Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα, είναι αυτοβιογραφικό, υπό την έννοια ότι ο συγγραφέας, ακόμα και όταν κάνει ένα ας πούμε ιστορικό μυθιστόρημα ή κινηθεί στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, το κάνει ανασυνθέτοντας δικές του εμπειρίες, οπτικές γωνίες, πτήσεις της φαντασίας του, εκδηλώσεις του θυμικού του, εντάσεις των ενστίκτων του, εντυπώσεις από αναγνώσεις του. Πράγματα δικά του δηλαδή, πράγματα που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποτελέσματα του πώς αποτυπώθηκε ατομικά, έγινε αντικείμενο ατομικής πνευματικής επεξεργασίας, ενδύθηκε ατομικά εκφραστικά μέσα αυτή η τυχερή μεν, τραγική δε περιπέτεια στον χώρο και στον χρόνο, που λέγεται ενσυνείδητη ζωή. Αφηγούμαι σημαίνει και εκμυστηρεύομαι, αυτοβιογραφούμαι.
Στο παρόν μυθιστόρημα της αγαπημένης φίλης Λίζας Διονυσιάδου, το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι δεδομένο – «εφαλτηριακό», θα έλεγα, αν μου επιτρέπετε τον νεολογισμό. Συμμετέχει και η ίδια ως ηρωίδα του δικού της βιβλίου που αυτοπαρατηρείται, αυτοαναλύεται, περνάει με θαρραλέο αλλά και γεμάτο χάρη διασκελισμό από την περιγραφή καταστάσεων που αποτυπώθηκαν εντός της από τη μνήμη, σε εκείνες τις άλλες, εξίσου πραγματικές, που ιχνηλάτησε, μετατρέποντάς τες και αυτές σε ρεαλιστικό βίωμα, η φαντασία. Γιατί πραγματική ζωή, δεν είναι μόνο η υλική μας παρουσία στον κόσμο, αλλά και οι πτήσεις του ανήσυχου, απροσδόκητου και πιθανότατα αιώνιου Πνεύματος που μας κατοικεί και δι’ υμών υλοποιείται και σαρκώνεται.
Η φίλη Λίζα είναι μάλιστα και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Η Άννα Αχμάτοβα, η δεύτερη θηλυκή περσόνα του βιβλίου, παρά το «βάρος» του ονόματός που κληροδότησε στη γραφή με το έργο της αλλά και τον βίο της, είναι δεύτερος ρόλος. Η συγγραφέας κυρία Διονυσιάδου θέλει να αποτυπώσει μυθιστορηματικά τον εαυτό της να κινείται στη Σοβιετική Ρωσία, χώρα στην οποία η ίδια πέρασε σημαντικό μέρος της νεότητάς της και αγάπησε. Και όταν λέω να κινηθεί, δεν εννοώ μόνο τον χώρο, τα μέρη, τα κτίρια, τις σκιώδεις αλέες, αλλά κυρίως σε έναν συνολικότερο πολιτισμό με βάθος συγκλονιστικό.Σε μια αίσθηση λαού βασανισμένου και μεγαλειώδους. Σε ένα πείραμα της ιστορίας ψευδαισθητικό ότι η «επί γης ειρήνη», η ισότητα, η ελευθερία είναι πράγματα εφικτά – μέχρι που η σιωπή να αρχίσει να ραγίζει για να φανεί το σκληρό πρόσωπο του ψεύδους, του ολοκληρωτισμού, συχνά δε και του αίματος. Να κυρίως κινηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προσπάθησαν να κρατήσουν αναμμένο το κεράκι του πνεύματος. Κι όλα αυτά, σε μια περίοδο όπου το ελεύθερο πνεύμα θεωρείται από χέρι ύποπτο, παρακολουθείται, χειραγωγείται στανικά, διώκεται.
Προσπαθώντας να ψηλαφίσω τις αρχικές προθέσεις τις συγγραφέως, όταν σχηματιζόταν μέσα της η ιδέα αυτού του μυθιστορήματος, έχω οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η φίλη Λίζα θα διαπίστωσε ότι οι από πρώτο χέρι, οι βιωματικές γνώσεις της για τη Σοβιετική Ένωση, δεν είναι απλώς ένα υλικό πάνω στο οποίο μπορεί να στοχαστεί, για να βγάλει συμπεράσματα ιστορικά ή κοινωνιολογικά. Θεωρώ ότι, υποσυνείδητα ίσως, εκεί, σ’ αυτή την φοιτητική της θητεία, διαπίστωσε ότι αρχίζουν οι πρώτες εμφανείς νεύσεις της προσωπικής της μοίρας, η αρχή του νήματος, το εφαλτήριο που όρισε το μακροβούτι της στην μετέπειτα συνειδητή της ζωή.
Άρα, είχε μπροστά της έναν διπλό στόχο – να μιλήσει για τη Ρωσία του εικοστού αιώνα και των αρχών του εικοστού πρώτου, αλλά να να μιλήσει και για τον εαυτό της στον εικοστό και στον εικοστό πρώτο αιώνα. Με άλλα λόγια να εντάξει τη σύνολη υπόστασή της ως γυναίκα, ως μητέρα, ως πλάσμα ευαίσθητο, ως πάσχων άνθρωπος σ’ αυτό το ρωσικό πλαίσιο. Να κλειστεί μέσα του ή να το κλείσει μέσα της, όπως γίνεται με αυτές τις παράδοξες ρώσικες κούκλες, τις μπάμπουσκες, που είναι η μία μέσα στην άλλη. Ή, ακόμα καλύτερα, για να είμαστε πιο κοντά και στον τίτλο του βιβλίου, να καθρεφτίσει και να καθρεφτιστεί.
Πως αλλιώς και πώς καλύτερα θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, αυτή την αυτοφανέρωση δηλαδή, (και μάλιστα με τους όρους της λογοτεχνίας), αν όχι μέσα από την αναφορά και τον συσχετισμό τουλάχιστον με ένα άλλο πρόσωπο, που να μπορεί να συγκεφαλαιώσει την τραγική και ταυτόχρονα υπερβατική όψη αυτής της μεγάλης χώρας κι αυτού του μεγάλου λαού. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και στο πρόσωπό του να αναγνωρίσει η ίδια η συγγραφέας παραλληλίες και επαλληλίες με τη δική της βιωτή. Θέλω να πω να έχει και εκείνη την πλευρά της δύσκολης μοίρας της γυναίκας του πάθους και των παθών, της προσφοράς και της απώλειας, του κυνηγητού της ευτυχίας και των χτυπημάτων της μοίρας.
Είναι ευφυής και πιθανότατα αποτέλεσμα αιφνίδιας έμπνευσης της αγαπητής Λίζας το να επιλέξει να συντροφευθεί σε αυτή την καταβύθιση στα ενδότερα της ψυχής της και στο σύμπαν της Ρωσίας από την μεγάλη (ίσως την μεγαλύτερη) ποιήτρια της Ρωσίας – την Άννα Αχμάτοβα.
Ασφαλώς και δεν μιλάμε για ταύτιση. Θα είχε χαρακτηριστικά οίησης κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η κυρία που σήμερα έχω την τιμή να παρουσιάζω, στέκεται απέναντι σε αυτό το τέρας της ρωσικής αλλά και της παγκόσμιας ποίησης σχεδόν με δέος – ένα δέος που διαπερνά ως το τέλος το βιβλίο, ακόμα και όταν η συγγραφέας αναπτύσσει φιλία με την ηρωίδα της.
Η Άννα Αχμάτοβα εμφανίζεται στον καθρέφτη της συγγραφέως. Δεν είναι το είδωλο της Λίζας Διονυσιάδου. Ούτε ένα alter ego της. Ο καθρέφτης είναι ένα παράδοξο σύμβολο. Η πρώτη αίσθηση που μας δίνει είναι ότι πρόκειται για ένα σημείο τομής ανάμεσα στον δικό μας και έναν άλλον κόσμο, όπου τα πράγματα υπάρχουν αναιρούμενα, όπως η ασπίδα-καθρέφτης του Περσέα που αναίρεσε το τρομερό βλέμμα της Μέδουσας. Είναι μια δυνατότητα ανακάλυψης του εαυτού, καταβύθισης στο δικό σου βλέμμα, όπως συνέβη με τον Νάρκισσό. Να μην ξεχάσουμε και τον Αριστοτέλη που λέει πως αν μια γυναίκα σταθεί νύχτα στο σκοτάδι μπροστά σε έναν καθρέφτη, κάποια στιγμή θα δει τον εαυτό της μέσα στο αίμα….
Στις συνθήκες του παρόντος μυθιστορήματος υπάρχουν και τα τρία παραπάνω. Η Λίζα Διονυσιάδου εισέρχεται σε αυτή την παράξενη διάσταση όπου τα πράγματα αναιρούνται, χωρίς όμως να χάνουν το βάρους τους. Τα πράγματα της μνήμης κυρίως, μιας που και οι δύο ηρωίδες του βιβλίου έχουν μνήμη βαριά και ζορισμένη. Εδώ η μνήμη αναβιώνει ολοζώντανη, αλλά το σκάλισμά της γίνεται πλέον με τη σοφία της εμπειρίας. Τώρα πια και οι δύο ηρωίδες, επειδή γνωρίζουν, μπορούν να διαχειριστούν το παρελθόν τους με επιείκεια προς τον ίδιο τους τον εαυτό και τους άλλους, γιατί ξέρουν τι αλλόκοτο πράγμα είναι η ζωή, τι αλλόκοτα όντα είναι οι άνθρωποι. Ο ενυπάρχων καθρέφτης του μυθιστορήματος είναι και καταβύθιση στον εσωτερικό κόσμο μας. Αλλά απέξω. Όπως μας βλέπουν οι άλλοι. Εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας από μέσα προς τα έξω, ενώ οι άλλοι απέξω και προσπαθούν να διεισδύσουν μέσα μας. Οι δύο ηρωίδες του βιβλίου γίνονται συχνά η μία καθρέφτης της άλλης – ο πολύ κοντινός άνθρωπος που θα σου πει με λόγο καθαρό την αίσθηση που αφήνεις ως παρουσία και ως «ποιόν» στον άλλον. Και ασφαλώς το φανέρωμα του αίματος, μέσα στην νύχτα, πάνω στο σώμα της γυναίκας. Όχι κυριολεκτικά ασφαλώς. Για τα πολλά τραύματα μιλάμε – το σώμα και η ψυχή της γυναίκα φέρουν τραύματα πολλά. Σε τέτοιο βαθμό, που ένας ορισμός της γυναίκας ως «τραυματισμένου ανθρώπου» στις σελίδες του παρόντος μυθιστορήματος δικαιώνεται απόλυτα.
Η συγγραφέας και η Άννα Αχμάτοβα συναντώνται. Στην Ελλάδα, στη Ρωσία, στη Γαλλία. Εκεί που, το 1910, πήγε γαμήλιο ταξίδι με τον ποιητή Γκουμιλιώφ (εκτελέστηκε το 1923), και πρόλαβε να συνάψει σχέσεις με τον Μοντιλιάνι. Συναντώνται στο τώρα και στο πριν. Μπαίνουν στον χωρόχρονο η μία της άλλης. Μοιράζονται πράγματα συναμεταξύ τους – ακόμα και εραστές. Η Λίζα Διονυσιάδου ζωντανεύει ατμόσφαιρες εποχών με έναν τρόπο εξαιρετικό. Ιδιαίτερα εκείνες των πρώτων δεκαετιών της σοβιετικής εξουσίας, όπου παρελαύνουν όλοι οι μεγάλοι (διωκόμενοι οι περισσότεροι) πνευματικοί άνθρωποι της Ρωσίας. Ο αναγνώστης περνάει και αυτός από την άλλη μεριά του καθρέφτη και γίνεται σχεδόν αυτόπτης μάρτυρας συναντήσεων, φόβων, ελπίδων. Διάχυτο ένα κλίμα ενσυναίσθησης. Αυτό που και οι κύριες δύο περσόνες του βιβλίου μοιάζουν να δυσκολεύονται να κατανοήσουν είναι το μέλλον. Όχι τόσο το δικό τους. Του κόσμου μας. Πιθανή γεύση του οποίου λάβαμε και συνεχίζουμε να λαβαίνουμε αυτές τις μέρες με τις πυρκαγιές. Και μου έρχονται εδώ οι στίχοι του Μιχάλη Κατσαρού – «Μην αμελήσετε / πάρτε νερό μας μαζί σας / το μάλλον μας έχει πολλή ξηρασία»
*
Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι βατή. Σχεδόν κοφτή. Στη Λίζα δεν αρέσουν οι φιοριτούρες στο λόγο. Θέλει τα τεκταινόμενα να μας δονούν εσωτερικά και ο λόγος να τα υπηρετεί όχι να τα καλλωπίζει. Το ύφος είναι ρεαλιστικό, φλερτάροντας συχνά με τον μαγικό ρεαλισμό στις μεταβάσεις του από τον έναν χώρο στον άλλον, όχι όμως με τον τρόπο των Λατινοαμερικανών ή της δικής μας Ζυράννας Ζατέλη. Το κάνει αδρά, κάθετα, σαν να γειώνει και να απομαγεύει το μαγικό και όχι σαν να μαγικοποιεί την πραγματικότητα. Έντονη και η παρουσία διαλόγων, που συχνά, λόγω του αυτοαποκαλυπτικού χαρακτήρα της αφήγησης, γίνονται μονόλογοι, συγκλονιστική εξομολόγηση.
Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο, αν και, κατ’ ουσίαν, νομίζω ότι μόλις άρχισα. Σκοπός μου ήταν να σας παρουσιάσω μερικές παραμέτρους της δικής μου ανάγνωσης του «Η Αχμάτοβα στον καθρέφτη μου». Μια ανάγνωση καθόλου δεσμευτική για σας. Έλεγε ένας συγγραφέας, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, ότι ένα βιβλίο επειδή διαβάζεται από χιλιάδες διαφορετικούς αναγνώστες, στην πραγματικότητα είναι χιλιάδες διαφορετικά βιβλία.
Κλείνω με την προτροπή να του δώσετε τη δέουσα σημασία