάκι τους.
Δεν ήταν πολλοί αυτά τα πρωινά που περπατούσαν στους χιονισμένους δρόμους. Ένας γέροντας πάντα με σταχτοκίτρινο καπέλο, κίτρινα γάντια και γκέτες για το χιόνι που μ’ αυτό τον καιρό έπαιρνε τη βολτίτσα του ως το κατάλευκο πράσινο γήπεδο και πάλι πίσω, όπως θα την έπαιρνε μεθυσμένος ή ξεμέθυστος τη μέρα των Χριστουγέννων ή τη μέρα της Κρίσης. Κάποιες φορές δυο γερά παλικάρια με τις μεγάλες πίπες τους να καπνίζουν, χωρίς πανωφόρια ούτε κασκόλ να τα παίρνει ο άνεμος, δρασκέλιζαν σιωπηλά την κατηφόρα ως την παντέρημη θάλασσα για να τους ανοίξει η όρεξη και να καπνίσουν, και ποιος ξέρει, ίσως και να περπατήσουν πάνω στα κύματα ώσπου τίποτα απ’ αυτούς να μην απομείνει, παρά μόνο δυο κουλουριασμένα σύννεφα καπνού από τις άσβεστες πίπες τους από σκαλισμένο ρείκι. Έπειτα εγώ έτρεχα τσαλαβουτώντας σπίτι, και η σάλτσα του ψητού από τα σπίτια των άλλων, η ευωδιά του πουλιού, του μπράντι, της πουτίγκας και του κιμά ανέβαινε στροβιλιστά στα ρουθούνια μου, και τότε, από ένα δρομάκι γεμάτο χιόνι, εμφανιζόταν ένα αγόρι φτυστό ο εαυτός μου, μ’ ένα τσιγάρο με ροζ άκρια και μάτι μελιτζανί που χθες ήταν μαύρο, και με κοίταζε αφ’ υψηλού, ξιπασμένος σαν πετρίτης.
Τον μίσησα με τον που τον είδα κι ήμουν έτοιμος να βάλω τη σφυρίχτρα για τα σκυλιά στο στόμα μου και να φυσήξω τα μούτρα του μακριά απ’ τα Χριστούγεννα, όταν ξαφνικά εκείνος, με ένα μελιτζανί κλείσιμο του ματιού, έφερε τη δική του σφυρίχτρα στο δικό του στόμα του και φύσηξε τόσο διαπεραστικά, τόσο δυνατά, που πρόσωπα με μάγουλα μπουκωμένα με χήνα, κόλλησαν στα στολισμένα παραθύρια από πάνω ως κάτω στον κατάλευκο δρόμο όπου τώρα αντηχούσε η στριγκλιά του. Εμείς είχαμε γαλοπούλα για δείπνο κι αχνιστή πουτίγκα και μετά οι θείοι κάθονταν μπροστά στο τζάκι μ’ όλα τα κουμπιά χαλαρωμένα, με τα μεγάλα υγρά χέρια τους στις αλυσίδες των ρολογιών τους, και με μικρά βογγητά αποκοιμιόνταν. Οι μανάδες, οι θείες, οι αδελφές, πηγαινοέρχονταν με γαβάθες. Η θεία Μπέσι, που είχε κιόλας φοβηθεί δυο φορές από ένα ποντίκι που έκανε την εμφάνισή του με ακρίβεια ρολογιού, μιξόκλαιγε κολλημένη στον μπουφέ κουτσοπίνοντας κρασί σαμπούκο. Το σκυλί έκανε εμετό. Η θεία Ντόσι αναγκάστηκε να πάρει τρεις ασπιρίνες, αλλά η θεία Χάνα, που αγαπούσε το πορτό, στημένη καταμεσής της πνιγμένης στο χιόνι πίσω αυλής, τραγουδούσε σαν ευρύστερνη τσίχλα. Εγώ φούσκωνα μπαλόνια όσο περισσότερο μπορούσα. Και όταν έσκαγαν, που όλα έσκαγαν τελικά, οι θείοι τινάζονταν πάνω και κάτι ψέλλιζαν σαστισμένοι. Μες στο πλούσιο και γεμάτο μυρωδιές απόγευμα οι θείοι ανάσαιναν σαν δελφίνια και το χιόνι έπεφτε, κι εγώ, καθισμένος μες στις γιρλάντες και τα λαμπιόνια, τσιμπολογούσα χουρμάδες ενώ προσπαθούσα να φτιάξω μια φρεγάτα ακολουθώντας τις οδηγίες για Μικρούς Μηχανικούς, με αποτέλεσμα ένα κατασκεύασμα που έμοιαζε με αμφίβιο τραμ.
Άλλες φορές πάλι έβγαινα έξω στον κατάλευκο κόσμο και, με τις τριζάτες ολοκαίνουριες μπότες μου, ανέβαινα το λόφο κοντά στη θάλασσα για να βρω τον Τζιμ, τον Νταν και τον Τζακ και να σουλατσάρουμε μαζί στους ήσυχους δρόμους, αφήνοντας πίσω μας στα κρυμμένα πεζοδρόμια τεράστιες πατημασιές”.
«Στοίχημα ότι οι άνθρωποι νόμιζαν πως πέρασαν ιπποπόταμοι».
«Δεν μου λες, εσύ τι θα ΄κανες έτσι κι έβλεπες έναν ιπποπόταμο στο δρόμο μας;»
«Θα ΄κανα Μπανγκ! Θα τον πέταγα πάνω στα κάγκελα και μετά θα τον κουτρουβαλούσα στην κατηφόρα και θα τον γαργαλούσα πίσω απ’ τ’ αφτί κι εκείνος θα κουνούσε την ουρά του».
«Και τι θα ΄κανες αν έβλεπες δύο ιπποπόταμους;»
Σιδερόφραχτοι ανθρωπόταμοι βαριοπατούσαν μες το χιονόνερο που μας έδερνε καθώς περνούσαμε έξω από το σπίτι του κυρίου Ντάνιελ.
«Πάει να ταχυδρομήσουμε μια χιονόμπαλα στο γραμματοκιβώτιο του κυρίου Ντάνιελ;»
«Πάει να γράψουμε διάφορα στο χιόνι;»
«Να γράψουμε παντού σ’ όλο το παρτέρι: Ο κύριος Ντάνιελ μοιάζει σαν σκυλί».
Άλλες φορές πάλι περπατούσαμε στη χιονοσκέπαστη ακτή. «Βλέπουν τα ψάρια ότι χιονίζει;»
Τα σιωπηλά ουράνια με το ένα τους, θαρρείς, συμπαγές σύννεφο ανεμοσέρνονταν προς τη θάλασσα. Τώρα ήμασταν ταξιδιώτες χαμένοι στους λόφους του βορρά, τυφλωμένοι απ’ το χιόνι, και πελώρια σκυλιά, με προγούλια και φλασκιά με κονιάκ Εξέλσιορ στο λαιμό, πλαγιοποδίζαν τρεκλίζοντας προς το μέρος μας. Γυρνούσαμε σπίτι από τους φτωχικούς δρόμους όπου λίγα μόνο παιδιά ψηλαφούσαν με χέρια γυμνά το αυλακωμένο από τους τροχούς χιόνι και μια γάτα μας νιαούριζε, και καθώς ανηφορίζαμε οι φωνές τους έσβηναν κι ενώνονταν με κρωξίματα απ’ τα ψαροπούλια και τις σειρήνες των πλοίων στον πολυσύχναστο κόλπο. Κι έπειτα, την ώρα του τσαγιού οι θείοι είχαν συνέλθει κι είχαν κέφια. Και το γκλασαρισμένο κέικ φάνταζε σαν μνήμα μαρμάρινο καταμεσής του τραπεζιού. Η θεία Χάνα έριχνε ρούμι στα τσάι της, γιατί αυτό γινόταν μόνο μια φορά το χρόνο.
Ήταν και τα παραμύθια που διηγιόμασταν τότε μπροστά στο τζάκι καθώς το φως του γκαζιού ανάβραζε σαν δύτης. Φαντάσματα χουχούτιζαν σαν κουκουβάγιες κάτι νύχτες αξημέρωτες που δεν τολμούσα να κοιτάξω πάνω απ’ τον ώμο μου. Ζώα παραμόνευαν στο καμαράκι κάτω από τη σκάλα όπου δούλευε ρυθμικά ο μετρητής του γκαζιού. Και θυμάμαι ότι πηγαίναμε και λέγαμε τα κάλαντα όταν δεν υπήρχε ούτε μια φλούδα φεγγαριού να φωτίζει τους δρόμους τ’ ουρανού. Στο τέρμα του μακριού δρόμου ήταν ένα μονοπάτι που έβγαζε σ’ ένα μεγάλο σπίτι, κι εμείς ανεβήκαμε σκοντάφτοντας μες στο σκοτάδι εκείνης της νύχτας, φοβόμασταν όλοι, κρατούσαμε όλοι από μια πέτρα στο χέρι καλού κακού, μα ήμασταν όλοι θαρραλέοι και δεν λέγαμε λέξη. Ο άνεμος μέσα στα δέντρα έβγαζε ήχους αρχαίους και φοβίσιμους κι άνθρωποι-αράχνες αγκομαχούσαν μες στις σπηλιές.
Φθάσαμε στον μαύρο όγκο του σπιτιού.
«Ποια κάλαντα να πούμε; Το Harkthe Herald;»
«Όχι», απάντησε ο Τζακ. «Το Good King Wencelas. Θα μετρήσω ως το τρία».
Ένα, δύο, τρία και αρχίσαμε να ψάλλουμε, με φωνές διαπεραστικές και δήθεν αποστασιοποιημένες γύρω από το σπίτι όπου κανείς γνωστός μας δεν έμενε. Στηθήκαμε ο ένας πλάι στον άλλον, κοντά στη σκούρα πόρτα.
«Good King Wencelas looked out
On the Feast of Stephen..»
Και τότε μια αδύναμη, στεγνή φωνή, σαν φωνή κάποιου που είχε καιρό να μιλήσει άρχισε να ψάλλει μαζί μας. Μια αδύναμη, στεγνή, εύθραυστη φωνή από την άλλη πλευρά της πόρτας. Μια αδύναμη, στεγνή φωνή μέσα από την κλειδαρότρυπα. Και όταν σταματήσαμε να τρέχουμε είχαμε πια φτάσει έξω από το δικό μας σπίτι. Το μπροστινό δωμάτιο ήταν πανέμορφο. Μπαλόνια γλιστρούσαν αθόρυβα κάτω από τις κοχλάζουσες φιάλες γκαζιού. Κι όλα ήταν πάλι λαμπερά κι όμορφα πάνω απ’ την πόλη.
«Ίσως να ΄ταν φάντασμα», είπε ο Τζιμ.
«Ξωτικά ίσως», είπε ο Νταν, που ήταν διαβαστερός.
«Πάμε να δούμε αν έμεινε καθόλου πηχτή», είπε ο Τζακ. Και αυτό κάναμε.
Η νύχτα των Χριστουγέννων είχε πάντα τραγούδια. Ένας θείος έπαιζε βιολί, ένας ξάδελφος τραγουδούσε «Cherry Ripe» και ένας άλλος θείος το “Drake‘s Drum“. Η θεία Χάνα, που το ΄χε ρίξει στο κρασί από παστινάκι τραγουδούσε ένα τραγούδι για ραγισμένες καρδιές και το θάνατο, κι έπειτα ένα άλλο που ’λεγε ότι είχε μια καρδιά σαν πουλιού φωλιά. Κι έπειτα όλοι ξεσπούσαν πάλι σε γέλια. Κι έπειτα πήγαινα για ύπνο. Κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρό μου το φως του φεγγαριού και το απέραντο χιόνι στο χρώμα του καπνού, είδα τα φώτα στα παράθυρα των άλλων σπιτιών πάνω στο λόφο ακούγοντας τις μουσικές να δυναμώνουν μες στο σκοτάδι που έπεφτε τούτη τη μεγάλη νύχτα. Έσβησα τη λάμπα γκαζιού κι έπεσα στο κρεβάτι. Είπα κάποια λόγια στο κοντινό κι άγιο σκότος, κι αποκοιμήθηκα.