Σχ. 1
΄Ετσι εκείνοι2 μάχονταν· κι ο σάλαγος από τα σιδερένια όπλα
στο χάλκινο3 έφθανε ουρανό μέσ’ από τον απέραντο αιθέρα.
Και τ’ άλογα του εγγονού τού Αιακού,4 που ήτανε παράμερα απ’ τη μάχη,
κλαίγανε, με το που απ’ την πρώτη τη στιγμή κατάλαβαν πως έπεσε ο ηνίοχος
μέσα στα χώματα απ’ του αντροφονιά τού ΄Εκτορα το χέρι.
Και είν’ αλήθεια πως ο Αυτομέδοντας,5 ο αντρειωμένος του Διώρη γιος,
από τη μια πολλά χτυπήματα επάνω τους τούς έδινε με το μαστίγιο το γρήγορο,
κι από την άλλη πάλι, άλλοτε με πολλά γλυκόλογα τους μίλαγε,
κι άλλοτε με πολλές φοβέρες. Όμως αυτά μήτε πίσω στα πλοία
ήθελαν να πάνε, προς τον πλατύ Ελλήσποντο, μήτε στη μάχη με τους Αχαιούς,
μα όπως μένει σταθερά στη θέση της στήλη που ’χει στηθεί
πάνω στον τύμβο ενός αντρός που πέθανε είτε μίας γυναίκας,
έτσι μένανε και αυτά ακούνητα στο άρμα το πανέμορφο ζεμένα,
έχοντας σκύψει τα κεφάλια τους στη γη· και δάκρυα ζεστά
κυλούσανε στο χώμα από τα βλέφαρά τους καθώς θρηνούσανε
ποθώντας τον ηνίοχό τους· κι οι πλούσιες οι χαίτες τους
λερώνονταν (μέσα στη σκόνη) πέφτοντας απ’ τη ζεύγλα
πλάι κι από τα δύο μέρη του ζυγού.
Μα σαν τα είδε να θρηνούν ο γιος του Κρόνου,6 τα σπλαχνίστηκε
και το κεφάλι του κουνώντας είπε μέσα του:
« Α δύστυχα, γιατί σας δώσαμε στον βασιλιά Πηλέα τον θνητό,
ενώ εσείς είστε αγέραστα κι αθάνατα;!
Μήπως για να ’χετε πίκρες κι εσείς μες στους ταλαίπωρους ανθρώπους;
Γιατί θαρρώ πως τίποτε δεν είναι πιο αξιοθρήνητο από τον άνθρωπο,
απ’ όλα, ναι, τα πλάσματα, όσα πάνω στη γη κινούνται κι αναπνέουν.
[…]
Όμως και στις μέρες που ακολούθησαν τα άλογα συνέχιζαν να πενθούν τον Πάτροκλο, όπως λέει ο ποιητής στους στίχους 283-284 της ραψωδίας Ψ:
[…]
Αυτόν, αλήθεια, ακίνητα τονε πενθούν κι οι χαίτες τους
κάτω στο χώμα ακουμπούν και δίχως να σαλεύουν στέκονται,
γιατί περίλυπη είναι η καρδιά τους.
Αυτοί οι γοητευτικοί, οι παλλόμενοι από τρυφερό λυρισμό στίχοι άγγιξαν βαθιά τον Καβάφη που σμίλεψε το ποίημά του «Τα άλογα του Αχιλλέως».
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
[…]