Ο ΚΑΘΕΤΙ ΚΑΙ Η ΚΑΘΕΠΩΣ / ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ
Εκείνη είχε μόλις μετακομίσει σε μία τετραώροφη πολυκατοικία, σε ένα μεσοαστικό προάστιο της πόλης. Είχε χωρίσει από τον κύριο Δενμεθέλει ή Θελειάλλες. Τώρα ζούσε μόνη και ρωτούσε συνέχεια Πως. Δεν έπαιρνε πάντα απάντηση αλλά, συνέχιζε να ρωτάει: Πως το ένα, πως το άλλο. Δεν ρωτούσε γιατί, ίσως γιατί αυτό το είχε απαντήσει. Εκείνη δημοσιογραφούσε και ήξερε πως μία από τις ερωτήσεις για να μάθεις την αλήθεια ήταν «πώς». Αφού πρώτα είχε απαντήσει στο γιατί και είχε καταλάβει τι;. Μετά το πώς ήταν η σειρά του ποιος. Ή μήπως αυτός ήταν στην αρχή;.
Εκείνος έβαζε τις λέξεις σε σειρά, έπιανε το μαστίγιο και τις έκανε να κλαίνε και να γελάνε. Να φοβούνται και να σωπαίνουν. Να χτυπιούνται με τα ίδια τους τα χέρια. Να φωνάζουν και να μιλούν. Είχε ύφος συγγραφέα, αλλά δεν θα έλεγες ακόμη πως ήταν κάτι τέτοιο. Από τα τέσσερα βιβλία του είχε εκδοθεί μόνο το ένα. Είχε και ένα άλλο στα σκαριά, είχε και ένα ακόμη στο όνειρό του. Στα αλήθεια φορούσε παπούτσια Νο 46 και στο όνειρό του μόλις 43. Κάποτε στα νιάτα του είχε παντρευτεί την Θελωπολύ και ζήσανε κάποια χρόνια πίνοντας Τούρκικο καφέ. Όταν ο καφές άλλαξε εθνικότητα χώρισαν. Από τότε εκείνος δεν ξαναήπιε Τούρκικο ή Ελληνικό καφέ. Τώρα έπινε εσπρέσο. Αλλά δεν βιαζόταν ποτέ εκτός αν ήθελε να προλάβει το τραίνο. Του άρεσε να ταξιδεύει με τραίνο.
Σε εκείνη άρεσε το πλοίο. Η ανοιχτή θάλασσα. Οι αχινοί με λεμόνι. Οι λεπτές φέτες σολομού. Ο,τι κολυμπούσε και ό,τι επέπλεε. Δηλαδή αυτή η ίδια. Όταν ήταν εννέα χρονών – πολύ αδύνατη, πολύ όμορφη, με μακριά μαλλιά έπαθε ένα μικρό ατύχημα, που δεν είχε όμως μεγάλη επίπτωση στην ομορφιά της. Έπαιζε με μία φίλη της φιδάκι ή ντάμα ή σκάκι. Δεν έχει να κάνει. Η φίλη της, η Δελέει τίποτα έτρωγε στραγάλια σιωπηλή, αλλά ο θόρυβος από τον καρπό που συνέθλιβαν τα δόντια της αποσυντόνιζε την συγκέντρωση εκείνης. Κάποια στιγμή το αριστερό της πόδι τινάχτηκε έτσι χωρίς λόγο, λες και είχε δεχθεί ηλεκτρική εκκένωση από την ίδια την «Δενέχωήλιο» (ΔΕΗ). Με το τακούνι του αθλητικού της παπουτσιού έσπρωξε το μπολ με τα στραγάλια και αυτά χύθηκαν με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα. Η Δενλέειτιποτα τρόμαξε και ένα στραγάλι της κάθισε στο λαιμό. Άρχισε να βγάζει ένα γλουκ γλουκ γλουκ ήχο. Εκείνη τότε σηκώθηκε και έτρεξε κοντά της για να την κτυπήσει στην πλάτη και να βγάλει το στραγάλι που είχε κολλήσει στον φάρυγγα της φίλης της. Γλίστρησε όμως στα σκόρπια στραγάλια και έπεσε στο πάτωμα κτυπώντας τον αγκώνα της. Την στιγμή της πτώσης βρισκόταν ακριβώς πίσω από την φίλη της, έτσι την έσπρωξε δυνατά στην πλάτη – ίσως δυνατότερα από ότι έπρεπε, ωστόσο αυτό το κτύπημα της έσωσε την ζωή, αφού το στραγάλι τινάχτηκε έξω από το στόμα της και έπεσε, έτσι όπως ήταν βρεγμένο με σάλιο στο πάτωμα και δεν ξανασηκώθηκε από εκεί.
Η Δελέει τίποτα και παρουσίασε σε μία μνημειώδη περφόρμανς όλο αυτό το πολύπλοκο τυχαίο περιστατικό. Η περφόρμανς όμως καθόλου τυχαία δεν ήταν. Ήταν προμελετημένη έως την τελευταία της λεπτομέρεια. Σε μία από αυτές αγχωτικές επιδείξεις που είχε τίτλο: «πως δεν πνίγηκα με ένα στραγάλι χάρις σε ένα τυχαίο κτύπημα στην πλάτη» που παρουσιάστηκε στην Documenta 14, στην Αθήνα, η εικαστικός πνίγηκε στα αλήθεια. Τόσοι θεατές γύρω της θα μπορούσαν να την σώσουν, αλλά δεν κατάλαβε κανείς τους πως βρισκόταν σε κίνδυνο. Νόμιζαν πως παρακολουθούσαν την πιο αγωνιώδη φάση της περφόρμανς.
Παρέλειψα να πω πως η ηρωίδα μας, που ακόμα δεν έχει όνομα, χτυπώντας τον αγκώνα της πόνεσε φρικτά, αλλά δεν θέλησε να κραυγάσει για να μην ξανατρομάξει την φίλη της, έτσι δάγκωσε με δύναμη ο κάτω χείλος της και η κραυγή πνίγηκε στο λαρύγγι της. Αλλά το χείλος της μάτωσε, πρήστηκε και φούσκωσε πολύ και έμεινε φουσκωμένο. Έτσι είχε ένα φουσκωμένο κάτω χείλος και ένα καθόλου φουσκωμένο πάνω χείλος .
Εκείνος τρία πατώματα πάρα κάτω από εκείνη ενώ έπινε εσπρέσο άκουσε στο ραδιόφωνο το ατύχημα της Δελέειτίποτα και άρχισε να κάνει τον γνωστό ήχο με την γλώσσα και τον ουρανίσκο: τς τς τς τς τς τς…