Προφανώς, για να ορίσει τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα τα δέκα διηγήματα του βιβλίου, γραμμένα από το 2005 έως το 2010, ο συγγραφέας τα χαρακτηρίζει και πάλι ως «μυθ-ιστορίες», για δε τις μουσικές «παραλλαγές» (variations), που υπάρχουν σε τρία από αυτά, σημειώνει ότι «ο καλοπροαίρετος αναγνώστης καλείται να συμμεριστεί τις επώδυνες αμφιβολίες των πειραματισμών του γράφοντος». Με μια σχεδόν γυμνή, αλλά σμιλεμένη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρειά της αφήγηση, η διεισδυτική, υπαινικτική και ελαφρώς ειρωνική ματιά του Π.Κ. διαπορώντας και θαυμάζοντας διαπερνά τα εξωτερικά συμβάντα και τις συμπεριφορές και εστιάζει στον «μέσα» άνθρωπο προσεγγίζοντας με κατανόηση, καλοσύνη, αλλά και ανατρεπτική διάθεση τα «ατοπήματά» του. Η λιτή γλώσσα, που κατά την προσφιλή έκφραση του συγγραφέα-κάλφα (homo faber) «ματσακονίζεται» για να απαλλαγεί από τις οξιδώσεις και να λάμψει, διατηρεί στο ακέραιο την ευρωστία, τη χυμώδη πηγαιότητα της αβίαστης φυσικής λαλιάς και γοητεύει με την αμεσότητα, τους ρυθμικούς ιριδισμούς, τη διαυγή ευ-ηχία, αλλά και τις απροσδόκητες δια-φωνίες της. Κερδίζει τον αναγνώστη άλλοτε με τη σοβαρότητά της, που «απροκατάληπτα αντλεί από τα πλούσια, γλωσσικά κοιτάσματα», κι άλλοτε με το παιζογλάντισμα, τις αστειότητες δηλαδή και τις ερωτοτροπίες της με τη νησιώτικη θυμοσοφία και τον κοινό λόγο. Το αποτέλεσμα είναι μια εντυπωσιακή κι όλο ζωντάνια νοηματική συμπύκνωση, που επιτείνεται χάρη στη χρήση αφομοιωμένων ιδιωματικών λέξεων από τον γενέθλιο τόπο, όχι με την πρόθεση να προστεθεί άρωμα εξωτισμού στο βιβλίο, αλλά για να αναδοθεί η ευωδία της λησμονημένης, πλην όμως αναγνωρίσιμης και πάντοτε ζωοποιού, Παράδοσης που αποκαθαίρει, μπολιάζει και ανανεώνει τις σκουριασμένες από τη φλύαρη πολυχρησία ή την άλαλη αχρησία δυνάμεις του Λόγου.
Επιπλέον, η μετρημένη χρήση των σημείων στίξης, ο ανορθόδοξος αποκλεισμός κάποιων από αυτά και η μακροπερίοδη σύνταξη, κύριο χαρακτηριστικό ενός ασκόνταφτου εσωτερικού, γεωμετρημένου παραμιλητού, αντί να δυσκολεύουν τον αναγνώστη της βιαστικής εποχής μας, τον προκαλούν να σκύψει προσεκτικότερος και πιο σεβαστικός στις σελίδες, τις αράδες και τις λέξεις, όπως ακριβώς θα έκανε για ένα ποίημα, και σύντομα τον πείθουν ότι το να ζυμώνει και να πλάθει κανείς καθημερινά τις λέξεις στη σκάφη της γραφής ασκώντας εαυτόν στη μαστοροσύνη της, αποτελεί εκτός των άλλων κι «ένα είδος ιεροτελεστίας, κάτι σχεδόν καθαγιασμένο, που εμπεριέχει μπόλικο μυστήριο κι άλλη τόση μαγεία», όπως διατείνεται για τη Μουσική –αδελφή Τέχνη της Λογο-Τεχνίας– ο Γάλλος συνθέτης Henri Dutilleux.
Ο γνήσια κοσμοπολίτης συγγραφέας Π.Κ., «μάστορας της γλώσσας και παρατηρητής της ανθρώπινης ψυχής», όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε η Κατερίνα Σχινά, «βλέποντας και γράφοντας υπό γωνίαν αποδίδει στα πράγματα τις αδιάγνωστες διαστάσεις τους». Έτσι, ανεπαισθήτως και διακριτικά, με την αρωγή μιας ευδιάκριτης ηχητικής μοναδικότητας, που θέλγει και συγκινεί όπως ένα ξεχωριστό μουσικό κομμάτι, ο άναγνώστης συμπαρασύρεται σχεδόν υπνωτιστικά, και τελικά ξεναγείται από τον ίδιο τον συγγραφέα στο μαγικό εργαστήρι της γλώσσας, εκεί δηλαδή όπου «ανασκηνοθετείται το πραγματικό», ματσακονίζονται, σφυρηλατούνται κι αναπλάθονται σιωπηλά και μυστικά οι ήχοι για να δώσουν στη λέξη την ποιότητα της μουσικής νότας, στην πρόταση τη βαθύτητα κι αμεσότητα του στοχασμού, δηλαδή τον χαμένο σκοπό και νόημά της, και «στο τοπικό το εύρος του οικουμενικού». Ο Π.Κ., όπως είπε ένας αναγνώστης του, «εκμοντερνίζει» τις δοκιμασμένες, αλλά παραμελημένες, παρ’ ότι ακόμη ανεξάντλητες, τεχνικές και αξίες της Τέχνης του Λόγου προτείνοντας με διακριτικότητα διά του έργου του τον επαναπροσδιορισμό του όρου Λογο-Τεχνία κόντρα στο ρεύμα της ράθυμης ευκολίας, alias «ξεπετάγματος», που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Το παράδοξο είναι ότι παρά τους αυστηρούς κανόνες και τους περιορισμούς που διαφαίνεται ότι θέτει ο συγγραφέας για την πειθαρχημένη σύνθεση του βιβλίου του, τα κείμενα δεν φυλακίζονται ούτε αποστεγνώνονται, αντιθέτως μετεωρίζονται φυσικά κι αβίαστα, πανταχόθεν «ανοικτά» και απολύτως απελευθερωμένα.