ΡΟΔΟ ΜΟΝΑΧΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ
Ἀπὸ ψηλὰ ἡ λύπη γιὰ μέρες ρόδο ἑκατόφυλλο
ἔραινε τὸν ἀέρα πυρακτωμένη σὲ διαστολὴ
φάους Φεβρουαρίου στεφάνη πορφυρή.
Μὰ γιὰ τὴ λύπη δὲν μίλησε κανείς.
Μόνον γιὰ ὅλα τ΄ἄλλα, κατόπιν ἑορτῆς,
τότε ποὺ τρόμαξε ὁ Εὐφράτης κι ὁ οἰωνὸς
ξημέρωσε τρισμέγιστος.
Ὦ! Τί ἐξαίσια ἱκανοποίηση
τὸ βλέμμα ν΄ἀναπαύεται δικαιοσύνη
στὰ βογγητὰ τῶν ἐρειπίων, ὅτι ἀνάγκη πᾶσα
ἡ ἑρμηνεία νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀγυρτεῖες τῆς Ὀδύνης…
Τοῦ κανενὸς τὸ ρόδο, μονάχα τ΄Οὐρανοῦ
νὰ τὸ φυλάει σὲ βάρδιες ὁλομόναχος
κι ἀπὸ τὸν στήμονα νὰ κατεβάζει
στὰ ἔγκατα τοῦ χαλασμοῦ
ὀμφάλιο λῶρο ἕναν μακρὺ θαλασσινὸ Κεραμεικὸ μὲ ὀσμὲς
Δεκαπενταύγουστου ἀνυπότακτες.
Ποὺ νὰ τὸν πιάσεις μὲ τὴ μύτη σου δὲν γίνεται
— τέτοια εὐφράδεια στην ἀναρχία ἔχει —
πάρεξ καὶ τὸν συνάντησες ποτὲ στ΄ἀπόκοσμα
τοῦ ἀρχαίου ρόδου στὸ Χαλφέτι, κείνου τοῦ μαυροβύσσινου
ποὺ μὲς στὸν θάνατο θαῦμα μοσχολιβάνωτο
κοιμάει τὴν ἀγάπη.
Κι ἄς κόπτονται οἱ ἀδαεῖς πὼς τὰ κλειδιὰ βαστοῦνε
τῆς θύρας ποὺ ἑρμηνεύει τὶς βουλές του.
Κεῖνος, σὰν μάνα κορφοτρύφερη,
τόσο ποὺ ἀγαπάει, θὰ σωπαίνει…