Kαι τότε εγώ τον πάσσαλο κάτω από την πολλή τη στάχτη έχωσα,
μέχρι να ζεσταθεί· συγχρόνως σ’ όλους τους συντρόφους μου
με λόγια έδινα κουράγιο, μήπως κανείς μού φοβηθεί
και τότε κάνει πίσω. Μα σαν ο πάσσαλος ο από λιόκλαρο φτιαγμένος
για λίγο κόντευε μες στη φωτιά ν’ ανάψει, μόλο που ήτανε χλωρός,
και κατακόκκινος απ’ την πυράκτωση λαμποκοπούσε πια,
τότε εγώ απ’ τη φωτιά τον τράβηξα και πιο κοντά τον έφερα,
ενώ οι σύντροφοί μου τριγύρω μου στεκόντουσαν· κι εκείνη τη στιγμή,
μεγάλο θάρρος μέσα μας κάποιος θεός μάς έβαλε.
΄Ετσι, λοιπόν, αυτοί επιάσανε τον πάσσαλο τον από λιόκλαρο φτιαγμένο,
τον μυτερό στην άκρη, και μες στο μάτι του τον έμπηξαν·
και από πάνω εγώ, αφού καλά στα πόδια μου στηρίχτηκα, τον έστριβα,
έτσι, σαν όταν κάποιος άντρας τρυπάει με το τρυπάνι2 καραβόξυλο
και άλλοι από κάτω το στρέφουνε με το λουρί
που κι απ’ τις δυο του άκρες το κρατούν, κι όλο γυρίζει αυτό συνέχεια.
΄Ετσι κι εμείς, με το που πιάσαμε τον πάσσαλο
με την πυρακτωμένη άκρη, μέσα στο μάτι του τον στρίβαμε,
και όπως ήτανε καυτός, ολόγυρά του αίμα έτρεχε.
Και του βολβού που καίγονταν η πυρωμένη η πνοή
όλα τα γύρω τα τσουρούφλιζε, ματόφυλλα και φρύδια,
κι οι ρίζες του ματιού τριζοβολούσανε απ’ τη φωτιά.
Πώς όταν άντρας χαλκουργός βυθίζει σε κρύο νερό
τρανό πελέκι ή σκεπάρνι που τσιτσιρίζουν δυνατά
για να τα κάνει αυτός σκληρά κι ανθεκτικά
− γιατί αυτό είν’ η μεγάλη δύναμη του σίδερου−
έτσι το μάτι του τσιτσίριζε γύρω απ’ τον πάσσαλο
τον από λιόκλαρο φτιαγμένο.
Κι έσκουξε μ’ άγρια, με δυνατή φωνή,
κι αντιλαλούσε ολόγυρα ο βράχος, κι εμείς καθώς τρομάξαμε,
τρέχοντας με ορμή από κοντά του φύγαμε·
κι εκείνος, στη συνέχεια, τράβηξ’ από το μάτι του τον πάσσαλο
που μέσα σ’ αίματα πολλά ήτανε βουτηγμένος.
΄Υστερα με τα χέρια του τον πέταξε μαινόμενος μακριά
και φώναζε με όλη του τη δύναμη τους Κύκλωπες,
που ολόγυρά του κατοικούσαν βέβαια,
μες σε σπηλιές στις ανεμόδαρτες κορφές.
Κι ως άκουσαν ετούτοι την κραυγή του, έρχονταν τρέχοντας
ο ένας από δω κι ο άλλος από κει, στέκονταν γύρω στη σπηλιά
και τον ρωτούσανε τι τονε τυραννούσε:
« Πολύφημε, τι άραγε σε βασανίζει τόσο και τέτοιες έβαλες φωνές
μέσα στη θεϊκή νυχτιά κι εμάς μας έκανες να ’μαστε δίχως ύπνο;
Μήπως αθέλητά σου κάποιος από τους θνητούς
τα γιδοπρόβατά σου αρπάζει;
Μήπως εσένανε τον ίδιο κάποιος μ’ απάτη ή με βία
γυρεύει να σου πάρει τη ζωή;»
Σ’ ετούτους πάλι είπε απ’ τη σπηλιά ο δυνατός Πολύφημος:
« Φίλοι μου, ο Κανένας με σκοτώνει, μ’ απάτη κι όχι με τη βία».
Κι αυτοί αποκρινόμενοι λόγια τού λέγαν φτερωτά:
«Αφού λοιπόν κανένας δεν ασκεί βία επάνω σου και είσαι μέσα μοναχός,
τότε, λοιπόν, περίπτωση καμία δεν υπάρχει
απ’ του μεγάλου Δία την αρρώστια3 να ξεφύγεις,
μόνο δεήσου στον πατέρα σου, τον Ποσειδώνα 4 τον κυρίαρχο,
[για να σε βοηθήσει]».
΄Ετσι λοιπόν μιλούσαν φεύγοντας, κι εμένα γέλασε η καρδούλα μου,
γιατί τους εξαπάτησε το όνομά μου κι η εξυπνάδα μου η κοφτερή.
Σχόλια