Να μερικές παλιές “νέες” χρονιές! Μεταγράφω εδώ τις αρχές των Ιανουαρίων από ΟΛΑ τα περισωθέντα «επιτραπέζια ημερολόγιά» μου του περασμένου αιώνα. Ναι, κι αυτές τις καταγραφές τις θεωρώ Πρώτη Ύλη.
*
1980
12 μεσημέρι: Ο θυρωρός παρακολουθεί με θαυμασμό το αυτοκίνητο του Κ. να ξεκινά στουμπωμένο από 5 ανθρώπους, 3 βαλίτσες, 3 τσάντες, 1 κιθάρα και έναν σκύλο γκρι ο οποίος, όλως τυχαίως, βρέθηκε και υιοθετήθηκε επί τόπου από την Δ., με μια απλή αίτηση Γουφ.
2μ.μ. Πετάμε στο άγνωστο.
4 μ. μ. Από τα σύννεφα εξέχουν αορίστως μερικές Άλπεις.
5 μ. μ. Φτάνουμε στη Φραγκφούρτη, με αποτέλεσμα να είναι πάλι 4 μ.μ. Περνάμε από έλεγχο προκειμένου να αλλάξουμε αεροπλάνο. Μπα, δεν περνάμε. Ο ανιχνευτής μετάλλων πάνω μου κάνει κάτι αδύναμα βζζ (αναπτήρας, τάλιρο, φερμουάρ), όμως πάνω στην Α. κάνει ένα ισχυρότατο τοιούτο και της ανοίγουν αμέσως την τσάντα η οποία περιέχει διάφορα ύποπτα αντικείμενα από μ, όπως μελομακάρουνα και μικρόφωνα. Καθώς και η Τζ. έχει μια παρατυπία στο διαβατήριό της, μας οδηγούν όλους σε παρακείμενο αστυνομικό γραφείο του αεροδρομίου όπου μας προσφέρουν καθίσματα κάτω από αφίσα της ομάδας Μάινχοφ, που γράφει ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΕΞΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ. Χάνουμε βεβαίως το αεροπλάνο, αλλά όχι και το κέφι μας. Περιμένοντας το επόμενο, εγώ δράττομαι της ευκαιρίας να κάνω ματ την Α. σε 12734 κινήσεις.
12 βράδυ: Κι όμως προφταίνουμε ένα απίστευτο Ελληνο- Ολλανδικό – Γερμανικό – Αγγλικό ρεβεγιόν στην Κολωνία, στο σπίτι του Σ. πάνω στον Ρήνο: εκτός από εμάς, λαβαίνουν μέρος η Τέκλα, ο Φρεντ, τα δυο παιδιά τους και ο χαμηλοκώλης σκύλος τους, Κινγκ Κονγκ, η θεία Αννέτα, ο M. L., φύλακας των κοσμημάτων του Στέμματος και των συλλογών της Βασίλισσας Τζουλιάνας, ο διευθυντής της όπερας κ. Z. και μια χοντρή κολορατούρα (κολορατούρα, μαθαίνω, δεν είναι βρισιά, αλλά ιδιότητα). Πίνω ροζ σαμπάνια που δεν έχω ξαναπιεί και τα ξεχνάω όλα.(…)
1982
Πάλι ζέστη και λιακάδα. Οι αστρολόγοι προβλέπουν για το 1982 σεισμούς, λιμούς, καταποντισμούς – διότι, λέει, οι πλανήτες ευθυγραμμίζονται (όπως είχε συμβεί και το 1917), και διότι έχουμε 7 εκλείψεις.
Ήρθαν ο Μ. με την Γ., ο Ν, και ο Κ. με την Δ. Η Γ. κρατούσε μια νάιλον σακούλα με τα προσωπικά της είδη, της άναψα θερμοσίφωνα, έκανε μπάνιο και λούστηκε. Μας είχαν φέρει από τον Βόλο ένα πήλινο καραβάκι για τον τοίχο. Ο Ν. τους χάρισε ένα δίσκο.
Φάγαμε τα υπολείμματα του χθεσινού εορταστικού τας κεμπάπ μαζί με πρόσθετο κατάπλασμα πιλαφιού που φιλοτέχνησα, και με μια ρέγκα που βρήκα τυχαία. Μετά παίξαμε χαρτιά και έχασα πάλι. Το Σοφάκι κοιμήθηκε κατά τις 2 – τελείως απρόθυμα, γιατί φοβόταν μήπως ξαναδεί τον εφιάλτη με τον κακό λύκο (που είχε δει το περασμένο Σάββατο). (…)
1985
Το 1985 ξεκινά πολυάσχολο: Μέσα στο μήνα θα βγουν τα παλιά μου ποιήματα – το Μαύρο του Πράσινου. Θα βγει επίσης και η μετάφραση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Το βιβλίο μου ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ, το αγόρασε το Υπουργείο (!). Προχωράει και το σήριαλ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΤΡΑΧΟΥ. Βρισκόμαστε τώρα στο καστ των ηθοποιών. Ο κύριος Βάσος είναι πολύ άρρωστος. Ο γάτος Πίγκυ Λιούις, στο Λονδίνο, πέθανε. Είμαι πάντα μαζί με τον Β.
Αύριο θα πάω 22 μουσαμάδες στον Μ. να μου τους τελαρώσει.
1986
Λοιπόν είναι ήδη 1986. Με βαριά συννεφιά και αστυνομικές σειρήνες. Κάτι έγινε στο τετράγωνό μας, ήρθε το 100, ανταλλάξαμε ευχές με τους αστυνομικούς – αυτοί μας έκαναν ποδαρικό, μάλλον δεν θα πάει καλά η χρονιά.
Γεννήθηκα σε μεσήλικα χρονολογία και διανύω όλο και πιο γερασμένες. Διερωτώμαι αν θα προλάβω το νεαρό 2001, λόγου χάρη, (μέχρι τότε πάντως έχω συμβόλαιο με τον Garzanti για το Φανταστικό Τσίρκο!).
Ξεκινώ κι αυτό τον χρόνο με έφεση προς προγραμματισμό και οργάνωση – όπως πάντα. Η διαφορά φέτος είναι πως είμαι πολύ παντρεμένη με τον Β. Ναι, υπάρχει διαφορά.
Το 86 είναι το 68 ανεστραμμένο. Θα υπάρξουν άραγε αντιστοιχίες;
Το Τζίνι κάθεται στα γόνατά μου γουργουρίζοντας καθώς γράφω. (…)
1987
Παραμονή μείναμε σπίτι. Υποδεχτήκαμε τον καινούργιο χρόνο στο κρεβάτι, βλέποντας αιματόβρεχτα θρίλερ.
Ο Β. ξύπνησε με ελαφριά γρίπη. Παραμένει κλινήρης και του πηγαίνω διάφορα: γάλα, τσάι, σούπα, βιταμίνη C.)
Το σπίτι είναι καθαρό, υπάρχουν μανουσάκια στην κανάτα από την οποία πίνουν νερό οι γάτοι. Κι ένα κόκκινο μπαλόνι κρέμεται μπροστά στην μπαλκονόπορτα.
Φέγγουν και τα εσπεριδοειδή μας στο πανέρι. Ο Πούκυ κοιμάται πάνω στο γαλάζιο μαξιλάρι – δεινόσαυρο και ο κ. Σαρτζετάκης δέχεται τις ευχές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας στην τηλεόραση.
Πάντως, θα προτιμούσα να είναι ήδη 88. Αυτό δεν θα μου θύμιζε τίποτα αντεστραμμένο. (…)
1991
Το 1991 φαίνεται ενδιαφέρον (από άποψη αισθητικής συμμετρίας και διότι αποτελείται από τους αγαπημένους μου αριθμούς εις διπλούν.) Αρχίζει και τελειώνει με τη μονάδα εξ ης όλα απορρέουν και περικλείει το 9, τον αριθμό που δεν υπάρχει: όπου και αν προστεθεί το εννέα, δεν επηρεάζει το τελικό εσωτερικό άθροισμα (4+9=13, 1+3=4).
Εισήλθε λοιπόν ηλιόλουστο και ευδιάθετο. Όμως, μας βρίσκει με όλες τις κληρονομικο – οικονομικές μας υποθέσεις εν στάσει, με δεξιά κυβέρνηση, με επαπειλούμενο πόλεμο μεταξύ Αμερικής και Ιράκ, χωρίς τον Γιάννη Ρίτσο και τον Νίκο Καρούζο, χωρίς το Τείχος του Βερολίνου και με όλα τα συστήματα ξοφλημένα.
Όπως και να ’χει το πράγμα, εγώ πρέπει να προσέξω πολύ τις κινήσεις μου σήμερα (ό, τι κάνεις την πρώτη μέρα, λέει, θα το κάνεις όλο τον χρόνο.) Άρα, οφείλω να γράψω έστω και μερικούς πόντους και να ζωγραφίσω, έστω και μερικά λεπτά.
Χμ. Ούτε έγραψα ούτε ζωγράφισα. Έκανα τελείως διαφορετικά πράγματα. Φοβάμαι λοιπόν πως όλο το χρόνο θα βήχω, θα φταρνίζομαι, θα μαγειρεύω, θα απαντώ στο τηλέφωνο, θα παίζω χαρτιά και θα χάνω…
Είναι ανατριχιαστικό. Αυτό το πουλί στον ακάλυπτο (μάινα ή παπαγάλος) μιμείται αδιάκοπα, σπαραχτικά το ηλεκτρονικό ντριν του τηλεφώνου. Βασανιζομένη ψυχή. (…)
1993
«Η ψευδαίσθηση του έθνους είναι η ρίζα του κακού που προκαλεί πολέμους.» Ποιος ήταν ο Κορ; Συμμερίζομαι την άποψή του καθώς εκ γενετής είμαι ανίκανη να συλλάβω την έννοια των συνόρων, και εξακολουθώ να υποθέτω πως η διάκριση των καρτών με διαφορετικούς χρωματισμούς στους χάρτες (θυμάμαι τη ροζ Αλβανία) είναι μόνο για λόγους αισθητικής.
Το θεωρώ κέρδος που ενδιαφέρθηκα για 2-3 άρθρα – δεν διαβάζω συνήθως εφημερίδα. (Το πρώτο άρθρο ήταν περί ουτοπικής Ευρώπης, το τρίτο, που δεν το αναφέρω, ήταν μια μικρή ανάλυση του βιβλίου του Γκράχαμ Γκρην – μεταθανάτια έκδοση.
Υποθέτω πως έγραψα τώρα την πρώτη σελίδα του Ημερολογίου του 1993. Αρχίζω αμήχανα, αλλά πρέπει να συνεχίσω. Είμαι πολύ χύμα και η καταγραφή του οτιδήποτε δεν καταφέρει να μου διαφύγει, όσο ασήμαντο, «ψεύτικο» ή άσχετο κι αν διατυπώνεται, θα μου είναι χρήσιμη. Θα νομίζω πως κάτι κάνω. Και πως κάτι γίνεται.
Μια που έχω ακόμα την εφημερίδα μπροστά μου, ας συνεχίσω με άλλο τρυκ: θα παραθέσω μερικούς τυχαίους τίτλους της, ως συντεταγμένες του καιρού.
ΕΜΜΟΝΗ ΣΤΗ ΣΚΛΗΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΣΕ ΙΔΙΩΤΕΣ 80 ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ – ΠΑΚΕΤΟ ΝΤΕΛΟΡ: ΝΑ ΜΗ ΧΑΘΕΙ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ – ΔΥΟ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ – ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΝΤΕΜΙΡΕΛ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΡΟΛΟΣ-ΚΛΕΙΔΙ – ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΙ ΚΥΚΝΟΙ ΔΕΝ ΕΜΑΘΑΝ ΓΙΑ ΤΗ CITES – ΣΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.
Και λίγα λόγια για τον καιρό, που λένε: διανύουμε τις αλκυονίδες μέρες – και είναι μάλιστα περισσότερες του συνήθους.
Ωραία, αισθάνθηκα σύγχρονα.
Καλώς ήρθες 1993!
Βρίσκομαι στο σπίτι της Πλατείας Βικτωρίας με τις μπλε γυαλιστερές πιτζάμες μου. Γι αυτό, θα πιω καφέ στην κίτρινη κούπα. Χμ, βλέπω πως κάποια από τις γάτες, πιθανόν η Τσίου, ποθώντας ένα από τα περιστέρια που καταδύονται αιφνίδια τη νύχτα στον στοιχειωμένο φωταγωγό της κουζίνας, έχει σπάσει το 5ο από τα ποτήρια με τη χρυσή μπορντούρα της γιαγιάς του κυρίου Βάσου. Μαζεύω τα γυαλιά, παίρνω τον καφέ μου, εγκαθίσταμαι στο γραφείο μου και καπνίζω ένα πακέτο τσιγάρα.
«Νομίζω πως η λειτουργική βάση της Δημοκρατίας είναι η αίσθηση της Τραγωδίας. Γιατί η τραγωδία συνόψιζε, ξέρεις, το ήθος και τη δομή της ανθρώπινης συνείδησης» είπε ο Β. πηγαίνοντας προς το μπάνιο.
Το βράδυ παραβρεθήκαμε στο κόψιμο της πίτας της Εταιρείας Συγγραφέων. Ήταν δεξίωση κανονική με μπουφέ, γκαρσόνια, μουσική και χορό. Το φλουρί έπεσε στον Βαλτινό. Συναναστραφήκαμε προς στιγμήν με τους: Β. Δαλακούρα, Κ. Γεωργουσόπουλο, Κ. Μουρσελά, Αλόη Σιδέρη, Νίκο Φωκά, Μαρία Λαϊνά, Τ. Μενδράκο, Δ. Καλοκύρη, Σ. Πλασκοβίτη, Αθηνά Παπαδάκη, Μένη Κουμανταρέα, Γ. Μανιώτη, Γ. Κοντό κι άλλους 50.
Βγήκα μετά στην ταράτσα, είδα την Ακρόπολη και την Πλάκα και σύννεφα να μαζεύονται, εντόπισα κι ένα λυπημένο σκύλο στα σκαλιά της εισόδου του ιδρύματος Γουλανδρή – Χορν, κι άρχισα να του πετάω από ψηλά διάφορα: ένα λουκανικοπιτάκι, ένα κομμάτι κοτόπουλο πανέ κι ολόκληρο το σουβλάκι μου. Το θεώρησε απολύτως φυσικό και, μόλις σταμάτησε η βροχή των φαγώσιμων, κουλουριάστηκε πάλι στα σκαλιά και αποκοιμήθηκε.
1994
Λοιπόν είμαστε ήδη στο καινούργιο μας, μεγάλο, ωραίο σπίτι, στην οδό Ελπίδος. Η Ελπίδος είναι ένα βρόμικο δρομάκι (που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται και αδιέξοδο).
Υπάρχουν γάτες, ένα άχτιστο οικόπεδο δίπλα μας με μια βερυκοκιά, έναν αίλαντο, μια συκιά, δειλινά και πρασινάδες μες στα σκουπίδια, υπάρχουν επίσης γειτόνισσες που απλώνουν στα μπαλκόνια και κουβεντιάζουν μεγαλοφώνως μεταξύ τους, και μόνιμος μανάβης με χειροκίνητο τρίκυκλο ο οποίος, αποφασίζει και τι θα μαγειρέψουν κάθε μέρα οι εν λόγω γειτόνισσες: «Εεε! Κυρ Γιάννη! Καλημέρααα!» Καλημέρα κ. Χρυσούλα. Τι κάνεις;» «Ε, ας τα λέμε καλά…» «Μπράβο. Πάντα καλά. Τι θα σου δώσω σήμερα;» «Ντομάτες, έχεις;» «Όχι. Θα πάρεις λάχανο.» «Δεν θέλω λάχανο.» Λάχανο θα πάρεις. Κάνει και καλό στ’ αρθριτικά. Σου φέρνω πάνω ένα ωραίο λάχανο. Να σου βάλω και μανταρίνια;» «Μήλα ήθελα…» «Μήλα την Παρασκευή. Σου φέρνω ένα κιλό λαχταριστά μανταρίνια. Κρήτης. Πατάτες, θες;» «Όχι, έχω.» «Να πάρεις λίγες ακόμα. Πάντα χρειάζονται οι πατάτες…» κ. ο. κ.
Κι αυτή η καταπληκτική επιβίωση χωριού του 60, εκβάλλει στην πολύβουη Πλατεία Βικτωρίας!
Η οδός Ελπίδος δεν τιμούσε πάντα το όνομά της. (Επί Μεταξά, π.χ. στο νούμερο 3 ή 5 ήταν τα κρατητήρια της Ασφάλειας.) Τώρα είναι γκέτο. Την κατοικούν Αλβανοί, Πακιστανοί, Αφρικανοί, φτωχοδιάβολοι, υπάρχει και μια παράουρη, η Λίτσα, η οποία ζει σε έναν μυστικό χώρο στα θεμέλια της πολυκατοικίας μας, κι άλλη μια ανώνυμη αλκοολική, με κατάθλιψη. Ήρθαμε κι εμείς οι περιθωριακοί καλλιτέχνες και έδεσε το πράγμα. (…)
1996 λοιπόν
και δίσεκτο
Αχ, δεν είμαι έτοιμη για καινούργιο χρόνο! Καλά, δεν πειράζει, υπάρχουν ακόμα η κινέζικη Πρωτοχρονιά τον Φεβρουάριο, η ελληνική και η ζωροαστρική την Άνοιξη (που είναι και πιο σωστές – η τωρινή είναι τελείως λάθος, έτσι, στα καλά καθούμενα, με πτώση της θερμοκρασίας, θυελλώδεις ανέμους και κατήφεια…)
Ετοιμάζω πάντως το πρόγραμμά μου: Αφού κάνω γενική καθαριότητα, εκκαθαρίσεις, ταχτοποίηση ντουλαπιών, συρταριών, βιβλιοθηκών, ρούχων, φυτών και προμηθειών (τρόφιμα, χρώματα), να:
*Διαβάζω (τουλάχιστον 10 βιβλία το μήνα).
*Ζωγραφίζω (τουλάχιστον 7 εικόνες).
*Μεταφράζω (τουλάχιστον μισό βιβλίο). (Θα εκπονήσω τα: Το σπίτι στην Πουφογειτονιά, Το βαν, Μεγάλες Προσδοκίες – επίσης, μια τραγωδία.)
*Γράφω τουλάχιστον 30 σελίδες. (Έχω, σε διάφορες φάσεις εξέλιξης τα εξής: 1) Μυθιστορία (Χάρτινη Ζωή). 2) Παραμύθια. 3) Σκυλολόγιο. 4) Ποιήματα (Ο Λεπτουργός)).
Και ό, τι άλλο ήθελε προκύψει.
1999
* Ανακάλυψη φλάουτου με τρεις τρύπες, από κόκκαλο μαμούθ.
* Όπως τελευτά Θεόπεμπτος ειπάτω / αθλών τελευτώ, την κάραν τμηθείς ξίφει. (Τον τύφλωσαν, τον έριξαν στον κλίβανο, τον δηλητηρίασαν, τον αποκεφάλισαν.)
Έθεντό μ’ εκραύγαζε το Ψαλτηρίου / λάκκω Θεωνάς μάρτυς εν κατωτάτω. (Ο μάγος Θεωνάς ήταν ο δήμιος του Θεοπέμπτου.)
*Κοινόχρηστα, πετρέλαιο.
*Ανάμεσα στα πεζογραφήματα του Γιάννη Ρίτσου είναι και η καταγραφή ενός ονείρου. Μόλις έχω βγει κι εγώ από άλλο όνειρο, διαβάζω το όνειρο ενός νεκρού. Αναρωτιέμαι για την «ύλη» των ονείρων. Μήπως τα όνειρα είναι από τη φύση τους πτητικά και κυκλοφορούν αενάως στους ύπνους ζωντανών και νεκρών, συμπυκνώνονται και εξαχνώνονται αλλάζοντας μορφές και φόρμες (Φόρμες – μορφές= τα ίδια ακριβώς γράμματα σε άλλη σύνθεση). Μήπως πρόκειται για κάποιο, αδιανόητης έκτασης φάσμα, για ένα πυκνό άυλο πλέγμα χρόνου; (…)