Το κουτί
Ο άγγελος της ιστορίας
δεν κοιτάζει προς το παρελθόν.
Ο άγγελος της ιστορίας
έχει μάτια διεσταλμένα, και στόμα που χάσκει ανοιχτό
και φτερά τεντωμένα,
αλλά δεν κοιτάζει προς το παρελθόν.
Δεν θέλει να περάσει περισσότερο χρόνο εκεί πέρα,
δεν θέλει να ξυπνήσει τους νεκρούς,
δεν θέλει να συγκολλήσει εκ νέου ό,τι έχει διαλυθεί.
Η καταιγίδα που ξεκινάει απ’ τον Παράδεισο
δεν τον αρπάζει απ’ τα φτερά,
ούτε είναι τόσο δυνατή ώστε εκείνος να μην μπορεί πια να τα κλείσει.
Η καταιγίδα τούτη
δεν τον σπρώχνει αδιάκοπα
προς το μέλλον
κι ας έχει εκείνος πάντα γυρισμένη την πλάτη του σε αυτό,
κι ας μεγαλώνει ο σωρός των ερειπίων ενώπιόν του
ως τον ουρανό.
Ο άγγελος της ιστορίας
είναι ένα μικρό παιδί
που σφαδάζει πάνω στο πεζοδρόμιο
κυκλωμένο από ανθρώπους της εξουσίας.
Αυτοί τον γυμνώνουν
και τον βαράνε.
Αυτοί του κρατάνε το βρακί με το σιδερόφρακτο χέρι
και τον χειροπαιδεύουνε.
Αυτοί μαζεύονται από πάνω του να του κρύψουν το φως.
Όμως αυτός βλέπει.
Ούτε προς το παρελθόν βλέπει,
ούτε προς το μέλλον.
Μονάχα προς τα κάτω βλέπει,
κολλημένος πάνω στο πεζοδρόμιο,
μονάχα προς τα κάτω,
λιωμένος πάνω στην άσφαλτο,
που από κάτω κάποτε
του υποσχέθηκαν μιαν αμμουδιά
ως εκεί που φτάνει το μάτι.
Ο άγγελος της ιστορίας
είναι ένα μικρό παιδί
που παραβιάζει συστηματικά το νόμο.
Είναι ένας άντρακλας ντυμένος γυναίκα,
είναι ένας υποσμηναγός με το πηλίκιό του γερτό σαν τραγιάσκα,
είναι ένα φτωχόπαιδο απ’ το βορρά μιας υπερδύναμης
που διαβάζοντας κατάφερε να φτάσει ως την εξουσία
και μετά, πολύ πιο δύσκολο,
ως τη συμπόνια.
Είναι ένας πρωθυπουργός που πίστευε αυτά που έλεγε
και αντιστάθηκε στη ρεαλπολιτίκ
και «he crossed the aisle»,
που θα πει τόλμησε και διάβηκε το χώρισμα
και έγινε από συντηρητικός
λίγο λιγότερο συντηρητικός,
και που γι’ αυτό, ίσως, είχε την ικανότητα να συγκινείται,
να συγκινείται επειδή πιστεύει σε κάτι,
και που γι’ αυτό, ίσως, αντιστάθηκε σε φρικαλεότητες που διαπράττονταν
στο όνομα κάποιας θρησκείας
και που γι’ αυτό, ίσως, του κόψανε τον αντίχειρα
(ανήξεροι!)
όταν έγινε άγαλμα
και δεν μπορούσε άλλο να δείχνει.
Είναι ένας στρατιωτικός που αποτάχθηκε γιατί είπε την αλήθεια,
αλλά μετά πολέμησε εθελοντής στα βουνά
κι ύστερα έγινε αρχηγός του ουλαμού καταστροφών
της ένωσης αγωνιζόμενων νέων
κι ανέλαβε να κάνει δολιοφθορές κι εκρηκτικές επιθέσεις
μες στην πόλη,
μαζί με άλλους καμπόσους,
που δεν τους έλειπε το θάρρος
κι η άρνηση για τη ζωή
και που αυτοί όλοι μαζί
πιάσαν απ’ τον Δεκαπενταύγουστο κι ανατινάζανε,
μέχρι που έφτασε ο Σεπτέμβρης
και βάλανε βόμπα στα γραφεία της μυστικής αστυνομίας
και της οργάνωσης που στρατολογούσε χαφιέδες
κι εθελοντές μακελάρηδες,
τη φέρανε τη βόμπα μέσα σε σακούλα της λαϊκής
κρυμμένη κάτω απ’ τα χόρτα
(κρυμμένος ηρωισμός, αναπόδεικτος,
κρυμμένος γιατ’ είναι αυταπόδεικτος),
και τους τινάξανε στον αέρα
τους χαφιέδες,
δες πώς η μέρα αχνίζει
και πώς αργότερα τους πιάσανε και τους ντουφεκίσανε όλους
(μόνο τη γυναίκα, μια Ιουλία,
που κουβάλησε τη σακούλα με τα χόρτα,
της πελεκήσανε το κεφάλι,
γιατί κι η φρίκη έχει τη δική της δικαιοσύνη
και σου γνέφει με το ακέφαλο σώμα της),
κι απ’ όλον αυτόν τον ηρωισμό
έμεινε το πηλίκιο το γερτό σαν τραγιάσκα
απολιθωμένο δίπλα σε ένα φούρνο μετά ζαχαροπλαστείου
όπου συχνάζουνε τα ζαχαρόπαιδα,
όμως ακόμα είναι,
Είναι ένας παλικαράς
που του αρέσει να ντύνεται αλλιώς,
ζαχαροπαίδι
όμως του αρέσει να ντύνεται αλλιώς
και έχει αυτό το θάρρος
(κρυμμένος ηρωισμός, αυταπόδεικτος),
το θάρρος να λέει συνέχεια ναι της ζωής
που δεν τον θέλει,
παλικαράς ντυμένος με ψηλό τακούνι,
πιο γρήγορος απ’ το φως καθώς φωτίζει η χαρά το χαμόγελό του
κι εξακοντίζεται,
πιο γρήγορος από μια εποχή λοιδωρούσα
που επιμένει να συσχετίζει κουτά,
ευζωνάκι τσαρούχικο
ζωσμένο τον πόθο του,
είναι ακόμα τώρα
εδώ,
και επιμένει να παραβιάζει τον νόμο
γιατί κι ο νόμος παραβιάζει εκείνον,
μπαίνει να κλέψει, να κρυφτεί, να ζητήσει νερό, να χτυπήσει μια ένεση,
δεν έχει σημασία,
δεν έχει,
γιατί βγαίνοντας τονε λυώνουνε πάνω στην άσφαλτο,
εκεί,
σιμά σιμά στους άλλους δυο
σιμώνει ο θάνατος,
εκεί,
ο πρωθυπουργός της υπερδύναμης
ο υποσμηναγός της πόλης
και το ζαχαροπαίδι που έγινε άντρακλας γιατί δεν διάλεξε τον θάνατό του,
οι τρεις τους μαζί,
ομοούσιοι,
εκεί, δες τους,
έχουν ονόματα, εκεί,
δυο βήματα από την Ομόνοια.
Δυο βήματα από την ομόνοια κατοικούνε οι ήρωες,
σαν άγγελοι μέσα στην ιστορία.[2]
[1] Ποίημα από ένα προσεχές βιβλίο με σάτιρες: Διάλειμμα για αυτό που δεν μπορώ να σατιρίσω.
Το κλείνω μέσα σ’ ένα κουτί και γράφω απ’ έξω: Über den Begriff der Geschichte, δηλαδή Περί της εννοίας της ιστορίας.
[2] Το κουτί αυτό το έδωσα σ’ έναν περαστικό, γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων.