… Κράτησέ μου το χέρι μέχρι / Να ξεβιδωθεί. Αυτό / το ανώφελο Καθαρτήριο δίνει στην άρθρωση / το δικαίωμα της επιστροφής.
Είναι κάποια βιβλία που σου χαρίζονται απ’ την πρώτη ακόμη λέξη, σε απορροφούν, σε κερδίζουν, τα νιώθεις για δικά σου – της μίας ανάγνωσης κατά κανόνα. Είναι κι άλλα που δεν σε ευκολύνουν, δεν σε χαϊδεύουν, δεν σε εξιτάρουν αμέσως, μπορεί μάλιστα να τα βρεις κλειστά στον εαυτό τους – οπότε πρέπει να επανέλθεις και να ξαναεπανέλθεις, αν έχεις βέβαια σχηματίσει την εντύπωση ότι κάτι σημαντικό γίνεται που με δική σου αποκλειστικά ευθύνη δεν σου κάνει τη χάρη να αποκαλυφθεί.
Στην πρώτη περίπτωση η αναγνωστική απόλαυση είναι άμεση, ακαριαία, δεν διαρκεί πολύ, συνήθως συνίσταται σε κάποιους στίχους, που παρά τον αρχικό κραδασμό έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης στην αναγνωστική μνήμη. Στη δεύτερη περίπτωση το κείμενο μπορεί να σου κάνει νούμερα, να σε περιδινήσει, να σου προκαλέσει μώλωπες, να σε σύρει στο πάτωμα ή στο ταβάνι, ώσπου να σου αποκαλύψει αισθητικώ τω τρόπω τον πλούτο και την ομορφιά του και εν τέλει να σε σημαδέψει.
Διαβάζω την τελευταία ποιητική συλλογή της Βερονίκης Δαλακούρα, τους Καππαδόκες (Κουκκίδα, 2020), και σκέφτομαι ό,τι ακριβώς σκέφτηκα στην προηγούμενη συλλογή της (Καρναβαλιστής, Κέδρος, 2011). Ότι δηλαδή εδώ έχουμε να κάνουμε με μια απαιτητική ποίηση υψηλής αισθητικής έντασης.
Είναι μια ώριμη ποίηση η ποίηση της Δαλακούρα, ήρεμη και στοχαστική, ολοκληρωμένη ως προς τα θέματα, ως προς τα μέσα και ως προς τους τρόπους, που δεν βιάζεται, δεν αγχώνεται, δεν σκοτίζεται να κερδίσει τον αναγνώστη όχι από υπεροψία αλλά από σεβασμό απέναντί του, αξιώνοντας την από μέρους του προσεκτική ανάγνωση, την καθαρότητα στο βλέμμα και την εγρήγορση των αισθήσεων, ώστε να ανεβάσει τον πήχη και την ωφέλεια της ανάγνωσης.
Γιατί εδώ τα πάντα έχουν την αξία τους, το ειδικό τους βάρος. Η ποιητική ιδέα δεν πυκνώνεται σε ένα σημείο, δεν καταφεύγει σε λέξεις-λάβαρα, δεν έχει στίχους κράχτες. Το νόημα αρθρώνεται λέξη τη λέξη, εικόνα την εικόνα, υπαινιγμό τον υπαινιγμό, είναι δε συνθετικό αποτέλεσμα ολόκληρου του ποιήματος, που κρύβεται πίσω απ’ την επιφάνεια της πρώτης σημασίας. Γιατί κοντά σε όλα τα άλλα, τα ποιήματα της Δαλακούρα θέτουν και το ζήτημα της γλωσσικής αδυναμίας, της εξάντλησης των νοημάτων, της ανεπάρκειας των λέξεων ώστε να κομίσουν με σαφήνεια την ιδέα και το συναίσθημα μέσα στο εξελισσόμενο χάος της σύγχυσης. Κι ίσως γι’ αυτό τα νιώθεις ή μάλλον τα ακούς να ξύνουν τη σκουριά των λέξεων, να αναζητούν το νόημα στη ρίζα των σημασιών, να συνομιλούν με τις σιωπές, να επιδιώκουν επικοινωνία με τις χειρονομίες. Οπότε η αναγνωστική πράξη δεν μπορεί παρά να έχει τον χαρακτήρα βυθοσκόπησης.
Ο εδώ ποιητικός βυθός είναι κατοικημένος από λόγια που δεν μιλήθηκαν από πρόσωπα που δεν υπάρχουν, από χειρονομίες που δεν βρήκαν ανταπόδοση, κουβαλά διαψεύσεις, έχει πληγές, συστήνει σύμβολα, αλλά την ίδια στιγμή διατηρεί την πίστη, έχει πείσματα, συνεχίζει να το παλεύει. Το θέμα της φθοράς, η αγωνία του θανάτου, η μοναξιά, οι μικρές και μεγάλες προδοσίες, η απώλεια του άλλου επανέρχονται σταθερά στα περισσότερα ποιήματα, είναι δε τα ποιήματα ένας τρόπος για να πραϋνθεί η οδύνη τους, να απαντηθεί η απορία τους και να σπάσει ο ασφυκτικός κλοιός τους.
Η Δαλακούρα προτιμά τους κλειστούς χώρους, κατά κανόνα δωμάτια σπιτιών – όπου ακινητούν ανθρώπινες μορφές μαζί με τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Πού και πού ίπταται καμιά πεταλούδα, για να επιτείνει εκ του αντιθέτου την εικόνα της ερήμωσης. Το μόνο ζωντανό σε όλα αυτά είναι η ίδια ποίηση που δια των λέξεων σαρώνει τη σκόνη και τη σιωπή του χρόνου. Κάθε ποίημα της Δαλακούρα είναι κι ένας ήχος στην περιρρέουσα σιωπή. Κάθε ποίημα της Δαλακούρα είναι ένα σκίρτημα στην περιρρέουσα ακινησία. Εν ολίγοις, η ποίηση τη Δαλακούρα περιθάλπει τον λόγο και την πράξη που ξαστόχησαν και δεν ευτύχησαν εντός της αληθινής ζωής.
Κυρίαρχο επίσης στοιχείο της γραφής είναι το παράλογο, όπως αυτό εκφράζεται κυρίως μέσα από εικόνες. Διαβάζω στο ποίημα «Δεύτερη Νύχτα» για το ψωμί που ζυμώνεται με μαγιά πληγής, έχει το σφρίγος μολυσμένων που πλανιούνται, που «πηγαίνουν στην πατρίδα των λιμνών, καθώς το άστρο διαγράφοντας τροχιά έχει τόσους κατοίκους των κολάσεων να ντύσει…». Κατά κανόνα το παράλογο στη Δαλακούρα προκύπτει από αταίριαστους συνδυασμούς λέξεων, που δεν ενδίδουν στην ευκολία των συνειρμών και δεν παραδίδουν το ποίημα στο νοηματικό χάος, αλλά πειθαρχεί, σαν χωνεμένο εκφραστικό μέσο που χρησιμοποιείται για την ανάδειξη λεπτών νοηματικών αποχρώσεων, τη δραστικότερη λειτουργία της εικόνας και κυρίως την αποκάλυψη της βαθύτερης σύγχυσης που χαρακτηρίζει την πραγματικότητα.
Κλείνω. Κάμποσες δεκαετίες ποιητικής προσφοράς έχει από πίσω της η Δαλακούρα. Η γραμμή που πρωτοξεκίνησε το ’72 συνεχίζεται. Πιο ξεκάθαρη, πιο ανεξίτηλη και πάντα απόκρημνη. Η Δαλακούρα δεν είναι για τις πεδιάδες. Στις κορυφογραμμές ελίσσονται τα ποιήματά της. Με σφιγμένα δόντια και ήρεμη ποιητική συνείδηση. Οι Καππαδόκες είναι η πιο πρόσφατη επιβεβαίωση.