Εκείνη τη στιγμή ακουστήκανε βήματα ανδρών και θόρυβος από κάνες όπλων που στρατιώτες βροντούσανε στο πλακόστρωτο. Τη στιγμή που ο Κολέν έψαχνε μηχανικά να βρει διέξοδο κοιτάζοντας τα παράθυρα και τους τοίχους, τέσσερις άνθρωποι εμφανιστήκανε στην πόρτα του σαλονιού. Ο πρώτος ήτανε ο αρχηγός της ασφάλειας, οι τρεις άλλοι ήτανε της δημοτικής αστυνομίας2.
«Στο όνομα του νόμου και του βασιλιά!» είπε ένας από τους αστυνομικούς και η φωνή του σκεπάστηκε από ένα μουρμουρητό κατάπληξης.
Αμέσως έπεσε σιωπή στην τραπεζαρία3 και οι ένοικοι της πανσιόν χωριστήκανε για ν’ αφήσουνε διάδρομο να περάσουν τρεις από αυτούς τους ανθρώπους, που είχαν και οι τρεις το χέρι στην τσέπη τους και κρατούσαν ένα γεμάτο πιστόλι. Δύο χωροφύλακες που συνόδευαν τους αξιωματικούς πήγανε να φυλάνε την πόρτα του σαλονιού και άλλοι δύο στηθήκανε στην πόρτα που οδηγούσε στη σκάλα. Βήματα και όπλα στρατιωτών αντηχήσανε στο χαλικοστρωμένο πεζοδρόμιο της πρόσοψης. Κάθε ελπίδα διαφυγής κόπηκε λοιπόν για τον Φτύσ’ – το – Θάνατο πάνω στον οποίον προσηλωθήκανε ακατανίκητα όλα τα βλέμματα. Ο αρχηγός πήγε κατ’ ευθείαν σ’ αυτόν κι έκανε αρχή με μια σφαλιάρα που του κόλλησε στο κεφάλι με τόση δύναμη που τίναξε την περούκα του μακριά κι αποκάλυψε το κεφάλι του Κολέν σ’ όλη του τη φρίκη. Συνοδευόμενα από μαλλιά κόκκινα στο χρώμα του τούβλου και κοντοκομμένα, που τους δίνανε έναν τρομακτικό χαρακτήρα δύναμης ανακατεμένης με πονηριά, αυτό το κεφάλι κι αυτό το πρόσωπο φωτιστήκανε εύγλωττα, σαν να είχανε πέσει πάνω τους οι φωτιές της κόλασης. Κι ο καθένας κατάλαβε τότε όλον τον Βωτρέν, το παρελθόν του, το παρόν του, το μέλλον του, τις αδίστακτες θεωρίες του, το κέφι του που το’χε κάνει θρησκεία, τα βασιλικά δικαιώματα που του δίνανε ο κυνισμός των σκέψεων και των πράξεών του και η δύναμη μιας οργάνωσης που ήτανε για όλα. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο σαν το αίμα και τα μάτια του πετάξανε σπίθες σαν αγριόγατα. Αναπήδησε στη θέση του με μια κίνηση που έκλεινε μέσα της μια τόσο ανυπότακτη ενέργεια, μούγγρισε με τόση δύναμη, που οι ένοικοι της πανσιόν βγάλανε φωνές από την τρομάρα.
Μπροστά σ’ αυτήν την λιονταρίσια στάση, υποστηριγμένοι από τον σαματά που επικρατούσε, οι αξιωματικοί πήρανε στο χέρι τα πιστόλια τους. Ο Κολέν κατάλαβε τον κίνδυνο βλέποντας τον κόκορα του κάθε πιστολιού να γυαλίζει και έδωσε ξαφνικά την απόδειξη της πιο υψηλής ανθρώπινης δύναμης. Φρικτό και μεγαλοπρεπές θέαμα! η φυσιογνωμία του παρουσίαζε ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να συγκριθεί παρά μόνον με το θέαμα ενός λέβητα γεμάτου με ατμό, από όπου ξεφεύγουν σύννεφα καπνού και ο οποίος θα μπορούσε να σηκώσει ένα βουνό και να διαλύσει μ’ ένα ανοιγόκλειμα βλεφάρων μια σταγόνα κρύο νερό. Η σταγόνα νερό που κρύωσε τη λύσσα του ήταν μια σκέψη γοργή σαν αστραπή. Άρχισε να γελάει και κοίταξε την περούκα του.
«Δεν είσαι στις μεγάλες σου ευγένειες σήμερα», είπε στον αρχηγό της ασφάλειας.
Και έτεινε τα χέρια του στους χωροφύλακες καλώντας τους μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού.
«Κύριοι χωροφύλακες, βάλτε μου τις χειροπέδες ή τις πουσέτες4. Έχω μάρτυρες τα παρόντα πρόσωπα ότι δεν πρόβαλα αντίσταση».
Ένα μουρμουρητό θαυμασμού αντήχησε μέσα στη σάλα για την ταχύτητα με την οποία η λάβα και η φωτιά ξετιναχτήκανε και ξανακρυφτήκανε πάλι μέσα σ’ αυτό το ανθρώπινο ηφαίστειο.
«Σου κόβω τη φόρα έτσι, κύριε παραφουσκωμένε, πήρε πάλι τον λόγο ο κατάδικος κοιτάζοντας τον διάσημο διευθυντή της αστυνομίας5.
– Εμπρός, βγάλ’ τα ρούχα σου! του είπε ο άνθρωπος της μικρής οδού Σαιντ-Αν6 με περιφρονητικό ύφος.
– Για ποιο λόγο; είπε ο Κολέν. Υπάρχουν κυρίες εδώ. Δεν αρνούμαι τίποτα, παραδίνομαι».
Έκανε μια παύση και κοίταξε την ομήγυρη σαν ένας ρήτορας που πρόκειται να πει εκπληκτικά πράγματα.
Ιούνιος 2022
Μικρό βιογραφικό
Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ (Honoré de Balzac), αυτός που ο André Maurois ονόμασε Προμηθέα, από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του πλανήτη, κι ας ομολογήσουμε άγνοια της ιστορίας της Λογοτεχνίας άλλων ηπείρων, γεννιέται στα 1799 στην πόλη Τουρ, στην κοιλάδα του Λείγηρα, λίγους μήνες πριν πέσει το Διευθυντήριο (Directoire) και εγκαθιδρυθεί η Υπατεία (Consulat) του Ναπολέοντα. Πεθαίνει το 1850 στο Παρίσι, τον δεύτερο χρόνο της Δεύτερης Δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε μετά την παραίτηση του βασιλιά Λουδοβίκου-Φίλιππου το 1848 και κράτησε μέχρι την άνοδο του Ναπολέοντα Γ’ στον (αυτοκρατορικό) θρόνο της Γαλλίας το 1851 μετά από πραξικόπημα. Μέσα από την ταραγμένη αυτή περίοδο που επηρέασε τον 19ο αιώνα στο σύνολό του αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η αστική τάξη ενώ όλη η χώρα είναι διαιρεμένη από βαθιές ιδεολογικές διαφορές. Το πρώτο μυθιστόρημα που θεωρείται (καλώς ή κακώς) το πρώτο «ατόφια» μπαλζακικό μυθιστόρημα «Οι Σουάνοι» (Les Chouans, 1829), έχει θέμα την αναβίωση και οργάνωση των φιλοβασιλικών στην γαλλική επαρχία, μετά την επανάσταση. Κυριαρχεί πάντα το ανθρώπινο δράμα και η σκιαγραφία των χαρακτήρων. Έχει μείνει στην ιστορία ως ο δημιουργός της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» (La Comedie Humaine) o Balzac, έχει όμως και μεγάλο φιλοσοφικό/κοινωνιολογικό έργο, εισαγωγές και κριτικές. Για αμέτρητα πράγματα μπορεί να τον θαυμάσει κανείς. ‘Ένα από αυτά είναι ότι έσπρωξε την λογική στα απώτατα όριά της. Ένα βήμα πιο πέρα καραδοκούσε η τρέλα. «Η Ανθρώπινη Κωμωδία» περιλαμβάνει περίπου τριάντα τόμους, αλλά ο Balzac θα ήθελε να γράψει εκατόν πενήντα. Περίπου 2.000 πρόσωπα, τα οποία επανέρχονται ξανά και ξανά, συμμετέχουν στους τεράστιους πίνακές του. Ίσως μια μελέτη του έργου του μεγάλου ζωγράφου Gustave Courbet, 1819-1877, να έδινε μερικά κλειδιά για την κατανόηση του Μπαλζακικού έργου. «Le Père Goriot», ολοκληρώθηκε το 1834 και εμπεριέχει την πεμπτουσία του Μπαλζακικού έργου. Ίσως είναι μια εξαίσια Κεφαλή Μέδουσας, συν το χιούμορ που εμποδίζει το δράμα να γίνει μελόδραμα και αφήνει να ακουστούν ο σαρκασμός και η κάποια περιφρόνηση. Στο απόσπασμα που παρατίθεται, σ’ αυτόν τον ελάχιστο χώρο ενός έργου προμηθεϊκού στ’ αλήθεια, φαίνονται όλα: ο ρεαλισμός και η έξοδος από τον ρεαλισμό, ο σαρκασμός, η τραγικότητα, η ανηλεής κριτική, το φλερτάρισμα με την παράνοια, η εκκεντρικότητα, η φαντασία και η θεατρικότητα, και κυρίως, και πάνω απ’ όλα, κάτι τρομερό και υπερφυσικό και άρρητο, το ταλέντο, le don, η ιδιοφυΐα. Ας προσθέσουμε, και αυτό είναι μικρό δείγμα του ύψους που μπόρεσε να αγγίξει η Γαλλική κουλτούρα μέσα στην παράνοια των αλυσιδωτών πολιτικών και κοινωνικών της περιπετειών, την εποχή εκείνη συνυπήρξαν σε γαλλικό έδαφος ο Balzac, o Stendahl, ο Flaubert και ο Hugo!
Σημειώσεις
-
Φτυσ’-το-θάνατο, Trompe-la-Mort στο κείμενο, ή Ζακ Κολέν, ή Βωτρέν, κατάδικος από το κάτεργο της Τουλόν, ο οποίος απέδρασε. Μορφή περιπετειώδης, που κρύβει μεγάλο βάθος.
-
Officiers de paix, η δημοτική αστυνομία που εγκαινιάστηκε το 1791 και καταργήθηκε το 1921.
-
Η τραπεζαρία της πανσιόν της Κυρίας Βωκέ (Mme Vauquer) όπου μένει ο Μπαρμπα-Γκοριό, καθώς και άλλοι ένοικοι. Υπήρχε τραπεζαρία και σάλα.
-
Poucettes, αλυσίδες με τις οποίες αιχμαλώτιζαν τους αντίχειρες των φυλακισμένων.
-
Υπονοείται o Engène Francois Vidocq, 1775-1858, πρώην κατάδικος που έγινε διευθυντής της ασφάλειας. Ο Balzac τον γνώριζε.
-
rue Saint-Anne, εκεί βρισκόταν η διεύθυνση της αστυνομίας, όπως γνώριζε πολύ καλά ο Φτυσ’-το-θάνατο.