Κοιτάξτε τον χορό Ολύμπιοι θεοί, εσείς που πέμπετε την δοξασμένη χάρη σας, που τριγυρνάτε στον ομφαλό της πόλης, τον πολυσύχναστο κι όλο ευωδιαστά θυμιάματα, στην ιερή Αθήνα, στην πολυδαίδαλη και ξακουστή αγορά.
Θεοί, δεχτείτε τ’ άνθινα στεφάνια μας από τις ανοιξιάτικες θυσίες και μετά, καθώς πορεύστε με την χαρά των τραγουδιών στα μέρη του Διός, κοιτάξτε με κι εμένα, που ήρθα να υμνήσω τον γόνο του υπέρτατου πατέρα και της υπέρτατης από του Κάδμου την γενιά γυναίκας, εκείνον τον κισσοστεφανωμένο τον θεό, που οι θνητοί Σαματατζή και Ταραχοποιό αποκαλούν.
Τα ορατά σημάδια της λατρείας του τα διακρίνω: καθώς ανοίγει ο θάλαμος των ρόδινων Ωρών, το Έαρ το ευωδιαστό φέρνει λουλούδια όλο νέκταρ. Και τότε όλα ανθίζουν πάνω στην αθάνατη την γη, και τότε, ία και ρόδα πλέκονται στις κόμες.
Όλοι, εν χορώ, υμνείτε, υμνείτε με γλυκόλαλα τραγούδια και αυλούς την σγουρομάλλα την Σεμέλη… (…)
Ίδετ’ εν χορόν, Ολύμπιοι, /επί τε κλυτάν πέμπετε χάριν, θεοί, / πολύβατον οί τ’ άστεος ομφαλόν θυόεντα / εν ταις ιεραίς Αθάναις / οιχνείτε πανδαίδαλον τ’ ευκλέ’ αγοράν //
ιοδέτων λάχετε στεφάνων ταν εαριδρόπων / λοιβάν’ Διόθεν τε με συν αγλαΐα / ίδετε πορευθέντ’ αοιδάν / δεύτερον επί κισσόδεταν θεόν, / Βρόμιον όν τ’ Εριβόαν τε βροτοί καλέομεν, / γόνον υπάτων μεν πατέρων μελπέμεν / γυναικών τε Καδμεϊάν έμολον. //
Εναργέα τελέων σάματ’ ου λανθάνει, / φοινικοεάνων οποτ’ οιχθέντος Ωράν θαλάμου / εύδομον επάγησιν έαρ΄φυτά νεκταρέα / τότε βάλλεται, επ’ ανβρόταν χθον’ εραταί / ίων φόβαι ρόδα τε κόμαισι μείγνυται. / αχείτ’, ομφαί μελέων συν αυλοίς / αχείτε Σεμέλαν ελικάμπυκα, χοροί.