΄Ετσι μίλησε· και τότε εκείνοι αγκαλιάζοντάς τον τόν νεκρό
από τη γη πολύ ψηλά τον σήκωσαν· και πίσω τους ευθύς
των Τρώων οι πολεμιστές υψώσανε κραυγές,
σαν είδανε τους Αχαιούς το νεκρό σώμα να σηκώνουν.
Κι ορμήσαν σαν σκυλιά που ρίχνονται μπροστά από νέους,
ακμαίους κυνηγούς, πάνω σε κάπρο λαβωμένο·
και ναι, για λίγο τρέχουνε με τη λαχτάρα
να τον κατασπαράξουν, μα όταν ξαφνικά στραφεί
ανάμεσά τους πιστεύοντας στη δύναμή του, κάνουνε πίσω
κι απ’ τον φόβο τους σκορπίζουνε άλλο εδώ κι άλλο εκεί.
΄Ομοια και οι Τρώες, για λίγο όλο και ακολουθούσανε ομαδικά,
κεντώντας τους με ξίφη και με δόρατα
που ’χουνε και τα δυο τους άκρα αιχμηρά· μα όταν ξαφνικά
οι Αίαντες γυρνούσανε κι απέναντί τους στέκονταν,
τότε οι Τρώες χρώμα άλλαζαν κι ούτε κανείς τολμούσε
να ριχτεί μπροστά για τον νεκρό να πολεμήσει.
΄Ετσι, λοιπόν, εκείνοι οι δύο με παθιασμένη ένταση
φέρνανε τον νεκρό από τη μάχη στα πλοία τα βαθουλωτά·
και πίσω τους άγριος πόλεμος είχε ανάψει σαν φωτιά,
που άμα ξαφνικά ξεσπάσει ξεχύνεται μ’ ορμή
πάνω σε πολιτεία και την καίει και μέσα στον καταυγασμό
απ’ τις πανύψηλες τις φλόγες σωριάζονται τα σπίτια,
φλόγες που αχολογούν με πάταγο από τη δύναμη του ανέμου.
΄Ομοια κι εκείνους πανδαιμόνιο ασταμάτητο
αλόγων και πολεμιστών τούς ακολούθαγε καθώς ξεμάκραιναν.
Κι ελόγου τους, όπως μουλάρια βάζοντας δύναμη τρανή
σέρνουν από βουνό σε μονοπάτι κακοτράχαλο
δοκάρι ή μαδέρι μεγάλο για καράβι και μέσα τους
κόβεται η καρδιά τους από τον κάματο μαζί κι απ’ τον ιδρώτα
καθώς τραβούν με βιάση, έτσι κι ετούτοι φέρναν τον νεκρό
με παθιασμένη ένταση. Και πίσω τους οι Αίαντες
κρατούσανε τους Τρώες· πώς ράχη λόφου δασωμένη, που έτυχε
ν’ απλώνεται βαθιά μέσα στην πεδιάδα, κρατάει το νερό
και ποταμών ορμητικών φράζει τα καταστροφικά τους ρεύματα
κι αμέσως, τα νερά τους αποκρούοντας, τα ρίχνει
μες στον κάμπο κι ούτε μπορούνε να τη σπάσουνε
οι ποταμοί, μόλο που ρέουν με μεγάλη ορμή,
όμοια και οι Αίαντες τη μάχη συνεχώς αναχαιτίζανε των Τρώων·
όμως ετούτοι οι τελευταίοι τούς είχανε από κοντά,
κι ανάμεσά τους πιότερο ο γιος του Αγχίση, ο Αινείας,
και ο λαμπρός ο ΄Εκτορας.
Κι όπως ψαρόνια σύννεφο πετούν ή καλιακούδες,
κρώζοντας δυνατά σαν δουν να έρχεται από μακριά
γεράκι που στα μικρά πουλιά φέρνει τον θάνατο,
έτσι μπρος στον Αινεία και τον ΄Εκτορα οι γιοι αυτών,
των Αχαιών, φεύγαν κράζοντας δυνατά 2 και ξέχασαν τη μάχη.
Και πολλά άρματα ωραία, ολόγυρα, παντού
στην τάφρο πέσανε, ως έφευγαν οι Δαναοί·
όμως ο πόλεμος σταματημό δεν είχε.
Σημειώσεις
1) Στη ραψωδία Ρ περιγράφεται η φοβερή μάχη που γίνεται μεταξύ Αχαιών και Τρώων γύρω από το σώμα του νεκρού Πάτροκλου, το οποίο προσπαθούν να αρπάξουν και οι δύο εμπόλεμοι. Κάποια στιγμή, μετά από ώρες, μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, ο Μενέλαος απευθύνεται στους δύο Αίαντες, τον Σαλαμίνιο, γιο του Τελαμώνα, και τον Λοκρό, γιο του Οϊλέα, και τους καλεί να βρουν μαζί τρόπο να αποσπάσουν τον νεκρό. Και ο Τελαμώνιος Αίαντας τον προτρέπει αυτός μεν και ο Μηριόνης να πάρουν τον νεκρό στους ώμους τους και να απομακρυνθούν από τον τόπο της μάχης, ενώ ο ίδιος μαζί με τον έτερο Αίαντα θα προστατεύουν τα νώτα τους καθώς θα απομακρύνονται. Ακολουθούν οι παρατιθέμενοι στίχοι με τις εμπνευσμένες παρομοιώσεις.
2) Η αναφορά στα ψαρόνια και στις καλιακούδες γίνεται λόγω της ιδιότητας αυτών των πουλιών αφενός να πετούν κατά σμήνη και αφετέρου να θορυβούν ακατάσχετα, με σφυρίγματα και τριξίματα τα μεν και με κρωγμούς τα δε. Μάλιστα, οι συγκεντρώσεις των ψαρονιών είναι οι πιο πολυάριθμες από κάθε άλλο είδος στην Ελλάδα, ενώ οι εναέριες μανούβρες που κάνουν τα σμήνη τους αποτελούν εντυπωσιακό θέαμα. Διατυπώνοντας λοιπόν αυτή τη γοητευτική παρομοίωση, ο ποιητής θέλει να αποδώσει το πλήθος και τον σάλαγο των τρομαγμένων Αχαιών κατά την υποχώρησή τους.