Το παλίμψηστο της ποίησης
Φέρνω στο μυαλό μου τους μύθους του Αισώπου, την Κοκκινοσκουφίτσα, τα εφτά κατσικάκια, τα τρία γουρουνάκια, τη στέπα του Έρμαν Έσσε, τον πατέρα του Μόγλη, ποιήματα της Ρουρκ, του Παυλόπουλου, του Χιόνη, του Νικηφόρου, της Κουτσουμπέλη. Η εικόνα του λύκου, διατρέχοντας τον αγροτοποιμενικό βίο του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος δεν λείπει ούτε απ’ το αστικό φαντασιακό, εμπλουτισμένη με νέες σημασιοδοτήσεις. Είναι ένα παλίμψηστο με διαδοχικές επιστρώσεις νοημάτων, αναμνήσεων, αφηγήσεων που από κοινού συνθέτουν την έννοιά του, ώστε να περιέχει το σκοτάδι της νύχτας, τη δύναμη της φύσης, το ανυπότακτο πνεύμα, το άγριο ένστικτο, την εικόνα του αποσυνάγωγου, τον αδίκως κατατρεγμένο κτλ. κτλ.
Στην «παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» η Δημητριάδου αντλεί από τούτο τον εννοιολογικό βυθό. Παίρνει τα υφιστάμενα νοήματα και τα αναπλαισιώνει με καινούριες εικόνες, γνωρίσματα και ιδέες, έτσι που ο δικός της λύκος αφενός να ανακαλεί, αφετέρου να αποκλίνει και εντέλει να βαθαίνει το σύμβολο. Ο Λύκος της Δημητριάδου είναι παλιός μα και φρέσκος, μεγάλος και νέος, ζωώδης και ανθρώπινος, σαρκοβόρος και πνευματώδης, μα πάνω απ’ όλα είναι ένας στοχαστικός λύκος, που παρατηρεί, σκέφτεται και κρίνει δίνοντας φωνή στον μέσα εαυτό, αυτόν που λανθάνει κάτω απ’ τον εαυτό, ηχώντας τη λαλιά της φύσης και της ζωής που ανθίστανται στην αλλοτριωτική επιβολή του πολιτισμού.
Δεν ξέρω πιο εύστοχο τρόπο για να εκφραστεί η αγριότητα του κόσμου απ’ αυτόν που βρίσκω σε διάφορα ποιήματα της συλλογής όπου το άγριο ζώο τρέμει από τον φόβο του στοχαζόμενο την αγριότητα του κόσμου. Εδώ η λειτουργία της ανοικείωσης παίζει σε δύο και τρία επίπεδα μαζί: είναι μια ανοικείωση, που προκύπτει απ’ την αντίθεση του στοχασμού προς την αγριότητα του ζώου, είναι μια ανοικείωση που προκύπτει απ’ την αντίθεση της αγριότητας του ζώου προς την αγριότητα του πολιτισμού, είναι μια ανοικείωση που προκύπτει απ’ την αντίθεση των συναισθημάτων φόβου που νιώθει το ζώο μπροστά στον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος μπροστά στο ζώο.
Ο Λύκος της Δημητριάδου είναι ένα μετέωρο σύμβολο, μια αμφίθυμη μορφή, που διαρκώς μοιράζεται ανάμεσα στο εδώ του πολιτισμού και στο εκεί της άγριας φύσης, στο τώρα του αστικού βίου και στο τότε της φυσικής ζωής, στο αγελαίο της συνύπαρξης και στη μοναξιά της ατομικότητας, πράγμα που εγγυάται απ’ τη μια την απόσταση του βλέμματος και απ’ την άλλη την εγγύτητα του βιώματος, μα πάνω απ’ όλα την ποιητικότητα της εστίασης. Πολλά θα μπορούσαν να συμπληρωθούν εδώ, αλλά για να μη μακρηγορώ, λέω ότι στη δική μου ερμηνεία ο Λύκος είναι πρωτίστως αυτή και μόνη η ποίηση.
Μια παλίμψηστη με τη σειρά της ποίηση, που εγγράφει στο κείμενό της, μύθους, αρχετυπικά σύμβολα, άλλα ποιήματα, συνομιλεί με όμορα γραμματειακά είδη και ενσωματώνει τεχνικές του μυθιστορήματος και του δοκιμίου προκειμένου να βρει νέους τρόπους έκφρασης. Αφήνω στην άκρη την απολύτως οικονομημένη γλώσσα της ποιήτριας, που δεν βαρύνεται από τίποτα άχρηστο ή διακοσμητικό, για να σταθώ λίγο παραπάνω στις τεχνικές αυτές.
Ο Λύκος της Δημητριάδου είναι με πεζογραφικούς όρους ένας χαρακτήρας, είναι πανταχού παρών, ακόμη και όταν δεν φαίνεται ορατά στο ποίημα, τις σκέψεις του στην πραγματικότητα ακούμε, έχει υπόσταση, μορφή, λόγο, αγωνίες, επιθυμίες, ματαιώσεις, και κυρίως έχει μια διαδικασία αλλαγής και ωρίμανσης, που ξεκινά απ’ το στάδιο της άγνοιας όταν μπαίνει στην πόλη και τελειώνει με την αμήχανη ματιά που ρίχνει στο καθρεφτιζόμενο ποιητικό του είδωλο. Στο μεταξύ δεν χάνει την ευκαιρία να εκφέρει τους προβληματισμούς του για την ανθρώπινη ύπαρξη, το άχθος του θανάτου, τη μεταφυσική απορία, τις σχέσεις με τους άλλους, τη μοναξιά μέσα στο πλήθος, την οικολογική καταστροφή, το στίγμα της ετερότητας κτλ., έτσι που κάθε ποίημα να συνιστά έναν πυκνό δοκιμιακό στοχασμό.
Αν στον «Ευτυχισμένο Σίσυφο» υπήρχαν πεζόμορφα ποιήματα, στον Λύκο αξιοποιούνται και πρόσθετες τεχνικές της πρόζας. Κάθε ποίημα, όσο αυτοτελές κι αν παρουσιάζεται, πρέπει να εννοηθεί σε συνάφεια με το προηγούμενο, το επόμενο και μ’ όλα τα άλλα. Δεν είναι τυχαία η θέση του. κατέχει ρόλο και επιτελεί λειτουργία εντός του όλου, υπόκειται σε έναν κεντρικό σχεδιασμό. Όλο μαζί έχουν το ίδιο θέμα, «αφηγούνται» την ιστορία του Λύκου με αρχή, μέση και τέλος, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στη ροή τους στοιχεία πλοκής και δέσης (τα εννιά περάσματα του λύκου), να εντοπίσει ακόμη και κορυφώσεις.
Εν ολίγοις, η «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» αξιοποιώντας στοιχεία απ’ το μυθιστόρημα και το δοκίμιο, προσπερνά τα χωροθετημένα όρια, βεβαιώνει τον ενιαίο χαρακτήρα της γραφής και πλουτίζει τον ποιητικό λόγο με νέα εργαλεία. Ό,τι τα τελευταία χρόνια επιχειρείται απ’ την πλευρά της πεζογραφίας και δη της πολύ μικρής φόρμας, ένα πλησίασμα δηλαδή προς την ποίηση, το κάνει εδώ η Δημητριάδου, όπως και κάποιοι άλλοι βέβαια αλλά δεν είναι της ώρας, απ’ την πλευρά της ποίησης. Δεν ξέρω άλλον τρόπο ανανέωσης της λογοτεχνικής γραφής απ’ τη συνομιλία μεταξύ των ειδών, απ’ την αξιοποίηση δάνειων τεχνικών και απ’ την παραγωγή νέων μορφών λόγου, χωρίς βεβαίως να παραβλέπω ότι το απόλυτο κριτήριο δικαίωσης του εκάστοτε εγχειρήματος είναι η αισθητική αξία του αποτελέσματος.
Στη δική μου αντίληψη, η «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» της Διώνης Δημητριάδου ανοίγει δρόμους.