Ο Λέο Γκατζάρα, ο ήρωας του βιβλίου του GianfrancoCaligarich, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, είναι ένας περιπλανώμενος τριαντάρης με έντονο υπαρξιακό κενό, που αφήνει το Μιλάνο για να εγκατασταθεί στη Ρώμη. Είναι καλλιεργημένος -κουβαλάει πάντα τις βαλίτσες με τα βιβλία του στα φτηνά ξενοδοχεία όπου διαμένει-, δουλεύει περιστασιακά ως δημοσιογράφος-συνήθως σε κακοπληρωμένες δουλειές-, πίνει χωρίς μέτρο στα μπαράκια και τα εστιατόρια της Αιώνιας Πόλης και συχνάζει στα σαλόνια των μεσοαστών φίλων του, εξασκώντας τις δυο μοναδικές τέχνες που ξέρει καλά: να μένει αμίλητος και να προσαρμόζεται στην εκάστοτε κατάσταση.
Μια νύχτα όπου θα μπορούσαν να συμβούν τα πάντα (Σελ.43)
γνωρίζει κι ερωτεύεται την Αριάννα, αιώνια φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής κι ίσως κατά βάθος να πιστεύει πως εκείνη θα δώσει κάποιο νόημα στην ζωή του. Ωστόσο, ο έρωτας τους δεν θα έχει αίσιο τέλος, δεν κινητοποιεί μέσα του καμιά ανορθωτική αξία που θα τον σώσει και επιπλέον η οπτική γωνία μέσα από την οποία θεωρεί τον κόσμο είναι τελείως ξένη από εκείνη της φιλάρεσκης φίλης του. Τα είδωλα των δυο νέων καθρεπτίζονται πάνω σε διαφορετικά κάτοπτρα.
Η Αριάννα έχει καλύτερη σχέση με τους καθρέπτες:
κατά τις επτά έφευγε, αφήνοντας ελεύθερους τους καθρέπτες. (σελ.151).
Το νεανικό της είδωλο, είναι αυτό μιας όμορφης γυναίκας με απόλυτη επίγνωση της ομορφιάς της που όταν χαμογελά το χαμόγελό της απομονώνει το άτομο στο οποίο απευθύνεται
εξυψώνοντάς το σε τέτοιες κορυφές που δεν θα υποψιαζόταν ποτέ ότι θα μπορούσε να κατακτήσει.(Σελ. 38)
ενώ το είδωλο του Λέο δεν είναι επίπεδο, δεν ορίζεται από το περίγραμμα του στον καθρέπτη, έχει το βάθος των συνειδητοποιημένων και καλλιεργημένων ανθρώπων, ένα είδωλο υπεραισθητό που καθρεπτίζεται σε κάθε μεριά της Αιώνιας Πόλης, στα εστιατόρια της Πιάτσα Ναβόνα, στα αποκεφαλισμένα αγάλματα τηςΡωμαϊκής Αγοράς, στην απόλυτη ερημιά
όπου άκουγες τα κτήρια να γερνάνε. (Σελ.78).
Η Αριάννα αν και υποψιάζεται τη φθορά του χρόνου, αρνείται με φόβο την έκπτωση και τον παροδικό χαρακτήρα των πραγμάτων, την καθοδική πορεία προς την παρακμή: την πρώτη μέρα της γνωριμίας της με το Λέο, λέει ψέματα πως μένει στην βία Ντέι Γκλίτσινι (Ο δρόμος με τις Γλυσίνες), που η ίδια δεν γνωρίζει, αλλά βλέποντας ξαφνικά μπροστά της αυτήν την έρημη και άθλια γειτονιά με τους αφρόντιστους δρόμους της γεμάτους από τα σαραβαλιασμένα τραμ, όπου
τα σινεμά ξερνούσαν στο πεζοδρόμιο μια αναγουλιαστική δυσωδία απολυμαντικού (σελ. 54)
αντιδρά άμεσα και λέει στο Λέο ότι αυτή δεν είναι η δικιά της βία Ντέι Γκλίτσινι, κι εκείνος, που βλέπει και κατανοεί την σκληρή πραγματικότητα της απαντά ότι δεν υπάρχει άλλη.
Το είδωλό του καθρεπτίζεται και στους ανθρώπους της πόλης: αλκοολικοί στο τελευταίο στάδιο, ξεπεσμένοι αριστοκράτες, μετριότητες και φτασμένοι που αργά ή γρήγορα,
όλοι τους ανεξαιρέτως θα αποχτούσαν αυτό το ανικανοποίητο ύφος.(Σελ.13)
αλλά και μέσα στα σαλόνια των “επιτυχημένων” φίλων του, όπου επικρατεί η υποκρισία και η απατηλή αισιοδοξία και
όπου ο ένας σκότωνε τον άλλο χωρίς να χύνεται αίμα(σελ. 186) και (…) οι άνθρωποι δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να προσπαθούν να χωρίσουν με το φόβο μην τυχόν τα καταφέρουν.(σελ 81)
Σε αυτή την παρακμιακή ατμόσφαιρα ο Λέο και ο αλκοολικός φίλος του, Γκρατσιάνο, συνειδητοποιούν το κοινωνικό πλαίσιο που τους περιβάλλει:
Ποιοι ήταν οι πατεράδες μας;
αναρωτιούνται κάποια στιγμή
Άνθρωποι που αλληλοσφάζονταν στα μέτωπα πατρίδων που δεν υπήρχαν πια, να ποιοι ήταν. Εμείς είχαμε γεννηθεί στο μεσοδιάστημα των αδειών τους και τα χέρια που είχαν χαϊδέψει τα σκέλια των μανάδων μας έσταζαν αίμα.(Σελ.98)
Πολιτικά γεγονότα δεν καταγράφονται στο βιβλίο, ακούς μόνο τον απόηχό τους μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα κοινωνικής σήψης, και διαισθάνεσαι- στην ηχηρή υπερακουστική του- ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν συνεπάγεται απαραίτητα και τη νοηματοδότηση της ζωής των ηρώων του. (Μην ξεχνάμε ότι ή Ιταλία είχε αλλάξει δέρμα ήδη από την δεκαετία του ’50. Η εποχή όπου αναφέρεται το βιβλίο, δηλαδή την δεκαετία του ’60, υπάρχει η πολυπόθητη οικονομική έκρηξη και ανάπτυξη, αλλά δεν βιώνουν όλοι αυτή την ξαφνική ευεξία, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν τα χρόνια της στρατηγικής της έντασης, της ακροαριστεράς και ακροδεξιάς τρομοκρατίας.)
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το μυθιστόρημα κατατάσσεται στα έργα της λεγόμενης λογοτεχνίας της μελαγχολίας, αλλά η μελαγχολία σε αυτήν την περίπτωση γίνεται ένα όργανο ανατροπής: όσο κι αν πλανιέται κάτω από τον ουρανό της Ρώμης, στις πλατείες και τις όχθες του Lungotevere, από πάνω της υπερίπτανται πάντα η βαθειά ειρωνεία κι ο κυνισμός. Αυτά χαρίζουν τα εύσημά τους στο βιβλίο, το ελαφρύνουν από το βαρύ του θέμα και παράλληλα οριοθετούν την μόνη διέξοδο για να ειπωθεί το ανείπωτο. Δεν είναι τυχαία η τελευταία σκηνή όπου ο ήρωας χρησιμοποιεί τα αγαπημένα του βιβλία ως βάρος για να θέσει τέρμα στη ζωή του, παρασύροντας με αυτόν τον τρόπο στην σιωπή του βυθού όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά κι ολόκληρο το νεωτερικό δυτικό πολιτισμό- γιατί αλήθεια ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης αν δεν μπορεί με τη δύναμη της να σου δώσει, έστω και την τελευταία στιγμή, ένα λόγο ύπαρξης;
Η Δήμητρα Δότση αποφεύγει επιτυχώς τους σκοπέλους της μετάφρασης, χαρίζοντας μας ένα κείμενο που διατηρεί το φωτεινό του ύφος, το ρυθμό και την ποιητικότητά του. Αποδίδει πιστά την ειρωνεία και το χιούμορ που πραγματικά δημιουργούν ένα μεταφραστικό ζήτημα για κάθε εμπλεκόμενο μεταφραστή. Ιδίως όταν μιλάμε για ένα κείμενο που γράφτηκε πενήντα χρόνια πριν, δεν καταλύθηκε με τον καιρό, ανήκει στην εποχή που το γέννησε, αλλά και στις επόμενες εποχές, ένα κείμενο που υπακούει στην απλότητα, στην ισορροπία και την αρμονία και που δίκαια θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε στα κλασικά έργα.