Στο τέρμα του δρόμου, εκεί όπου ψυχή δεν κατοικούσε πια κι ο κόσμος είχε μετατραπεί σε ένα ανοιχτό καμίνι, εκεί όπου ένας φανοστάτης στεκόταν ακόμα ορθός και φώτιζε το δρόμο με τις φλόγες που τον έγλειφαν, εκεί όπου ένα γραμματοκιβώτιο είχε λαμπαδιάσει και τα μπάζα έπαιρναν αλλόκοτα σχήματα, εκεί όπου ο δρόμος άστραφτε και γινόταν φως, εκεί κάτι κινήθηκε. Ο βιβλιοπώλης έστρεψε αλλού το βλέμμα, έτριψε τα μάτια και ξανακοίταξε. Αναγνώριζε πια όλες τις ψευδαισθήσεις της πυρκαγιάς, όλα τα αντικείμενα που σε ξεγελούν και μοιάζουν να έχουν ζωή, τα κουτιά, τα χαρτιά που ο αέρας τα πάει εδώ κι εκεί, τις συστολές και διαστολές της ύλης που προκαλούν οι μεταβολές θερμοκρασίας και μοιάζουν με κινήσεις μυών, τα τσουβάλια που, καθώς κουνιούνται, παίρνουν μορφή αρουραίων, γατιών, σκυλιών, μισοκαμένων πουλιών. Εκείνη τη στιγμή, με όλο το πάθος της καρδιάς του, ευχήθηκε να ‘ταν ποντικός, ή και σκύλος ακόμα. Έκανε μεταβολή γυρίζοντας την πλάτη σε αυτό που δεν ήταν σίγουρος πως είχε δει…. Η σιλουέτα πλησίαζε˙ ήταν ένα παιδί. Μόλις προσπέρασαν τον κρατήρα που μόλις είχε ανοίξει, το είδαν καθαρά. Ήταν γυμνό και τα φώτα των προβολέων το φώτιζαν από πολλές μεριές. Περπατούσε γρήγορα καταμεσής του δρόμου, κι όμως το βήμα του είχε κάτι το τελετουργικό˙ σε έναν μεγάλο θα ήταν επιβλητικό. Και τότε, πλημμυρίζοντας πόνο, ο αξιωματικός κατάλαβε γιατί περπατούσε έτσι το παιδί. Η λάμψη στην αριστερή του πλευρά δεν ήταν από τους προβολείς. Ήταν καμένο. Τη μεγαλύτερη ζημιά την είχε πάθει το κεφάλι. Στο αριστερό μέρος του κρανίου του δεν είχε καθόλου μαλλιά, ενώ στο δεξί είχαν τσουρουφλιστεί και θύμιζαν μαύρους κόκκους πιπεριού. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο, τα μάτια του δυο ανεπαίσθητες σχισμές. Κάτι ζωώδες έμοιαζε να το οδηγεί μακριά από τον τόπο όπου όλα γίνονταν παρανάλωμα. Ίσως ήταν από τύχη – καλή ή κακή – που συνέχιζε να προχωρεί προς τα εκεί όπου μπορεί να επιζούσε.