Το δέντρο με τις γραφές
Ευθύς εξαρχής λέω ότι με συγκινούν τα θέματα που ξανοίγονται στον κοινωνικό χώρο, αφουγκράζονται την κίνηση της ιστορίας και συνομιλούν με τις πολιτικές εξελίξεις. Ας έχει περάσει από πάνω μας ο οδοστρωτήρας της οικονομικής, της κοινωνικής και της επιδημιολογικης κρίσης, λογοτεχνικώς επιμένουμε στο φάσμα του εγώ, της ιδιωτικής μνήμης, της γλώσσας και της αυτονααφορικότητας – πράγμα όχι κατά ανάγκη κακό, αλλά σίγουρα μη επαρκές για την αισθητική έκφραση της πραγματικότητας. Κι ενώ στη μουσική δημιουργία πληθαίνουν οι καλλιτέχνες που εισάγουν το κοινωνικοπολιτικο θέμα στο έργο τους, και μάλιστα με πολύ αιχμηρό στίχο, στον χώρο της γραφής είναι μετρημένοι αυτοί που καταγίνονται με τέτοια θέματα και παράγουν κριτικό λόγο – ανάμεσά τους ένα απ’ τα πρώτα ονόματα που φέρνω στο μυαλό είναι η Ελένη Πριοβόλου.
Ανακαλώ τις σφαγές στη Σάμπρα και στη Σατίλα («Στη ζωή νωρίς νυχτώνει», Καστανιώτης, 2019) και τον απολογισμό της γενιάς του ’68 («Μια στιγμή μέσα στο χρόνο», Καστανιώτης, 2021), για να μιλήσω για τα πιο πρόσφατα βιβλία της: τα θέματα της Πριοβόλου είναι έμπλεα ιστορικού χρόνου, οι χαρακτήρες της Πριοβόλου είναι μεστοί κοινωνικών προσδιορισμών και τα έργα της Πριοβόλου είναι πυκνά πολιτικού προβληματισμού. Κάνω ένα βήμα παραπέρα για να επισημάνω ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια αισθητική αλλά με μια ολιστική επιλογή που αφορά όχι μόνο το περιεχόμενό, την τεχνική και τον σκοπό της γραφής αλλά και τη δημιουργό, τη θέση, το στίγμα, τον ρόλο και την κριτική της – αλλά δεν είναι της ώρας να μιλήσω περαιτέρω γι’ αυτά.
«Το δέντρο με τις φωλιές», το καινούριο μυθιστόρημά της Πριοβόλου (Καστανιώτης, Οκτώβριος 22): «Η Μαρία εγκαταλείπει το πατρικό της σπίτι και εγκαθίσταται στο κτήμα που της κληροδότησε ο πατέρας της καταμεσής του κάμπου. Δημιουργεί εκεί ένα φυτώριο με λουλούδια. Έχει για συντροφιά της τα ενδημικά πουλιά, που έχουν στήσει την αποικία τους πάνω σ’ έναν χιλιόχρονο πλάτανο, αλλά και τα αποδημητικά που γυρνούν κοντά της κάθε χρόνο» διαβάζω στο κείμενο του οπισθόφυλλου κι ομολογώ ότι ξαφνιάζομαι. Η ελληνική ύπαιθρος ενδείκνυται για ποικίλα ξεπλύματα, για νέες μυθολογίες, για νέες πίστεις, καθότι ανάμεσα στις σβουνιές, στην ελάτη, στη μαντίλα της γιαγιάς και τους συμβολισμούς του χώματος κάμποσες πατριαρχίες και μπόλικες παρελθοντολατρείες μπορούν να βρουν αισθητικό χώρο εξωραϊσμού. Ολόκληρη η νεοηθογραφία πάνω σ’ αυτό το αφελές σχήμα βασίζεται ρητώς ή συγκαλυμμένως.
Αλλά εδώ ουδεμία μεταφυσική της φύσης, καμία αιωνιότης της παράδοσης. Η ύπαιθρος της Πριοβόλου έχει Πακιστανούς εργάτες γης, βιομηχανοποιημένη παραγωγή φράουλας, επιστάτες με όπλα, χρυσαυγήτικα τάγματα εφόδου και τσακισμένους δεσμούς συγγένειας. Δεν υπάρχει τίποτα που να κινεί, να ενώνει, να εμπνέει τους ανθρώπους πέραν του ιδιωτικού οράματος ζωής, απ’ όπου η βασική διχοτομία του μυθιστορήματος: αφενός το χρήμα, αφετέρου ο άνθρωπος. αφενός ο κυνισμός, αφετέρου η αγάπη. αφενός ο εργαλειακός ορθολογισμός αφετέρου η έγερση της φαντασίας. Ποιοι δρόμοι χαράσσονται ανάμεσά τους, έστω και στο όνομα των πιο στενών συγγενικών σχέσεων; Στο τέλος του μυθιστορήματος ένα συρματόπλεγμα υψώνεται ανάμεσα στους δύο κόσμους, όμοιο μ’ αυτό που χωρίζει τις ΗΠΑ απ’ το Μεξικό, όμοιο μ’ αυτό που ετοιμάζει η Πολωνία στα σύνορα με τη Λευκορωσία, όμοιο μ’ αυτό που έχει στηθεί στον Έβρο, όμοιο μ’ αυτό που θέλαν να ρίξουν στα νερά του Αιγαίου. Ευτυχώς, η Πριοβόλου δεν ήταν ποτέ των γλυκερών χάπι εντ.
Το διαισθάνεται κανείς στους μικρούς-μεγάλους πολέμους που κηρύσσονται επισήμως και στους πολυαίμακτους εμφύλιους που εξελίσσονται ατύπως στο σώμα της αφήγησης, στην εντατική εκμετάλλευση της φύσης, στις εγκιβωτισμένες ιστορίες των προσφύγων και κυρίως στη βασική αντίθεση που διατρέχει όλο το μυθιστόρημα ανάμεσα στην εξωτερική σταθερότητα και στο ενδότερο γκρέμισμα, στην αλλαγή και στη ρευστότητα των πάντων: γηγενείς και ξένοι, παρελθόν και παρόν, συγγενικοί δεσμοί και συμφέρον, λογική και φαντασία, υποδούλωση και ελευθερία, λόγος και σιωπή, αφήγηση και επιβολή, τιτιβίσματα και προστακτικές δημιουργούν μια εμφύλια και διαρκώς εν εξελίξει πραγματικότητα, που απέχει πόρρω απ’ την εξιδανικευμένη εικόνα της σταθερότητας και της ασφάλειας που μας υπόσχεται η νεοηθογραφία με τα ξεκάθαρα σχήματα του καλού και του κακού και τις συμπαγείς ταυτότητες του πατέρα, της μητέρας, του άντρα, της γυναίκας, της υπακοής, της πίστης κτλ. κτλ.
Εδώ ακριβώς κατάγει η Πριοβόλου μια ακόμη νίκη, προσπερνώντας το βολικό σχήμα του άσπρου-μαύρου, σκιάζοντας την αποκαθαρμένη εικόνα του πατέρα με ποικίλες σκιάσεις και αποκαθαίροντας τη σκιασμένη μορφή της μητέρας με ποικίλες καθάρσεις, για να υπονομεύσει την προνεωτερική αυταπάτη της ταυτότητας με τη μετανεωτερική αίσθηση της ρευστότητας. Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης δεν αποδίδει μόνο το ξάφνιασμα, τους περισπασμούς, τις αντιφάσεις, την οδύνη αυτής της μετάβασης, αλλά οργανώνει και το νεωτερικό πεδίο της μεταξύ τους αναμέτρησης.
Υπάρχει ένα και μόνο δέντρο στο αφηγηματικό σύμπαν της Πριοβόλου. Χιλιόχρονο, ψηλό και σκιερό. Πάνω του φωλιάζουν τα πουλιά, χειμώνα-καλοκαίρι, τιτιβίζουνε και ζευγαρώνουνε. Σκαρφαλώνει ο Νιζάμ, στέκεται από κάτω η ηρωίδα μιμούμενη τους ήχους των πτηνών. Τριγύρω οι μονοκαλλιέργειες των αδελφών της, τα τολ με το παράνομο εργατικό δυναμικό. Στο βάθος μια κοινότητα απορροφημένη απ’ τα προβλήματά της. Θαρρώ ότι η εικόνα απηχεί πλήρως την αντίληψη της Πριοβόλου για τη θέση και τον ρόλο της λογοτεχνίας, για τη θέση και τον ρόλο του λογοτέχνη.
Χρόνια τώρα μελετώ το έργο της και πάντα βρίσκω τον εαυτό μου να μαθαίνει και να βαθαίνει.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, συγγραφέας