Καλώς τηνε τη συμφορά αν έρθει μοναχή της, μην έρθει με τη μάνα της και με την αδερφή της, αγαπητά μου φιλαράκια πατριώτικα. Διότι αυτό ακριβώς θα είχε αργότερα συμβεί και η παρανόηση του πολιτισμικού μας γίγνεσθαι θα είχε εξακολουθητικά εξελιχθεί περικοκλάδικα. Βρέθηκα δηλαδή να έχω προσληφθεί σε έναν άλλο οργανισμό όπου για χρόνια ήμουνα αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “το στάνταρ ξένο σώμα”, ούτως ειπείν το δεδομένο ώστε να αποδεικνύεται η πολυπολιτισμικότητα του θέματος. Λιγάκι σκούρα και λιγάκι κάπως τάδε, ώστε να είναι δυνατόν να σημειώνονται στα διάφορα κουτάκια αποκλίνουσες, που θα επέτρεπαν στους διοικούντες να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι εργοδότες απ’ τη μία (προσφέροντας τις θέσεις εργασίας ακριβοδίκαια σε ντόπιους, ξένους, μαύρους άσπρους και καφέ, και πάει λέγοντας). Με τη δική μου πρόσληψη είχαν χτυπήσει φλέβα κυριολεκτικά, γιατί τους κάλυπτα σε διάφορα επίπεδα απόκλισης – δεν το χοντραίνω εδώ το πράγμα αναφέροντας όλες συνολικά τις ετερότητες που διέθετα σε σχέση με το σχήμα του καινούργιου οργανισμού, μα το οριοθετώ σε σχέση με τον ρατσισμό φυλετικώς. Αλλά και πάλι, είχαν τύχει μπαλαντέρ περιωπής. Διότι Ελληνίς και δη σκουρόχρωμη, γιατί δεν ήμουν σαν την φίλη μου την Α που είναι και δυο μέτρα μπόι, και λευκότατη ξανθή σχεδόν σαντρέ, λοιπόν μπορούσα σε επίπεδο οπτικό να έχω ομοιότητες που θα επέτρεπαν μια κάποια οικειότητα στα άτομα, από Πακιστανές μέχρι Μιγάδες ανεξαίρετα. Και, λόγω κάποιας μεγαλύτερης κατανοητικότητας σε πιο κλειστές δομές οικογενείας (αθάνατη Ελλάς), μπορούσα να αντιλαμβάνομαι με μεγαλύτερη ευχέρεια από τις συναδέλφους μου τις Βρετανίδες, δυναμικές που βρίσκονταν σε κοντινότερη συνάφεια. Μου διέφευγαν βεβαίως χίλια πράγματα, αλλά η ανοιχτή συζήτηση που ήταν δυνατόν να επιτευχθεί (και στην οποία αναγνωρίζονταν οι διαφορές και οι ομοιότητες και οι περιορισμοί της κατανόησης που διέθετα) ήταν πολύ πιο εύκολο να γίνει μεταξύ εμού και του εκάστοτε “θεραπευόμενου”. Έτσι κι αλλιώς το δεδομένο που είχα ήταν πως δούλευα διαπολιτισμικά ούτως ή άλλως, είτε με Άγγλους, Σκώτους, Ουαλούς και Ιρλανδούς, είτε με άτομα από Αφρική (ο οργανισμός απασχολούσε ως εργατικό δυναμικό πολλούς Αφρικανούς που είχαν έρθει στην Αγγλία για εργασία), είτε με άτομα από το Πακιστάν (κυρίως γυναίκες, γιατί οι άνδρες σπάνια έρχονταν για ψυχολογική υποστήριξη – άλλο θέμα αυτό που του αξίζουν κάμποσες σελίδες, εν ευθέτω), είτε με Τζαμαϊκανούς πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών. Το γεγονός πως η Ελλάδα δεν είχε βρεθεί σε καμιά δυναμική αποικιοκρατίας βοηθούσε πολύ στη σχέση που μπορούσα να αναπτύξω με τους ανθρώπους αυτούς, που κατά κανόνα εστίαζαν στις ομοιότητές μου με εκείνους και μπορούσαν αντιστοίχως να εκφράσουν τον δικό τους “ρατσισμό” απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία και σε αυτό που αντιλαμβάνονταν (και σε πολλές περιπτώσεις ήταν) κάποιου είδους φυλετική κακοποίηση.
Δεν έχει νόημα να αναφέρω μεμονωμένες περιστάσεις και περιπτώσεις, αλλά μέσα στα πράγματα που έμαθα είναι ότι υπάρχει μεγάλη βία και θυμός. Γενικεύω, αλλά θα το κάνω για να πάρετε μια γεύση. Οι Αφρικανοί υποτιμούν τους ανθρώπους από τις Νότιες Ινδίες (νήσοι της Καραϊβικής) – οι δε δεύτεροι τρέφουν κάποιο ιστορικό μίσος για τους πρώτους – οι Αφρικανοί θεωρούν τους Καραϊβικανούς σκλάβους των λευκών (που ήτανε), οι δε Καραϊβικανοί θεωρούν τους Αφρικανούς προδότες (που ήτανε, επίσης, δεδομένου του ότι ήταν εκείνοι που τους πούλησαν στους λευκούς). Οι Καραϊβικανοί δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών έχουν αέρα ανωτερότητας απέναντι στους ανθρώπους που καταφθάνουν ως μετανάστες έχοντας γεννηθεί στις Δυτικές Ινδίες. Οι άρτι αφιχθέντες όμως έχουν τον αέρα τους αδέσμευτο ακόμα, έχουν μια περηφάνεια που αυτοί της δεύτερης και τρίτης γενιάς έχουνε κάπως χάσει, έχοντας ρουφήξει από παιδιά το πικρό γάλα της διαφοράς της διασποράς και τα φαρμάκια του. Οι πιο ανοιχτόχρωμοι αντιμετωπίζονται με καχυποψία και με αντιθετικό τρόπο από τους πιο σκουρόχρωμους και αυτό είναι πολύ έντονο στις νεαρότερες ηλικίες. Γενικεύω του κερατά, αλλά έτσι φαίνεται να συμβαίνει συχνά. Επίσης ο ρατσισμός παραμένει μια έννοια που ξεγλιστράει. Παρότι θεωρητικά κατακριτέος σε βαθμό που να αποτελεί, αν εκφραστεί, παράπτωμα που δύναται να επιφέρει απόλυση από το χώρο εργασίας, σπανίως όμως έχει τέτοιο αποτέλεσμα – και σε αυτό δεν παίζει ρόλο το ότι συνήθως δεν υπάρχουν μάρτυρες του γεγονότος, (ή, αν υπάρχουν, συχνά δεν θέλουν να πάρουν θέση) αλλά επίσης και το ότι ο ίδιος ο ρατσισμός θεωρείται σε μεγάλο βαθμό φυσικός, δίνεται δηλαδή με τρόπο απερίσκεπτο, που δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα σκέψης αλλά ακολουθεί μια διαδρομή υπόγεια, συνήθειας. Και όταν λέω πως σπανίως οι άνθρωποι παίρνουν θέση, εννοώ από κοινού μαύρους και λευκούς, μιας που και οι μεν και οι δε φοβούνται το πώς θα χρησιμοποιηθεί η φωνή τους και τι σόι επιπτώσεις θα υπάρχουν από τον θεσμό που βασικά αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη ιδεολογία.
Μετά από αυτή τη γενίκευση, ας προχωρήσω να μιλήσω πιο άμεσα και συγκεκριμένα. Εδώ και μερικές εβδομάδες βρίσκομαι σε συνεδρίες με μια νέα γυναίκα η οποία είναι κόρη Τζαμαϊκανής, γεννημένη στη Βόρεια Αγγλία. Σε αυτή τη φάση της ζωής της η γυναίκα προσπαθεί να βελτιώσει τις πιθανότητες της καριέρας της, σπουδάζοντας ώστε να γίνει κλινική ψυχολόγος. Στον τομέα αυτό οι άνθρωποι από Μαύρο, Ασιατικό (ασιατικό σε αυτήν την περίπτωση ονομάζεται το Πακιστανικό) και Μειονοτικό Περιβάλλον σπανίζουν, εγώ σε όλα τα χρόνια των σπουδών μου είχα μόνο μία συμφοιτήτρια Πακιστανή, μία Αφρικανή και μία Τζαμαϊκανή, και μιλάμε για τρία διαφορετικά πανεπιστήμια – για να καταλαβαίνει κανείς τι εννοώ, μία σε κάθε τάξη σπουδών. Δηλαδή, η θεραπευόμενή μου έχει ελάχιστες πιθανότητες να γίνει δεκτή σε μια τέτοια θέση, λόγω α) του ανταγωνισμού που θα έχει και β) του γεγονότος ότι αυτού του είδους οι σπουδές είναι βασισμένες σε λευκοκεντρικές θεωρίες – το ειρωνικό του θέματος είναι πως οι άνθρωποι από μειονοτικά περιβάλλοντα έχουν απόλυτη ανάγκη κατανόησης μέσα στα συστήματα της ψυχικής υγείας, αλλά οι εν δυνάμει εκπρόσωποί τους δεν έχουν πρόσβαση σε τέτοια επαγγέλματα.
Έτσι λοιπόν η γυναίκα πάει σε μια συνέντευξη για θέση εργασίας, την οποία όμως δεν κατορθώνει να κερδίσει (για λόγους που μπορεί να έχουν να κάνουν με καλυμμένο ρατσισμό ή που δεν έχουν να κάνουν με αυτόν, αλλά εκείνη δεν είναι σε θέση να το αξιολογήσει). Δυστυχώς όμως, αυτό συμβαίνει παράλληλα με τη δολοφονία του Τζώρτζ Φλόυντ, και το αποτέλεσμα αυτών των δύο άσχετων φαινομενικά γεγονότων την εξωθεί σε μια κατάσταση υπαρξιακού άγχους. Απολύτως φυσικό σε κάθε περίπτωση, αν τεθεί σε σχέση με την βιωμένη της εμπειρία. Στο μεταξύ ο κόσμος εδώ καίγεται, τι πορείες, τι σπασμένα αγάλματα και τι της Παναγιάς τα ολόγλυκα ματάκια δακρυσμένα. Ανώτατοι πολιτικοί βγαίνουν και καταδικάζουν το ρατσισμό από τη μία, τις πορείες από την άλλη (εν μέσω Κορωνοϊού όλο αυτό), τους βανδαλισμούς αγαλμάτων από την τρίτη. Αντίθετες πορείες (στο μεταξύ οι πορείες έχουν κηρυχτεί παράνομες και στις μεν περιπτώσεις και στις δε) οργανώνονται από φράξιες λευκοεθνικιστών, και η κοπέλα έχει πάθει μεγάλη ένταση και δεν έχει κι άδικο, γιατί στον εργασιακό χώρο θα παιχτούν παράλληλα παιχνίδια, όπου οι δύο πόλοι θα κονταροχτυπιούνται ηθικώς και ιδεολογικώς. Και στο μεταξύ, ενώ αναγνωρίζεται από τους κυβερνώντες ο αντίκτυπος της δολοφονίας στα εδώ εδάφη, και ενώ το κοινοτικό συμβούλιο έχει πάρει θέση καταδικάζοντας κάθε έκφραση ρατσισμού, εκφράζοντας παράλληλα αλληλεγγύη προς τους “Μαύρους, Ασιάτες και Μειονοτικού Περιβάλλοντος” εργαζόμενους του, ο οργανισμός στον οποίον ανήκει η θεραπευόμενή μου, έχει κομψά κομψά αποφύγει να λάβει θέση. Μου το λέει και ντρέπομαι για λογαριασμό τους – και θεωρώ ότι υποχρέωση του δικού μου οργανισμού που είναι θυγατρικός του δικού της, είναι να προωθήσει το θέμα υπηρεσιακά, ώστε να υπενθυμίσει στους ιεραρχικά ανώτερους ότι έχουν οφειλή προς τους ιεραρχικά κατώτερους, ειδικά δε όταν αυτοί οι ιεραρχικά κατώτεροι έχουν ανάγκη υποστήριξης και αρωγής (κι εδώ έχει πάρει θέση μέχρι και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, βροντούν τα σίδερα βαριά). Οπότε αποφασίζω να θέσω το θέμα στον δικό μου προϊστάμενο, ο οποίος είναι ένας πολύ συμπαθητικός άνθρωπος και συμφωνεί απολύτως. Και ως εδώ καλά, αλλά εδώ αρχίζουν τα απίστευτα τα όργανα!
Διότι ο συμπαθής αυτός άνθρωπος, ακούει την εισήγησή μου και απαντώντας θετικά επισημαίνει πως πρέπει να αισθάνομαι πολύ δύσκολα σε σχέση με αυτό όλο που συμβαίνει (το ότι δεν έχει παρθεί μια θέση επισήμως, διευκρινίζει). Αλλά μού έχει σταλεί κάποιο γράμμα προσωπικώς, δεν είναι έτσι; Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, ούτε καταλαβαίνω γιατί έχει τέτοια απολογητικότητα, και του ζητώ να μου εξηγήσει. Όπου μου γίνεται φανερό ότι ο άνθρωπος νιώθει άβολα, γιατί ναι μεν ο οργανισμός δεν έχει πάρει δημόσια θέση για αυτό το μεγάλο ζήτημα, αλλά για το άλλο ζήτημα (και εδώ εννοεί μια σειρά υπηρεσιακών γραμμάτων που έχουν σταλεί σε άτομα που πληρούν τις ταξινομήσεις “Μαύρος, Ασιάτης και Μειονοτικού Περιβάλλοντος”, δεδομένου του ότι οι άνθρωποι αυτοί φαίνονται να έχουν πληγεί περισσότερο από την ασθένεια Κόβιντ-19), ε, για αυτό το άλλο ζήτημα πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι συνεπείς και με έχουν συμπεριλάβει στη λίστα, δεν είναι έτσι;
Γι’ αυτό λέω, μην έρθει με την μάνα της και με την αδερφή της η συμφορά που προανέφερα! Και άντε μετά να εξηγώ στον προϊστάμενο ότι δεν είμαι Μαύρη, ούτε Ασιάτισσα/Πακιστανή, και σε καμία περίπτωση σύμφωνα με τις επίσημες δημογραφικές κατατάξεις τους δεν προέρχομαι από Μειονοτικό Περιβάλλον, άρα δεν πρόκειται να λάμβανα το γράμμα στο οποίο αναφέρεται. Και η απάντηση του συμπαθέστατου αυτού ανθρώπου, με απορία έκδηλη και μια ένοχη έκπληξη στο βάθος της φωνής του, επίσης με μομφή για αυτό που το υπολογίζει ως παράλειψη εκ μέρους του συστήματος: “Ναι, όμως αφού δεν είσαι ωστόσο και Λευκή;”…