ΤΟ ΨΑΡΙ
Μπορεί να κρύβεσαι στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη
κάποιας χλωμής παλίρροιας σαν η σελήνη δύσει
μα οι άνθρωποι θα μάθουμε στο άμεσο μέλλον κάποτε
πώς έριχνα στην θάλασσα το ασημένιο δίχτυ
και πως εσύ τόσες φορές πηδούσες θαρραλέα
πίσω από νήματα πολλά μικρά και αργυρά
και θα σκεφτούν πως ήσουνα άδικη και μοιραία
θα μέμφονται εσένανε με λόγια πιο πικρά.
(Ο άνεμος στις καλαμιές, 1899)
ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ
Είναι στ’ αλήθεια τρομερό που η λύσσα κι η λαγνεία
τα γερατειά μου ουδέποτε αφήνουν σε ησυχία.
Νέος σαν ήμουνα πληγές τέτοιες δεν είχα εγώ
Τι άλλο να με κέντρισε και τώρα τραγουδώ;
(Νέα ποιήματα 1938)
Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΘΡΗΝΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Φρύδια ωχρά, χέρια ακίνητα, μουντά μαλλιά
Είχα μια φίλη κάποτε ωραία
και ονειρεύτηκα πως η απελπισία μου η παλιά
σ’ έρωτα, εν τέλει, θα κατέληγε μοιραία.
Κοίταξε μέσα στην καρδιά μου κάποια μέρα
κι είδε το είδωλό σου μέσα εκεί
και τότε δακρυσμένη έφυγε πέρα.
(Ο άνεμος στις καλαμιές, 1899)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ
Με χέρια ταπεινά φέρνω σε σένα
των αναρίθμητων ονείρων μου βιβλία
λευκή γυναίκα που το πάθος έχει φθείρει
σαν την παλίρροια που σκάβει την γκρι άμμο ολοένα.
Και με καρδιά παλιότερη απ’ το κέρας
ξέχειλο από του χρόνου την φωτιά την πιο χλωμή
Με τ’ αναρίθμητα όνειρα λευκή γυναίκα
σου φέρνω στίχους όλο πάθος και ορμή.
(Ο άνεμος στις καλαμιές, 1899)
Ο ΟΙΚΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ένας οίκτος ανείπωτος μοιάζει
στου έρωτα κρυμμένος την καρδιά
Ο κόσμος που πουλά και αγοράζει
Σύννεφα που πορεύονται ψηλά.
Οι παγεροί άνεμοι που φυσάνε
των φουντουκόδενδρων το δάσος το σκιερό
από σταχτόγκριζα νερά που αργά κυλάνε
και απειλούνε την μορφή που αγαπώ.
(Το ρόδο, 1893)
ΣΕ ΝΕΑΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ
Αγάπη μου, το ξέρω, αγαπημένη
καλύτερα κι από τον κάθε ένα
τι κάνει την καρδιά σου να κραδαίνει
κι αυτή ακόμα η ίδια σου η μητέρα
που ήδη την καρδιά μου έχει ραγίσει’
όταν της ήλθε μια άγρια ιδέα
που την αρνείται
κι έχει λησμονήσει
Το αίμα της τρελά την αναστάτωσε
στα μάτια της βυθίστηκε και άστραψε.
(Οι αγριόκυκνοι στο Κουλ, 1919)
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Σαν την σελήνη ειν’ ευγενική
αν να ονομάσω ευγένεια επιμένω
αυτό που εκείνη δεν κατανοεί
μα είναι σ’ όλους ίδια, λυπημένος
λες και η θλίψη είναι μόνο μια σκηνή
πάνω σε τοίχο ζωηρά χρωματισμένο.
Σαν ένα κομματάκι πέτρας κούρνιασα
κάτω απ’ του δένδρου του σπασμένου ένα κλαρί
και θα μπορούσα πάλι να συνέλθω αν ούρλιαζα
την αγωνία της καρδιάς σ’ ένα πουλί
περαστικό αλλά έμεινα δίχως καμιά συνέπεια
άλαλος, από ανθρώπινη και μόνο αξιοπρέπεια.
(Ο Πύργος,1928)