(H περίφημη, τρυφερή συνάντηση ΄Εκτορα και Ανδρομάχης, από τις ωραιότερες σκηνές της Ιλιάδας)
Σχ. 1
«΄Αμοιρε, αυτή σου η ορμή θε να σε καταστρέψει και δεν λυπάσαι
το μωρό παιδί σου κι εμένανε τη δύστυχη που σύντομα
θα γίνω χήρα σου· γιατί δε θα αργήσουνε να σε σκοτώσουνε οι Αχαιοί
όλοι μαζί επάνω σου ορμώντας. Και θα ’τανε καλύτερο για μένα,
αν σε χάσω, μέσα στη γη να μπω· γιατί δεν θα ’χω πια
άλλη παρηγοριά, άμα εσύ τη μαύρη σου τη μοίρα ανταμώσεις,
μόνο πίκρες ανείπωτες· κι ούτε πατέρα έχω ούτε μητέρα σεβαστή.
Κι αυτό, γιατί τον κύρη μου2 ο αρχοντογέννητος τον σκότωσε ο Αχιλλέας
κι αφάνισε την πόλη των Κιλίκων την όμορφη να τηνε κατοικείς,
τη Θήβη με τις πύλες τις ψηλές· και σκότωσε τότε τον Ηετίωνα,
όμως δεν τονε γύμνωσε από τα όπλα του,
γιατί μες στην καρδιά του ντράπηκε να το κάνει αυτό,
μα ⸺ το απρόσμενο ⸺ τον έκαψε μαζί με τα περίτεχνα τα όπλα του
και τύμβο από πάνω του σχημάτισε, γύρω του, δε, φτελιές φυτέψανε
οι νύμφες των βουνών, του Δία που κρατάει την αιγίδα3 οι θυγατέρες.
Είχα και αδελφούς επτά μες στο αρχοντικό μας,
που όλοι τους την ίδια μέρα τραβήξαν για τον ΄Αδη·
γιατί όλους τούς σκότωσε ο αρχοντογέννητος, ο γοργοκίνητος
ο Αχιλλέας, ενώ βοσκούσανε τα βόδια που έχουνε τα πόδια τα στρεπτά,
και τ’ άσπρα πρόβατά μας.
Και τη μητέρα μου, που ήτανε βασίλισσα στους πρόποδες
της δασωμένης Πλάκου, αφού την έφερε εδώ μαζί με όλα τ’ άλλα
που τα ’κανε δικά του, πάλι αυτός την άφησε ελεύθερη
περίσσια λύτρα παίρνοντας,4 μα στου πατέρα της τ’ αρχοντικό
με βέλος η τοξεύτρα ΄Αρτεμη5 τη χτύπησε.
Αλλ’ όμως τώρα,΄Εκτορα, εσύ πατέρας και μητέρα σεβαστή
και αδελφός μού είσαι, κι εσύ είσαι αυτός που πλάι μου κοιμάσαι όλο ζωή.
Μα έλα τώρα, λυπήσου με και μείνε εδώ στον πύργο,
για να μην κάνεις το παιδί σου ορφανό και χήρα τη γυναίκα σου.
Και στήσε το στρατό κοντά στην αγριοσυκιά,6 εκεί όπου πιο εύκολα
με την ανάβαση προσβάλλεται η πόλη και είν’ ευάλωτο το τείχος.
Γιατί εκεί ήρθαν ώς τώρα τρεις φορές και δοκιμάσανε
να μπουν στην πόλη οι δύο Αίαντες7 και ο περίλαμπρος Ιδομενέας
και οι Ατρείδες8 και ο γενναίος τού Τυδέα γιος9
με τους συντρόφους τους τούς πρώτους στην ανδρεία·
ή κάποιος καλός γνώστης των χρησμών τούς το φανέρωσε
ή η δική τους τόλμη τους παροτρύνει και παρακινεί».
Τότε της είπε ο ΄Εκτορας με την τρανή κορμοστασιά
και με την περικεφαλαία που το λοφίο της ορμητικά τινάζεται:10
«Κι εμένα, αλήθεια, με απασχολούν, γυναίκα, όλα τούτα· αλλά πολύ,
περίσσια ντρέπομαι τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες που σύρουν
τη μακρά εσθήτα, αν σαν δειλός αποτραβιέμαι από τον πόλεμο.
Μα κι η καρδιά μου δεν το θέλει, γιατί αντρειωμένος να ’μαι πάντα έμαθα
και με τους Τρώες που ’ναι στην πρώτη τη γραμμή μαζί να πολεμώ,
ζητώντας τη μεγάλη δόξα του πατέρα μου και τη δική μου να φυλάξω.
Και ναι, εγώ καλά στον νου και την ψυχή ετούτο ξέρω:
Θα έρθει μία μέρα που τότε θα καταστραφεί η ιερή η πόλη του Ιλίου
κι ο Πρίαμος και ο λαός του Πρίαμου, του έμπειρου ακοντιστή.
Όμως η έγνοια μου δεν είναι τόσο για τα δεινά των Τρώων
που θα τους βρουν κάποια στιγμή
μήτε της ίδιας της Εκάβης μήτε του βασιλιά του Πρίαμου
μηδέ των αδελφών μου, που και πολλοί11 κι αντρειωμένοι
μπορεί να κυλιστούν στη σκόνη από τα χέρια των εχθρών,
όσο για τα δικά σου τα δεινά, όταν από τους Αχαιούς τους χαλκοθώρακες
κάποιος τη μέρα της ελευθερίας σού στερήσει και σκλάβα του σε πάρει,
καθώς από τα μάτια σου δάκρυα θα κυλούνε.
Κι όταν θα βρίσκεσαι στο ΄Αργος,12 μπορεί κάτω από κάποιας άλλης
τις διαταγές στον αργαλειό να υφαίνεις
κι από τη Μεσσηίδα ή την Υπέρεια13 νερό να κουβαλάς,
όσο πολύ κι αν δεν το θες, όμως σκληρή θα σε βαραίνει ανάγκη.
Και κάποιος θε να πει κάποια στιγμή θωρώντας σε ποτάμι δάκρυα να χύνεις:
“Αυτή εκεί το ταίρι είναι του ΄Εκτορα, που ήτανε στη μάχη πρώτος
από τους ιπποδαμαστές τους Τρώες, τότε που γύρω από το ΄Ιλιο
πολεμούσαν”. Αυτά κάποιος θα πει κάποια στιγμή· και τότε μέσα σου
ξανά θ’ ανάψει νέος πόνος, γιατί ένα τέτοιο άντρα θα έχεις στερηθεί
που να κρατάει μακριά σου τη μέρα της σκλαβιάς.
Αλλά καλύτερα νεκρό να με σκεπάζει πάνω μου σωρός το χώμα,
προτού για τις κραυγές σου, αλήθεια, μάθω και για το σύρσιμό σου στη σκλαβιά».
Σαν είπε αυτά ο ξακουσμένος ΄Εκτορας, τα χέρια του
προς το παιδί του άπλωσε·
μα το παιδί γύρισε κι έγειρε στην αγκαλιά της ομορφοζωσμένης του τροφού
φωνάζοντας, γιατί από την όψη του αγαπημένου του τού κύρη τρόμαξε·
φοβήθηκε και τον χαλκό και τη φτιαγμένη από αλόγου χαίτη φούντα,
όταν την είδε φοβερά κατάκορφα στην περικεφαλαία να σαλεύει.
Γέλασε τότε δυνατά και ο αγαπημένος κύρης του κι η σεβαστή του η μητέρα·
κι ευθύς απ’ το κεφάλι την περικεφαλαία έβγαλε ο ξακουσμένος ΄Εκτορας
και την ακούμπησε στη γη μέσα στο λαμποκόπημά της.
Και ύστερα, πήρε τον γιο του τον αγαπημένο, τον φίλησε, τον χόρεψε
στα χέρια και είπε προσευχόμενος στον Δία και στους θεούς τους άλλους:
« Δία κι εσείς οι άλλοι οι θεοί, δώστε κι ετούτος ο δικός μου γιος
περίλαμπρος όπως κι εγώ να γίνει ανάμεσα στους Τρώες,
έτσι γενναίος να ’ναι και με δύναμη στο ΄Ιλιο να βασιλεύσει·
κι είθε να πει μια μέρα κάποιος, σαν θα τον βλέπει να γυρίζει από τον πόλεμο:
“ αυτός, πραγματικά, πολύ ανώτερος απ’ τον γονιό του είναι”·
κι είθε να φέρνει ματωμένα λάφυρα από εχθρό που σκότωσε,
και της μητέρας του η καρδιά ν’ αναγαλλιάζει».
Σαν είπε αυτά, έβαλε το παιδί του στα χέρια της αγαπημένης του γυναίκας,
κι αυτή το δέχτηκε στη μοσχομύριστη αγκαλιά της
και γέλασε με δάκρυα στα μάτια· και σαν την είδε ο άντρας της την πόνεσε
και με το χέρι του τη χάιδεψε, της μίλησε και είπε:
«Καημένη εσύ, μη μου ’χεις τόση πίκρα στην καρδιά σου·
γιατί κανείς δε γίνεται πηγαίνοντας ενάντια στη μοίρα μου
στον ΄Αδη να με στείλει· μα και κανείς, πιστεύω,
δεν γλίτωσε απ’ το ριζικό του, ούτε δειλός ούτε, αλήθεια, ανδρείος,
απ’ τη στιγμή την πρώτη εκείνη που γεννήθηκε.
Αλλά πηγαίνοντας στο σπίτι τώρα, κοίταζε τις δουλειές σου,
τον αργαλειό, τη ρόκα σου, και τις θεραπαινίδες πρόσταζε
με τη δουλειά τους ν’ ασχολούνται. Και όσο για τον πόλεμο,
μέλημα είναι όλων των ανδρών, όσοι το ΄Ιλιο κατοικούν,
και πιότερο δικό μου».
Αυτά λοιπόν σαν είπε ο ξακουσμένος ΄Εκτορας,
πήρε την περικεφαλαία του με την αλογοτρίχινη τη φούντα,
ενώ η αγαπημένη του γυναίκα τραβούσε για το σπίτι
κι όλο στρεφόταν πίσω της και κοίταζε ποτάμι δάκρυα χύνοντας·
και ύστερα, έφτασε γρήγορα στο αρχοντικό το ευτυχισμένο
του αντροκτόνου ΄Εκτορα και μέσα εκεί πολλές θεραπαινίδες βρήκε
και μ’ όλες τους σήκωσε θρήνο γοερό·
και ναι, ακόμη ζωντανό κλαίγαν μέσα στο σπίτι του τον ΄Εκτορα,
γιατί πια δεν πιστεύαν πως απ’ τον πόλεμο θα γύριζε ξανά
ξεφεύγοντας απ’ την ορμή κι από των Αχαιών τα χέρια.
Πράγματι, αυτή ήταν η τελευταία φορά που αντάμωσαν
ο ΄Εκτορας και η Ανδρομάχη ⸺ αντάμωμα που θεωρήθηκε
κορυφαία ποιητική κατάθεση συζυγικής αγάπης και
οικογενειακής συνοχής. Ο ήρωας δεν θα γυρίσει
πλέον ζωντανός από τον πόλεμο.