You are currently viewing Ολβία Παπαηλίου: Πόλυ Χατζημανωλάκη, Τρεις χάριτες στον τοίχο, Τα 199 σκαλοπάτια, εκδ. Εύμαρος, 2020

Ολβία Παπαηλίου: Πόλυ Χατζημανωλάκη, Τρεις χάριτες στον τοίχο, Τα 199 σκαλοπάτια, εκδ. Εύμαρος, 2020

Το παλίμψηστό της ημερολόγιο

 

Μου έτυχε λοιπόν κι εμένα να δω το όνομά μου μνημειωμένο σε βιβλίο, κι αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσα να μιλήσω για τα 199 Σκαλοπάτια της Πόλυς Χατζημανωλάκη χωρίς να είμαι απολύτως υποκειμενική. Αλλά και πάλι, γιατί θα έπρεπε να σταθεί κανείς αντικειμενικά απέναντι σε ένα ημερολόγιο, μάλιστα ειδικά ένα Παλίμψηστο Ημερολόγιο (όπως η ίδια η συγγραφέας του το έχει ονομάσει); Υπάρχει ήδη μια αποδοχή της τρυφερότητας στη λέξη παλίμψηστο, που εγώ την καταλαβαίνω σαν μια επιφάνεια η οποία δίνεται και πάλι και ξανά ώστε να γράφονται και να καταχωρούνται εμπειρίες, σχεδιάσματα ιδεών, δεδομένα που θα ξαναδώσουν το χώρο τους σε νέα συγγράμματα – είναι λες και η Πόλυ να προτείνει την ίδια της την ύπαρξη ώστε να καταγράφονται διαρκώς καινούργιες συγκινήσεις οι οποίες, αν και καλύπτουν τις δονήσεις προηγούμενων, την ώρα που αποτυπώνονται ήδη συμβαίνει να το νιώθει η συγγραφέας ότι το έργο της ζωής της (το βίωμα, ο συσχετισμός με κάτι έξωθεν της, η ανάμνηση) είναι μια συστηματική, διαρκής επαναναπαράσταση που με κάθε καινούργια σύνδεση αποσκοπεί στο Μέγα Έργο διεύρυνσης συνείδησης, έργο που  δεν γνωρίζει τελειωμό. Η ίδια πιάνει τις συνομιλίες της στα μέρη που εμφανίζεται η μνήμη, κι η μνήμη είναι πάντοτε παρούσα. Γιατί υπάρχουν πάντα γύρω μας και μέσα μας ιδέες, που περιμένουν να αναδυθούν μέσα από πρόσκληση ή μέσα από σύμπτωση – εάν η σύμπτωση είναι συνάντηση συμβόλων, τότε η ηχώ της λειτουργεί όπως πολλαπλασιασμός μέσα στο άπειρο της νύχτας. Στη νύχτα αυτή υπάρχουν τα αστέρια – σημάδια του προσανατολισμού και της του εαυτού μας αναγνώρισης, οι άλλοι. Υπαρκτοί ή υπαρκτοί. Οι ζωντανοί και πεθαμένοι συγγραφείς, οι μουσικοί, οι ήρωές τους και οι ηρωίδες. Απ΄τη στιγμή που κάποιος έχει αγαπηθεί, έχει υπάρξει – κι όποιος υπήρξε, θα υπάρχει χωρίς τέλος – αυτό μαθαίνουν οι θνητοί απ΄την Ηχώ.

Η Πόλυ ως Ηχώ, πιάνει κουβέντα – και η κουβέντα της δεν είναι επανάληψη του ήχου, αλλά διατρέχει ως λιτανεία προσευχής λευκές σελίδες, που τις γεμίζει με τη χάρη του μοιράσματος. Είναι σαν κάποια προσφορά του εαυτού (δες με, υπάρχω, και σε βλέπω – άρα υπάρχεις.) Ποιος από μας δεν έχει πιάσει την κουβέντα με τους άλλους ώστε να μνημειώσει και εκείνους και τον ίδιο; Αν και ορισμένοι από εμάς δεν το γνωρίζουμε ακριβώς, ζούμε σε τόπους που τους θέλουμε να έχουνε κι αλλιώς κατοικηθεί. Το ξένο μας το οικιοποιούμαστε φτιάχνοντας αναμνήσεις και γεφύρια με τη σκέψη, συνδιάζοντας. Αλλά και το δικό μας περιβάλλον δεν φαίνεται να είναι αρκετό, εάν δεν έχει μέσα τη μαγεία της συνύπαρξης. Ποιος άραγε ευθύνεται, αν όχι η γαλλοτραφής Μαρία Στιούαρτ (της οποίας η ανατροφή στο περιβάλλον της Γαλλικής βασιλικής αυλής υπήρξε στοιχείο που την νοηματοδότησε ως Έτερη/ Καθολική στη πολιτικοθρησκευτική αντιπαλότητα με την Ελισσάβετ Α΄, αντιπαλότητα που την οδήγησε στο θάνατο), για το lapsus clavis  (ολίσθηση της δακτυλογράφησης) που έκανε την Πόλυ να μετατρέψει τη Νάσιοναλ Πόρτραιτ Γκάλερι σε Νάσιοναλ Πορτρέ Γκάλερι; Η Πόλυ αρχίζει συζητήσεις με τα πνεύματα  των άλλων με τρόπο ευάλωτο, άμεσο και ευφάνταστο. Η Πόλυ πρέπει να προσέχει όταν βαδίζει, όχι όμως (όπως κάποιοι από εμάς) για να μην πέσει, αλλά κυρίως για να μην την πάρει το όνειρο σε κάποια άλλη διάσταση, γιατί από εκεί είναι που στέλνει ανταποκρίσεις…

 Από την άλλη όμως μεριά από τα 199 Σκαλοπάτια που ανεβοκατεβήκαμε, βρίσκονται οι Τρεις Χάριτες Στον Τοίχο ενός σπιτιού – και με αυτές η Πόλυ επιτυγχάνει μια άλλου είδους, καίρια βολή, χαριστική! Ήδη από το εξώφυλλο τελείται το Μυστήριο, γιατί εκεί έχει απαθανατιστεί το Πάθος το Ανώνυμο – και εννοώ με αυτό που γράφω ότι η Πόλυ, όχι μόνο απευθύνει νοερό χαιρετισμό και αναγνώριση στον άγνωστο ζωγράφο/τοιχογράφο, μα πως επίσης κάνει μια ευθεία κίνηση να διεκδικήσει σχέση με την τοπικότητα του βίου της. Σε αυτήν την τοπικότητα δημιουργούνται σχέσεις μέσω των επαναλήψεων των διαδρομών, μέσω μικρών καταγραφών των αλλαγών στο περιβάλλον. Οι περιρρέουσες ατμόσφαιρες που διατηρούν το άρωμα μιας άλλης νοσταλγίας – η νοσταλγία της εκφράζεται στη σύνδεση του τόπου και του χρόνου με άλλον τόπο, άλλο χρόνο, μια επίμονη ανακατασκευή, εμμονική ελπίδα επανάκτησης αυτού που, τελικά, αν και το ξέρουμε χαμένο, δεν το χάσαμε ποτέ. Σε αυτή την οδοιπορική βιογραφία η Πόλυ καταφέρνει να αποκαλύπτει ενώ κρύβει – το Μυστήριο ισχύει ειδικά μες στο μισόφως, μες στο λυκόφως περπατάει και συναντάει εικόνες, τις οποίες καταγράφει, περιγράφοντας στιγμές μιας ανθρωπιάς που παραπέει. Ξένες φωνές, ξένες ζωές. Οι ξένοι πόνοι και η θλίψη των σκυλιών. Η επιμονή να ξετρυπώνεται το θαύμα τού ανάμεσα και τού αναμεταξύ – ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα, ανάμεσα σε οικόπεδα που έχουν ήδη ρυμοτομηθεί και στα εδάφη που ανθίζουν αγριολούλουδα, ανάμεσα στο τώρα και σε μια δεκαετία του αιώνα που παρήλθε, εκεί ανακαλύπτει και κατασκευάζει φωτογραφικές σκηνογραφίες δένοντας λόγια και εικόνες και συναίσθημα, με τρόπο που να γοητεύει (μέχρι και που να αναγκάζει) τον ανύποπτό της αναγνώστη σε μια πορεία συντροφικότητας, σχετίζεσθαι. Η Πόλυ φτιάχνει κόσμους και φιλίες. Νομίζω πως η σχέση που τη δένει με τα βιβλία, σε αυτούς τους περιπάτους, είναι το άλλοθι για να αποκαλύψει ψήγματα της ανάγκης του ανθρώπου για κάποιου είδους ήμερη συνέχεια διαρκείας, μια πράξη συνεχούς επαν/συν/εξανθρωπισμού. Υπάρχει κάτι Άχρονο στη δυνατότητα του ανθρώπινου σχετίζεσθαι – σε αυτό συντείνει η διαμεσολάβηση της τέχνης, η επίμονη καλλιέργεια της σύνδεσης. Τα ονόματα δημιουργών που παραθέτει μπορούν να αλλάξουν κατά βούληση του κάθε αναγνώστη, ο οποίος σίγουρα μπορεί να επιχειρήσει συνδέσεις που βασίζονται στα ειδικά σημαίνοντα του καθενός – αν η ουσία της οδοιπορικής αυτής αλληλογραφίας είναι η συζήτηση που αναπτύσσεται μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, τότε αυτή η συζήτηση δεν είναι μια διαδικασία κλειστού σχήματος, μα μια αρχή που απαιτεί να επεκταθεί στη βιωμένη εμπειρία των συμμετέχοντων στο Μυστήριο. Αν κάποιος έχει ή δεν έχει τις ίδιες αναγνώσεις με την Πόλυ, ίσως να έχει σημασία, ίσως όχι. Το ζήτημα που έχει εδώ τεθεί είναι το πώς μπορεί κανείς να διαμορφώσει σχέσεις με το περιβάλλον του είτε αυτό είναι φυσικό, είτε είναι νοητό – και κατά πόσον αυτές οι σχέσεις νοηματοδότησης μας φέρνουν πιο κοντά στη ζωή του πνεύματος και του συν-αισθήματος, στην πιθανότητα μιας αυξημένης ενσυναίσθησης που, όντας γνήσια, συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τους γύρω μας, αλλά και τα ακόμα μόλις αμυδρά κομμάτια του εαυτού μας που μόλις τώρα εμπρός μας αναδύονται. Μια ενσυναίσθηση που οδηγεί σε αυξημένη αυτο/ετερογνωσία. Το γεγονός ότι πολύ συχνά η Πόλυ αναφέρεται, σε αυτό εδώ το κείμενο, στον Προυστ, με κάνει να σκεφτώ ότι σαφώς επιχειρεί να ξαναβρεί μια σχέση με τον εαυτό και με το έξωθεν που να νικάει του χρόνου την επήρεια, την καταστροφικότητα – μετατρέποντάς την σε πατίνα, σε κάτι ψυχοαναφορικά θωπευτικό. Έτσι που ο απογευματινός περίπατος στη γειτονιά της να έχει ακριβώς την ίδια αίσθηση ενός περιβολιού απ΄την παλιά δεκαετία του πενήντα, του εξήντα – κι η Πόλυ σαν μικρογραφία του επίμονου εκείνου κηπουρού που θα γινότανε στο μέλλον της (στο τώρα), μέσα στο Ανάμεσα των Κόσμων της να στέκεται, σύμφωνα με την έκφραση του ποιητή Γουίλιαμ Κούπερ (1731-1800), ως “κυβερνήτρια όσων τοπογραφεί”, και σαν μονάρχης όλως όσων αγναντεύει (*).

 

(*)I am monarch of all I survey” ( από τη συλλογή The Poetical Works Of William Cowper)

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.