Σ 22-35 (σχ. 1)
Έτσι μίλησε (ο Αντίλοχος), κι εκείνον μαύρο σύννεφο
πόνου αβάσταχτου τον σκέπασε. Και με τα δυο του χέρια
παίρνοντας σκόνη μαύρη από καπνιά2 επάνω στο κεφάλι του
την έριχνε κι ασχήμιζε τ’ όμορφο πρόσωπό του·
και στο χιτώνα του επάνω τον μοσχομύριστο σαν νέκταρ
η μαύρη στάχτη ολόγυρά του κάθισε.
Κι αφού έπεσε καταγής κι απλώθηκε φαρδύς πλατύς,
κειτόταν μες στη σκόνη και με τα χέρια του
τραβώντας τα μαλλιά του τα χαλούσε.
Κι οι σκλάβες που ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος αρπάξανε,
με λύπη στην ψυχή τους φωνή μεγάλη σύρανε
και τρέξαν έξω απ’ της σκηνής τ’ ανοίγματα
γύρω απ’ τον εμπειροπόλεμο Αχιλλέα,
και όλες στηθοδέρνονταν και λύθηκαν της καθεμιάς τα μέλη.
Κι από την άλλη ο Αντίλοχος θρηνούσε δάκρυα χύνοντας
ενώ τα χέρια τού Αχιλλέα κράταγε ‒ ετούτος βαριαστέναζε
μέσ’ από την ευγενική καρδιά του ‒ γιατί φοβόταν
μην και κόψει το λαιμό του με το σίδερο.
Σ 316-342 (σχ. 3)
Ανάμεσά τους του Πηλέα ο γιος ξεκίνησε το γοερό το θρήνο,
τα ανδροφόνα χέρια του πάνω στου φίλου του τα στήθη βάζοντας,
και ολοένα βαριαστέναζε όπως λιοντάρι με τη χαίτη μακριά
σαν του αρπάξει τα μικρά του ελαφοκυνηγός
κρυφά μέσ’ απ’ το δάσος το πυκνό· κι αυτό πικραίνεται
που έφτασε αργά και μέσ’ από πολλά περνάει λαγκάδια
τα ίχνη αναζητώντας του ανθρώπου, εάν μπορέσει κάπου να τον βρει·
γιατί πολύ μεγάλη οργή το κατακλύζει· έτσι κι αυτός
βαριαστενάζοντας έλεγε ανάμεσα στους Μυρμιδόνες:
« Αλίμονο, αλήθεια, λόγια τη μέρα εκείνη μάταια ξεστόμισα,
όταν εμψύχωνα τον ήρωα Μενοίτιο 4 στ’ αρχοντικό του μέσα·
του είπα πως τον ξακουσμένο γιο του πίσω θα φέρω στην Οπούντα,
αφού το Ίλιο εκπορθήσει και πάρει το μερίδιό του από τα λάφυρα.
Ωστόσο ο Δίας δεν εκπληρώνει όλες τις σκέψεις των ανθρώπων·
κι είναι γραφτό κι οι δυο μας την ίδια γη να κοκκινίσουμε
στην Τροία εδώ πέρα, γιατί μήτε εμένα έχοντας επιστρέψει
στην πατρίδα θα με δεχτεί ο γέροντας Πηλέας ο αρματηλάτης
μηδέ η Θέτιδα η μητέρα μου, αλλά εδώ η γη θα με κρατήσει.5
Μα τώρα, Πάτροκλε, αφού θα έρθω κάτω από τη γη ύστερ’ από εσένα,
δεν πρόκειται να σε κηδέψω πριν, πριν, να ’σαι βέβαιος,
φέρω τα άρματα και το κεφάλι εδώ του ΄Εκτορα,
του αντρόκαρδου φονιά σου. Και στην πυρά σου μπρος
θα σφάξω δώδεκα λαμπρά των Τρώων τέκνα
γιατί από τον σκοτωμό σου μάνιασα.
Στο μεταξύ, έτσι θε να μου κείτεσαι
σιμά στα καμπυλόπρυμνα καράβια, και γύρω σου θε να σε κλαίνε
νύχτα μέρα χύνοντας δάκρυα γυναίκες Τρωαδίτισσες
και Δαρδανίδες 6 με τους πολύπτυχους σφιχτοζωσμένους πέπλους,
γυναίκες που οι ίδιοι εμείς μοχθήσαμε να τις κερδίσουμε,
ναι, με τη δύναμη και τα μακριά μας δόρατα,
χαλώντας πολιτείες πλούσιες θνητών ανθρώπων».