Ήταν εκείνη η εποχή πριν απ΄ την έννοια της ευμάρειας, τότε που ακόμα δεν μπορούσε να γνωρίζει τα διαδικαστικά της οικονομικής υπεροχής όπως αργότερα θα έμοιαζαν να ισχύουν, στην κοινωνία της νέας τάξης των πραγμάτων. Ήταν Χριστούγεννα και οι μελωδικές τους επενδύσεις ήταν η επανάληψη ενός δίσκου από μια εταιρία γερμανική, Ω Τάννενμπάουμ Ω Τάννενμπάουμ βι τρώυ ζιντ ντέινε Μπλέτερ. Ήδη μπορούσε επαρκώς να καταλάβει την έννοια της επίμονης, ανακουφιστικής επαναλήψεως – όταν η επανάληψη ισχύει ασφαλώς, τότε ο μπαμπούλας του Ανείπωτου μπορεί να έχει εξωθεί κάπου μακρύτερα, να έχει εκδιωχθεί στα παραπήγματα, στην αποθήκη της ταράτσας, στα πατάρια. Παρέα να κάνει με τα καλικαντζαράκια και να ανορθογραφεί λέξεις επώδυνες όπως Διαζύγιο και Διατροφή, όπως Μηνύσεις, όπως Τμήμα Αστυνομίας.
Αλλά εκείνη την ημέρα ήταν όμορφα, θα πήγαινε να φωτογραφηθεί πάνω στα γόνατα του ίδιου του Άη Βασίλη! Μία μεγάλη βόλτα πρώτα, για να ταΐσουν τα καημένα περιστέρια του Συντάγματος. Και στα περίπτερα τριγύρω τα Ελάφια, τα φουσκωτά άσπρα ελάφια με τις γραμμώσεις καφετιές και με ευχάριστες πιτσίλες ευθυμίας, τα άσπρα πάντοτε εκείνη προτιμούσε, αν και υπήρχανε και Κόκκινα Ελάφια, αλλά εκείνα είχαν ύφος τρομερό, μύριζαν αίμα. Της είχε τάξει η μαμά της και τυρόπιτα από το μέρος που καθόταν ο Ζητιάνος της, αυτός που ήτανε προσωπική υπόθεσή της, που μόνο εκείνη πάντοτε περίμενε, χωρίς όμως τα πόδια του – τα είχε αφήσει κάπου, σε κάποιο μέρος που ήτανε πεδίο των μαχών, ο ηρωικός Ζητιάνος της που της χαμογελούσε όταν εκείνη ντροπαλά του έλεγε Πολύ Ευχαριστώ όποτε τόσο ευγενικά αποδεχόταν τις πέντε, δέκα, τις πολύτιμες, ελάχιστες δραχμές της. Α, οι τυρόπιτες του Άριστον, που βγαίνανε από έναν φούρνο κόκκινο – έλαμπε ψεύτικα ηλεκτροφωτισμένος, με σχέδια σαν κόκκινα βουνά, τάζοντας πάντοτε την ίδια γεύση η κουρού, τη γεύση τακτικής επαναλήψεως, κι όταν η επανάληψη ισχύει ασφαλώς, τότε κρατάει κάποιος στη ζωή του φυλαχτό κατά της ύπαρξης φριχτών και λάθος λέξεων όπως Ξυλοδαρμός και Βία Ενδοοικογενειακή (ασχέτως που, βεβαίως, αυτή η δεύτερη ακόμα ούτε είχε εφευρεθεί, ούτε υπήρχε). Υπήρχε όμως το Μινιόν. Και οι επαρχιώτες που οι καημένοι δεν γνωρίζανε καλά να το προφέρουνε όπως στα γαλλικά, Μινιόν όπως διαβάζεται, αλλά το λέγανε μι-νι-όν, ελληνικό. Κι έτσι μπορούσε να διακρίνει όποιος ήταν θρέμμα-γέννημα αυτούς τους άλλους, τους παρείσακτους χωριάτες. Αυτά το έλεγε με στόμφο η γειτόνισσα, που ήτανε κοσμοπολίτισσα εξ Αιγύπτου, και η μαμά της έμοιαζε να συμφωνεί μες στη σιωπή. Αυτό δεν είχε και καμία λογική, ποιος που θα ήταν ακριβώς με τα καλά του θα προτιμούσε την Αθήνα απ΄τα μέρη που φιλούσε τρυφερά, χρωματιστά, η εξοχή; Ήταν περίεργοι εκείνοι, οι μεγάλοι. Και στο Μινιόν ήτανε ψέματα ότι θα την περίμενε ο ίδιος ο Άη Βασίλης, που άλλωστε τον είχε δει κι εκείνον και τους άλλους όμοιούς του με αρμαθιές μπαλόνια και σακιά να περιφέρονται – στο Σύνταγμα κοντά σε μια στοά, μετά πιο κάτω, στην οδό Ακαδημίας. Κι αλλού, κάθε γωνιά σχεδόν και ένας Άη Βασίλης. Κι ήτανε ψέμα αυτό που λέγανε, πως θα μπορούσαν να τον δούνε στο Μινιόν, να του ζητήσει επιτόπου ένα δώρο. Αφού δεν ήτανε ο ίδιος, ήταν άλλοι που είχαν πάρει τη γενειάδα και τον τίτλο του, ο αληθινός ήτανε πάντα στην Καισάρεια και έφτιαχνε ολομόναχος τις πίτες με τα αρχαία τα νομίσματα. Τις πίτες για την τύχη όλου του χρόνου, εκεί ήτανε.
Αλλά στον έκτο όροφο του πολυκαταστήματος υπήρχε ένας ψεύτης κακομοίρης. Ένας καημένος που βαριόταν και εψεύδετο. Ένας αξιολύπητος που της έφερε δάκρυα. Υπήρχανε τραινάκια απλωμένα που ταξιδεύανε σε όμορφα τοπία από χιόνι. Υπήρχε τόσος κόσμος που μπορούσε μέχρι και να χαθεί η αναπνοή σου. Υπήρχανε παιχνίδια και μανία και μητέρες, που τραβολόγαγαν ταλαίπωρα παιδάκια. Υπήρχε ένας ώριμος θυμός και γινωμένος, έτοιμος άμεσα να πέσει από το δέντρο του, να σκάσει εμπρός στα πόδια τους σα ρόδι. Υπήρχε ένα τετράτροχο καρότσι, για να ξαπλώνουνε οι κούκλες για τη βόλτα τους. Δεν το θυμάται να το θέλησε, θυμάται πως το αρπάξανε από τη μία η μαμά της και μια άλλη από την άλλη. Πως τσακωθήκανε ποια θα το αγοράσει. Πως η μαμά της είχε τόσο οργιστεί, κατακεραύνωσε την άλλη την κυρία με το βλέμμα της – εκείνη όμως δεν κρατούσε ένα παιδάκι από το χέρι, και ήταν άδικο να κάνει μια σκηνή εμπρός στα μάτια του παιδιού, αυτό είχε πει με τη φωνή την τρομερή της, η μαμά. Εκείνη τη φωνή που ακουγότανε σπανίως, όπως επίσης και κυρίως μες στη νύχτα, εκείνη τη φωνή που έλεγε λέξεις τόσο περίεργες, τόσο απειλητικές που έπρεπε αμέσως να ξεχνιούνται μέσα από την πρακτική των καθημερινών επαναλήψεων (όπως “Μοιχεία”, “Εμπρός στα μάτια του παιδιού μου, σα δεν ντρέπεστε!”). Και το παιδί που είχε δει τη φασαρία είχε ζαρώσει ντροπιασμένο για τη βία, μια βία που θα είχε στο μυαλό του ταυτιστεί με τα Χριστούγεννα. Το σκούρο μπλε καρότσι θα το είχε παραγγείλει να της το φέρουνε για την παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ήταν αδιάφορο. Η κόρη της δεν θα το έπαιζε ποτέ, χωρίς επίσης ταυτοχρόνως να θυμάται εκείνη τη δυσάρεστη σκηνή που αποδείκνυε, πέραν της κάθε λογικής αμφιβολίας, πως οι μεγάλοι κατοικούν σε ζούγκλα μαύρη, ζούγκλα γεμάτη από έχιδνα αισθήματα. Αργότερα είχε χαθεί, μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν. Ένα καρότσι άκλαφτο, με συσπανσιόν και με βελούδινη κουκούλα, με λαμπερό το σώμα του σχεδόν σαν λουστρινένιο, με δυο αληθινές κουρτίνες δαντελένιες, μια ντροπή.
(*) Το Μινιόν ήταν πολυκατάστημα στη γωνία των οδών Πατησίων και Δώρου. Ο έκτος όροφος του πολυκαταστήματος λειτουργούσε μόνο κατά την περίοδο των Χριστουγέννων.
Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε συμβουλευτική και εικαστική ψυχοθεραπεία στα Πανεπιστήμια του Σέφιλντ και του Ληντς, ενώ ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσηρ. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή (“Μόνιμο ύδωρ – Ζωντανό νερό” Οδός Πανός 2013) και τρία μυθιστορήματα (“Κατόπιν σύστασης γιατρού” Θράκα 2016, “Μοναχικός είναι ο πλανήτης των ερώτων” Θράκα 2017, “Η αναλυομένη” Εύμαρος 2018). Γράφει και δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.
Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.